Ο πολύς καγκελάριος της Γερμανίας Όθων φον Βίσμαρκ έλεγε αυτάρεσκα πως «δεν υπάρχει Θεία Πρόνοια να προστατεύει τους ηλιθίους, τους πότες, τα παιδιά και τις ΗΠΑ». Έκτοτε η Γερμανία κατεστράφη δύο φορές και οι Ηνωμένες Πολιτείες ανεδείχθησαν και παραμένουν η ισχυρότερη οικονομική και στρατιωτική δύναμη του πλανήτη.

Απλώς, οι εξελίξεις στη Συρία κινούνται εντός πλαισίου του παρανοϊκού δόγματος «Bomb, bomb, bomb» των νεοσυντηρητικών και εκτός πλαισίου μιας πραγματιστικής λογικής... Όντως παρακολουθούμε το ξήλωμα της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που είχε δημιουργηθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόζει το γνωστό δόγμα «Bomb, bomb, bomb», που εφαρμόστηκε κατά του Ιράκ και επιδιώκεται να εφαρμοστεί και κατά του Ιράν. Παραφράζοντας τον Κλαούζεβιτς, ο Έντουαρντ Λους, στους «Financial Times», επισημαίνει τη «συνέχιση του μπουσισμού με άλλα μέσα».

Δεν κατανοώ γιατί τόσος σπαραγμός τώρα, όταν πρόσφατα, τον περασμένο Δεκέμβριο, την ώρα που ο Τραμπ παραχωρούσε δείπνο στον πρόεδρο της Κίνας Σι, ζήτησε συγγνώμη και βγήκε να ανακοινώσει την αεροπορική επιδρομή εναντίον βάσης στη Συρία, σε απάντηση της χρήσης χημικών όπλων από το καθεστώς Άσαντ. Απλά, τώρα, οι τρεις κορυφαίες δυνάμεις της περιοχής, η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν, από κοινού καθορίζουν το μελλοντικό καθεστώς της Συρίας, χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ και επειδή οι τελευταίες εξελίξεις, ειδικά στα προάστια της Δαμασκού, δείχνουν ότι ο πρόεδρος Άσαντ αρχίζει να ελέγχει την κατάσταση και να βγαίνει νικητής. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι επανήλθε κακήν-κακώς το δόγμα της «ανατρεπτικής» στρατηγικής των Aμερικανών νεοσυντηρητικών.

Aν υπάρχει, όμως, μια γενική αρχή που ενώνει όλους τους ρεαλιστικά σκεπτόμενους αναλυτές, από νεοφιλελεύθερους μέχρι μαρξιστές, είναι ότι η προσφυγή στην πολιτική του γνωστού δόγματος «Bomb, bomb, bomb» καταλήγει στα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Ωστόσο, η Aμερική του Τραμπ σπεύδει σχεδόν με πανικόβλητη ορμή να προχωρήσει πλέον στην πραγμάτωση νέων γεωπολιτικών σχεδίων στη Mέση Aνατολή. Πάντως, όλοι παρακολουθούν παγωμένοι.

Ακόμη και οι αντιδράσεις των Ευρωπαίων και του αραβικού κόσμου είναι συγκρατημένες, γιατί όλοι φοβούνται. Στο παρασκήνιο είναι προφανές ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σκληρό μπρα ντε φερ ανάμεσα στο «βαθύ κράτος», που εκφράζει τη συνέχεια της αμερικανικής πολιτικής, και στον... πρόεδρο. Το κενό αυτό ο Πούτιν το εκμεταλλεύεται συστηματικά. Η Κίνα έχει μια σταθερή πολιτική επέκτασης της επιρροής της παντού. Ηγέτες όπως ο Ερντογάν επιδιώκουν ανάλογο ρόλο με επιτυχία. Η Ευρώπη, πάλι, δεν ξέρει σε ποια κατεύθυνση να κινηθεί. Η Μέρκελ παραμένει ευμενώς ουδέτερη και ο Μακρόν βιάζεται, αλλά δεν πείθει ακόμη.

Και η Ελλάδα; Προφανώς δεν έχει καμία άλλη επιλογή από το να χτίζει συμμαχίες. Στην παρούσα φάση, κατά την οποία η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου φλέγεται και η Ρωσία του Πούτιν επεκτείνει την επιρροή της σταθερά νοτίως των συνόρων της, η ανάδειξη της Ελλάδος σε προμαχώνα κοινών συμμαχικών συμφερόντων δεν έχει μόνο θετικές όψεις. Απόδειξη το Ισραήλ, που, παρά τις εγγυήσεις που του παρέσχε η Ουάσινγκτον το 1973 έναντι της ΕΣΣΔ, παραμένει ακάλυπτο έναντι θανασίμων περιφερειακών κινδύνων. Το πρόβλημα είναι ότι οι Έλληνες πρωθυπουργοί γνώριζαν πάντα ότι, αν κάτι πήγαινε στραβά με την Τουρκία, θα μπορούσαν να απευθυνθούν στον Λευκό Οίκο για να μεσολαβήσει.

Μπορεί ο Τραμπ να πει «ο Ερντογάν είναι φίλος μου, κοιτάξτε να τα βρείτε», μπορεί να δηλώσει απροθυμία να παρέμβει ή, πάλι, να ακολουθήσει την παλιά συνταγή ενός ειδικού απεσταλμένου για να εκτονωθεί η όποια κρίση. Άγνωστο αν ο Ερντογάν θα σηκώσει το τηλέφωνο για να απαντήσει σε μία κλήση του Τραμπ ή, πολύ περισσότερο, κάποιου Ευρωπαίου. Πιθανόν ακόμη και να προτιμήσει τη μεσολάβηση του Πούτιν από όλα αυτά.