Στη Μόσχα, αδελφέ μου, στη Μόσχα...
Η επιστροφή του Τσίπρα σε νέες «τοξικές» διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν παίρνει διαστάσεις συνωμοσίας.
Όπως και η Pώμη έφερε μέσα της τις αιτίες που θα την οδηγούσαν στην παρακμή, ο λαός έχει ήδη πικρά αντιληφθεί ότι η «βρώμικη» ομηρία της εξάρτησης από τους Γερμανούς και ατλαντιστές δανειστές μας έχει εγκλωβίσει τη χώρα στην κόλαση και όχι στην Ανάσταση, όπως εξυμνούσαν πάντα με τα μνημόνια οι νεο-γκεμπελίσκοι της δημοσιογραφίας.
Τώρα, η επιστροφή του Τσίπρα σε νέες «τοξικές» διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν παίρνει διαστάσεις συνωμοσίας. Αφού περιπλανήθηκε στην Ουάσινγκτον, ο Τσίπρας, μετά το «Βατερλό» και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βάρνα, ξαναπροσεγγίζει το Κρεμλίνο, για να υπερασπιστεί τα δίκαια της χώρας μας έναντι της Τουρκίας και για να μεσολαβήσει υπέρ της απελευθέρωσης των δύο Ελλήνων στρατιωτών.
Οι σχέσεις με τον Πούτιν είχαν «παγώσει» όταν ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, σε βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2016, αποκάλυψε ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν τού εκμυστηρεύτηκε, μία μόλις ημέρα μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, ότι η Ελλάδα διερεύνησε την πιθανότητα να εκτυπώσει στη Ρωσία «νέες δραχμές». Βέβαια, αυτά που εμείς ξέραμε στην Αθήνα σχετικά με το τετράγωνο Αθήνας-Μόσχας-Δραχμής-Καμμένου ήταν ήδη γνωστά.
Ο κ. Ολάντ φέρεται να εκμυστηρεύεται στους δύο δημοσιογράφους ότι προβληματίστηκε για τα κίνητρα του Ρώσου προέδρου («Ήθελε να μου πει ότι, κατά την άποψή του, ήταν ένα ρίσκο και θα έπρεπε να κάνουμε τα πάντα για να το αποφύγουμε»). Η ουσία πάντως είναι ότι ο Τσίπρας και η ομάδα του επιχείρησαν διά της Μόσχας (και όχι μόνον) να πάρουν δάνειο με σκοπό την επιστροφή στη δραχμή ως βασικό σχεδιασμό της κυβέρνησης. Όντως, ο Αλέξης Τσίπρας επεδίωξε τότε με τη Ρωσία του Πούτιν να αλλάξει την ισορροπία των εξαρτήσεων της χώρας, αψηφώντας τις έντονες πιέσεις της Ουάσινγκτον και της Ε.Ε.!
Αλλά οι πενιχρές διαπραγματευτικές ικανότητές του είναι γνωστές και, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να ενισχύσει την εντύπωση του γεωπολιτικού χαρτιού, υπήρχαν μόνο ψευδαισθήσεις για τα όρια της προσέγγισης. Σήμερα, ξανά, η Ελλάδα εξαρτάται πλέον αποκλειστικά «από τον οίκτο του Πούτιν». Και αυτός δεν περισσεύει. Αυτοί που μπορούν να μεσολαβήσουν για τους δύο στρατιωτικούς είναι μετρημένοι στα δάχτυλα: ο Τραμπ, η Μέρκελ και ο Πούτιν. Αλλά η Ουάσινγκτον βρίσκεται σε χαώδη διπλωματική περίοδο και έχει ήδη δικούς της υπηκόους σε κατάσταση «ομηρίας», ενώ η Μέρκελ φοβάται μην ανοίξει ξανά την κάνουλα με τους πρόσφυγες και μετανάστες και ο Πούτιν παίζει δικό του παιχνίδι με άλλες προτεραιότητες. Προφανώς κάθε χώρα οφείλει να αναπτύσσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και να διευρύνει τα γεωπολιτικά ερείσματά της.
Τώρα, πλέον, είναι γεωπολιτική επιταγή! Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι η αποτύπωση της πραγματικότητας δεν σημαίνει, βεβαίως, πως η προσπάθεια προσέγγισης της Αθήνας με «παγκόσμιους παίκτες» στερείται σημασίας. Μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη. Αλλά, επί του παρόντος, φαίνεται πως εξυπηρετεί πρώτιστα ανάγκες εσωτερικής κατανάλωσης, ενώ μπορεί να αποδειχθεί επιζήμια, εάν εκληφθεί ως προσπάθεια γενικότερου αναπροσανατολισμού, ξανά, της στρατηγικής της Αθήνας ή κάνει την κυβέρνηση να «διαβάσει» με λάθος τρόπο τους διεθνείς συσχετισμούς.
OΚ... Οι ιδεολογικές διαφορές στον νέο κόσμο άρχισαν ξανά να γίνονται μεγάλες, όσο εκείνες του Ψυχρού Πολέμου και του χάσματος μεταξύ Ουάσινγκτον, Λονδίνου και λοιπών... και της Μόσχας. Σε εξέλιξη βρίσκονται οι έρευνες για την υπόθεση Σκριπάλ, που έχει φέρει αντιμέτωπες Βρετανία και Ρωσία ή, καλύτερα, Δύση και Ρωσία και έχει οδηγήσει στο μεγαλύτερο κύμα απελάσεων Ρώσων διπλωματών μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλες οι χώρες με τις σκληρές κυρώσεις εναντίον των Ρώσων. Οι χώρες που επέλεξαν να μην απελάσουν Ρώσους διπλωμάτες είναι οι Αυστρία, Βουλγαρία, Κύπρος, Ελλάδα, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πορτογαλία, Σλοβακία και Σλοβενία.