«Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησµονάνε»
Εσύ πλέον λείπεις... Κι όμως, παρών. Η οικογένεια παραμένει δεμένη. Η πατρίδα ταλανίζεται.
«Και πέφτει η οβίδα στη φάτνη του µικρού Χριστού το αίµα το αίµα το αίµα...» (Μίλτος Σαχτούρης, «Χριστούγεννα 1948»)
Χριστούγεννα 1948 ήταν. Ο πατέρας µου στα βουνά της Ηπείρου ντυµένος το χακί και πολεµώντας στον Εθνικό Στρατό, στον αδελφοκτόνο πόλεµο που σηµάδεψε βαθιά τις ψυχές µας, σε πληγές που δεν έχουν κλείσει ακόµα. Γράµµος και Βίτσι, χιόνι και κρυοπαγήµατα. Μάχες µε τον αδελφό σου, που κρατούσε ντουφέκι στο απέναντι χαράκωµα πιστεύοντας πως αυτός είχε δίκιο και οµνύοντας στην αλλαγή που µερικές δεκαετίες πριν συντάραξε τον κόσµο, δίνοντας ψεύτικες ελπίδες ισότητας και ευηµερίας. Το ντουφέκι παγωµένο, τα δάχτυλα ίσα που το κρατάνε, κοκαλωµένα από το κρύο, η σκοπιά σκληρή, η νύστα αδυσώπητη. Ενα τσιγάρο στα κρυφά για να µη φανεί στους απέναντι και προδοθεί η θέση σου. Το πρωί πορεία και πτώση σε ναρκοπέδιο. Αυτός που βάδιζε µπροστά από εσένα έχασε τη ζωή του και ο πίσω ακούστηκε να φωνάζει «ωχ, τα µάτια µου». Τον φορτώθηκες στον ώµο και τον κουβάλησες έξι ώρες έως το νοσοκοµείο, χωρίς να υπολογίσεις το θραύσµα που µπήκε βαθιά στο δικό σου πόδι. Μόλις 22 ετών! Μα, πώς άντεξες 33 µήνες στον στρατό, µάχες και θάνατο, φόβο και αίµα, καιρούς και σφαίρες;
Χριστούγεννα 1958. Η Ελλάδα έχει αρχίσει να γλυκαίνει. Τα πολιτικά πάθη πάντα ψηλά, όπως και τώρα. Εσύ ταχυδρόµος σε επαρχιακή πόλη. Περπατάς δέκα χιλιόµετρα την ηµέρα στα χωριά και µε την τροµπέτα σου ειδοποιείς ότι έφτασες. Μοιράζεις νέα, για χαρές και δάκρυα, που βγαίνουν από τη µεγάλη δερµάτινη τσάντα υπό µορφήν γραµµάτων. Ο πόλεµος ανάµνηση και ανεξίτηλη ουλή στο πόδι.
Χριστούγεννα 1968. Κοιτάς τον πολεµικό σταυρό και το αριστείο ανδρείας που στολίζουν τον γυµνό τοίχο του σπιτιού στην επαρχιακή κωµόπολη όπου µεγαλώνεις τα παιδιά σου. Πού είναι οι αγώνες για την πατρίδα και την ισοπολιτεία; Η χούντα, ακόµη και σ’ εσένα, που έδωσες το αίµα σου πολεµώντας, σε κοιτάζει καχύποπτα. Είναι, βλέπεις, που κάνεις παρέα στον Μιχάλη Κατσαρό, τον ποιητή του «Αντισταθείτε», όταν κατεβαίνει στη γειτονιά σου από την Αθήνα. Κατά Σαδουκαίων και υπέρ της πατρίδας πάντα...
Χριστούγεννα 1978. Αθήνα. Θαλπωρή του καλοριφέρ, στολισµένο δέντρο, πολιτική γαλήνη και πρόοδος. Ο µπαρµπα-Κώστας Βάρναλης, που του πήγαινες τα γράµµατα, έχει από καιρό πεθάνει. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος σε καληµερίζει κάθε πρωί. Πολλή η αλληλογραφία του και χαίρεσαι να τον βλέπεις.
Χριστούγεννα 1988. Σύνταξη! Τέλος... Η ζωή όπως την ήξερες αλλάζει. Τα παιδιά µεγάλωσαν. Αλλα παντρεύτηκαν, άλλα έφυγαν µακριά σε ξένους τόπους και το σπίτι αδειάζει. Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό πρέπει να πόνεσε πιο πολύ και από το τραύµα στο ναρκοπέδιο...
Χριστούγεννα 1998. Εχουν αυξηθεί τα εγγόνια. ∆ύο από αυτά έχουν το όνοµά σου. Ενα όνοµα που έρχεται από τον ήρωα προπάππο. Εκείνον που πεζοπόρησε 300 χιλιόµετρα στην Αλµυρά Ερηµο, πολέµησε στον Σαγγάριο και κράτησε τη γραµµή άµυνας στο Εσκί Σεχίρ αγκαλιάζοντας ξέπνοα, νεκρός πια, το οπλοπολυβόλο του. Παίρνεις αγκαλιά τα εγγόνια και γελάς βροντερά.
Χριστούγεννα 2008. Η πρώτη πληγή στην οικογένεια έπειτα από χρόνια. Συκοφαντία και αθλιότητα εις βάρος του µεγάλου σου γιου, που ασχολήθηκε µε την πολιτική. Στο σπίτι, όµως, η ατµόσφαιρα γλυκιά. Η αγαλλίαση όσων συγκεντρώνονται γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι της γιορτής σου και της γιορτής των εγγονών σου, άφατη. ∆εν επηρεάζεται από ανοησίες. Νυν υπέρ πάντων η Αγάπη.
Χριστούγεννα 2018. Ο εγγονός σου σήµερα κλείνει τα 22. Οσο ήσουν εκείνα τα Χριστούγεννα στο χιόνι κρατώντας το όπλο του πολέµου. Εσύ πλέον λείπεις... Κι όµως, παρών. Η οικογένεια παραµένει δεµένη. Η πατρίδα ταλανίζεται.
Ωστόσο... «Υπάρχουνε προϋποθέσεις για µια καινούργια άνοιξη» (Μιχάλη Κατσαρού «Βησιγότθοι»).