Mια μέγιστη ιστορική μορφή, ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι, συνήθιζε να συνιστά «ποτέ μην παραπονιέσαι, ποτέ μην εξηγείς, ποτέ μη συγχωρείς». Η σοφή αυτή συμβουλή εμένα προσωπικά με προστατεύει και τη συμμερίζομαι μαζί σας. Η Ελλάδα του ’74, η Ελλάδα που κατάπιε και χώνεψε με lifestyle και καλοπέραση τους «Αττίλες», άφησε να την καβαλήσουν οι πολύχρωμοι μητραλοίες της «Δημοκρατίας»... Ομως, το ανοιχτό ραντεβού με την Ιστορία δεν έκλεισε ακόμη. Κανείς δεν έχει εμφανιστεί στο συγκεκριμένο ραντεβού, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες πως η πολιτική τάξη έχει βάλει μεγαλοπρεπώς τη σφραγίδα της στην αναπότρεπτη βύθιση της χώρας στην ανυποληψία και την υπανάπτυξη. Ολων τους, δηλαδή.

Το ρομαντικό desideratum της επιστροφής στις (κομματικές) ρίζες υπερασπίζεται την άποψη ότι το παρόν έχει σαπίσει από τη σαθρή μνημονιακή διαχείρηση της χώρας. Και εγώ απλώς χρησιμοποιώ το ιστορικό σύνθημα του Μπιλ Κλίντον «Είναι η οικονομία, ηλίθιε»... για να απαντήσω: «Είναι ο καραμανλισμός, ηλίθιε»...

Ο καραμανλισμός είναι μια αξία που δεν κληρονομείται ως βασιλικός τίτλος, αλλά κερδίζεται, κατακτάται με αγώνες και θυσίες. Ο Κώστας Καραμανλής δικαίωσε πλήρως με τις πράξεις του και την πατριωτική διακυβέρνησή του την κληρονομιά που έλαβε από τον Εθνάρχη Κωνσταντίνο Καραμανλή και απόλυτο δημιουργό της κουλτούρας της εθνικής συνεννόησης και του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Ο Κώστας Καραμανλής αγαπήθηκε από τον κόσμο γιατί ήταν αυτός (ακόμα ένας μεγάλος Καραμανλής) και όχι γιατί ήταν συγγενής του Εθνάρχη.

Εκτός από το επώνυμο, ο τότε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας διέθετε ένα μεγάλο επικοινωνιακό χάρισμα, που επέτρεψε στο κόμμα της ελληνικής Κεντροδεξιάς να εισχωρήσει σε ευρύτερα ακροατήρια. Προφανώς, η αδελφοκτονία είναι νόμος της πολιτικής και όχι εξαίρεση. Ομως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο σημερινός πρόεδρος της Ν.Δ., δεν αμφισβητείται από κανέναν. Ούτε φυσικά από τον Κώστα Καραμανλή. Αλλά υπάρχουν κάποιοι που δυσανασχετούν για τη δημοκρατική αξιοπρέπεια της μη παρέμβασης -«αδράνεια» την αποκαλούν- του Κώστα Καραμανλή στα εσωτερικώς τεκταινόμενα της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή της παράταξης που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής! Αυτά για να διασκεδάζονται οι μύθοι. Πάντως, η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να παρασυρθεί... έχει κάποια χαρακτηριστικά μοναδικότητος. Δηλαδή τον πιέζουν να αυτοακυρωθεί υπερασπιζόμενος «αντικαραμανλικούς» στόχους. Ομως, αυτή η δήθεν «αρχηγική» στρατηγική συνθλίβει την ανάγκη για κάποιο καινούργιο όραμα που θα γεννήσει η δική του ηγεσία. Η πολιτική συμπεριφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη αφορά όλους μας, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνουμε ή δεν το ομολογούμε, ακόμα και αν ψηφίζουμε ή δεν ψηφίζουμε το κόμμα αυτό. Μας αφορά το πρόσωπό του, δηλαδή η πολιτική του ιδεολογία.

Δυστυχώς, το κόμπλεξ που αναδεικνύεται από αρκετούς εντός και εκτός της Ν.Δ. -πολιτικούς και δημοσιογράφους- που έχουν αγκαλιάσει τον κ. Μητσοτάκη τον αδικεί. Επειδή όλοι αυτοί μας δείχνουν μια απεχθή εικόνα της Ν.Δ. του μέλλοντός τους, δηλαδή την Ελλάδα του μέλλοντός μας. Το ερώτημα που εξακολουθεί να βασανίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ποια ιδεολογική ταυτότητα θα υπερασπιστεί προεκλογικά και, κυρίως, αν θα ακολουθήσει στρατηγική προσέγγισης της Κεντροδεξιάς ή επιχείρηση προσέλκυσης όλης της μνημονιακής πολιτικής σαβούρας. Υπάρχουν, ωστόσο, διαφορές μεταξύ Δεξιάς και Κεντροδεξιάς; Αν είναι αλήθεια ότι διάγουμε περίοδο ρευστοποίησης των κομματικών ταυτίσεων εξαιτίας της διάβρωσης που επήλθε από την πολιτική των Μνημονίων, τότε και οι ταυτότητες «Δεξιά» και «Κεντροδεξιά» βρίσκονται και αυτές σε προφανή δυσαρμονία με τα παραδοσιακά τους ακροατήρια.

Αλλά στην αφετηρία μιας ομολογημένης ή ανομολόγητης άρνησης του γνωστού νεοφιλελεύθερου (θατσερικού, για την ακρίβεια) αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο «υπάρχουν μόνο άτομα, η κοινωνία δεν υπάρχει», η θέση μας πρέπει να είναι κρυστάλλινη...

Οταν ο Κώστας Καραμανλής διεκδίκησε την εξουσία και την πήρε θριαμβικά το 2004 ως μεταρρυθμιστής, υποσχέθηκε να μειώσει το κράτος, να ανοίξει την οικονομία και να καθαρίσει την πολιτική. Αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε!