Επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα θα πραγματοποιήσει ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγερ, έπειτα από πρόσκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, το κρίσιμο διήμερο 7-8 Απριλίου της συνεδρίασης του Eurogroup, στο οποίο θα κλειδώσει η δεύτερη αξιολόγηση της χώρας μας. Σημαντική εξέλιξη που αναμένεται να επισημανθεί, αναγνωρίζοντας τη συνεχή προσπάθεια εκ μέρους του κ. Παυλόπουλου. Ο κ. Στάινμαγερ θα συναντηθεί και με τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα. Πρόκειται για το πρώτο επίσημο ταξίδι αμέσως μετά την ανακύρηξη του κ. Στάινμαγερ στην προεδρία της γερμανικής Δημοκρατίας, και αυτό οφείλεται στη βαθιά και αμοιβαία εκτίμηση και στον αλληλοσεβασμό μεταξύ των δύο ανδρών επί σειρά ετών.

Αξιος για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας! Στωικός, σοβαρός, πολιτισμένος, δεν προκαλεί, δεν διχάζει, ξέρει να αποτρέπει τις ακραίες εξελίξεις. Η ανθρωπιστική κρίση στη χώρα μας και το δράμα των προσφύγων, μαζί με τις θρασύτατες και συνεχείς παραβιάσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο και το ανεπίλυτο θέμα της κατοχής της μισής Κύπρου είναι τα μείζονα ζητήματα που θα τεθούν εκ μέρους του Ελληνα προέδρου. Θυμηθείτε ότι είναι από εκείνους που αγωνίστηκαν και για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Μάλιστα, σε ένα άρθρο του ο κ. Παυλόπουλος χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα εναντίον του κ. Σόιμπλε: «Οι ισχυρισμοί του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αναφορικά με τις απαιτήσεις της Ελλάδας ως προς το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις είναι προδήλως -αλλά προκλητικώς- εσφαλμένοι...», έγραφε.

Αν εξαιρέσει κανείς τους φαιδρούς σημιτιστές και τα μιντιακά (παρα)κέντρα του Φαλήρου, το κύρος και η αξία του κ. Παυλόπουλου αναγνωρίζονται διεθνώς. Να επισημανθεί ότι ο κ. Παυλόπουλος με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο Paris II, και το 1977 έγινε διδάκτορας στο Δημόσιο Δίκαιο στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα και δίδαξε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως Επιμελητής (1981), Υφηγητής (1982), Επίκουρος Καθηγητής (1983), Αναπληρωτής Καθηγητής (1986) και Kαθηγητής (1989). Το 1986 έγινε και Επισκέπτης Καθηγητής στο γαλλικό Πανεπιστήμιο Paris II. Το γεγονός, ωστόσο, ότι βρέθηκε δίπλα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ως διευθυντής του νομικού του γραφείου στην Προεδρία της Δημοκρατίας και ότι είναι ένας εξαίρετος νομικός, που διαθέτει μεγάλη πολιτική εμπειρία, δικαίως έχει προκαλέσει εμπιστοσύνη για τις ικανότητές του στην κρισιμότερη περίοδο της χώρας στο ύπατο αξίωμα.

«Οχι μόνον δεν υφίσταται ζήτημα παραγραφής ή προηγούμενης ρύθμισης, όπως ισχυρίζεται ο κ. Σόιμπλε, αλλά όλως αντιθέτως οι ελληνικές απαιτήσεις είναι πλήρως ενεργές από... νομική άποψη», αναφέρει στο άρθρο του για τις γερμανικές αποζημιώσεις ο κ. Παυλόπουλος. Ολόκληρο το άρθρο του (Ιανουάριος του 2015) έχει υψίστη σημασία:
«Ι. Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς τη Γερμανία, το οποίο συνήφθη υποχρεωτικώς -ορθότερα, με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της κατοχικής ελληνικής κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από νομική σκοπιά, για ενοχή εκ συμβάσεως. Αρα, η αντίστοιχη εκ της συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής και όχι αδικοπρακτικής προέλευσης.


Α. Σ’ αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά τα οποία προκύπτουν από συναφείς προς τη δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι τόκοι υπερημερίας, λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.
Β. Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της ως σήμερα. Ας σημειωθεί ότι η ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο περισσότερο ισχυρότερη όσο ήδη από την κατοχική περίοδο είχε αρχίσει η αποπληρωμή του δανείου, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά κατά καιρούς.
ΙΙ. Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.


Α. Επισημαίνω πριν απ’ όλα ότι το 1946, στη Διάσκεψη των Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα -κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων.
Β. Κυρίως, δε, τονίζω με έμφαση ότι το 1953, με τη Συμφωνία του Λονδίνου, δεν “χαρίσθηκαν” στη Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά “τεχνηέντως” φαίνεται να διατείνεται. Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε “σε αδράνεια” τις οφειλές της Γερμανίας έως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του Πολέμου), “Συμφώνου Ειρήνης” μεταξύ της τελευταίας και των Δυνάμεων που νίκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται νομικώς για ένα είδος “αναβλητικής αίρεσης” (lato sensu) σχετικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε -πρωτίστως λόγω της διαίρεσής της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το Διεθνές Δίκαιο απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.
1. Τούτο -ήτοι η ικανότητα σύναψης “Συμφώνου Ειρήνης”- επήλθε το 1990. Οταν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία απέκτησε ενιαία νομικώς πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο “Σύμφωνο 2+4” μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και των ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας.


2. Γίνεται, δε, σήμερα γενικώς και επισήμως δεκτό -και de facto το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στη βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει τη θέση του “Συμφώνου Ειρήνης” που περιγράφει, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο “Σύμφωνο”, δεδομένου ότι μόνο τότε, όπως ήδη τόνισα, απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γ. Το “Σύμφωνο 2+4” καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και της γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα, πλην όμως παθόντα από τη γερμανική κατοχή κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι, δηλαδή, νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.


Δ. Η από ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ’ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις ως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου. Κατά τις διατάξεις αυτές, “ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος διά πάσας τα πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως”. Επέκεινα οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 του “Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην Ξηρά”, ο οποίος είναι προσαρτημένος στη Δ’ Σύμβαση της Χάγης του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Πολέμου, ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Ολες αυτές τις αρχές επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης του 1946.
1. Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της ελληνικής κυβέρνησης, επισήμως το 1965 ο τότε καγκελάριος, Λούτβιχ Ερχαρτ.
2. Ο ίδιος, δε, είχε τότε μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκατ. γερμανικών μάρκων.


ΙΙΙ. Η σχετικώς πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με την οποία απορρίφθηκε ιταλικό αίτημα -υπήρχε και παρέμβαση Ελλήνων διαδίκων- για πολεμικές αποζημιώσεις έναντι της Γερμανίας, ουδόλως αλλάζει τα προαναφερόμενα νομικά δεδομένα και επιχειρήματα υπέρ της Ελλάδας. Και τούτο διότι η ως άνω απόφαση εκδόθηκε ύστερα από προσφυγή ιδιωτών. Τώρα γίνεται λόγος για απαιτήσεις του ελληνικού κράτους, κατά το Διεθνές Δίκαιο, τόσο για εξόφληση του κατοχικού δανείου όσο και για την καταβολή αποζημιώσεων λόγω των “πεπραγμένων” των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής.
Α. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, το ελάχιστο των κατά τα προαμνημονευόμενα ελληνικών απαιτήσεων έναντι της Γερμανίας είναι σήμερα περίπου 60 δισ. ευρώ από το κατοχικό δάνειο και 110 δισ. ευρώ λόγω αποζημιώσεων. Ητοι σύνολο, περίπου, 170 δισ. ευρώ. Αλλά αυτό είναι θέμα ειδικότερου υπολογισμού, ο οποίος θα γίνει με την επιμέλεια των αρμόδιων ελληνικών κρατικών Αρχών.
Β. Και κάτι τελευταίο: Η σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία, η οποία χαρακτηρίζεται και από την ανάγκη οριοθέτησης των υποχρεώσεων των χωρών της ευρωζώνης ως προς την επίτευξη βασικών δημοσιονομικών στόχων -μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση κατέχει το δημόσιο χρέος κάθε χώρας-μέλους- επιβάλλει και την επίλυση των μεταξύ των χωρών αυτών κάθε είδους συναφών διαφορών, με βάση το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο».