Πόσο μας κόστισαν «σάπιες» τράπεζες... και «σάπιοι» πολιτικοί
Η κρίση θα συνεχιστεί όσο τα «κόκκινα» δάνεια αποτελούν την κινούμενη άμμο μέσα στην οποία βαδίζουν οι τραπεζίτες
Aδιέξοδο: Με τράπεζες-ζόμπι, που αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, και ταυτόχρονα με τράπεζες-βαρέλια χωρίς πάτο, που όσα χρήματα και αν ρίξεις το μόνο που αλλάζει είναι το κομματικό χρώμα της χρεοκοπίας, και με πολιτικούς που τις εμπόδισαν από το 2010 να αντιμετωπίσουν με ταχύτητα την κρίση. Μια κρίση που έχει σαπίσει τις τράπεζες και θα συνεχιστεί όσο τα «κόκκινα» δάνεια αποτελούν την κινούμενη άμμο μέσα στην οποία βαδίζουν οι τραπεζίτες.
Είναι τραγικό, έπειτα από οκτώ χρόνια Μνημονίων, τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και τη ριζική αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, που θεωρητικά ολοκληρώθηκε, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να υπερβαίνουν τα 100 δισ. ευρώ και να εξακολουθούν να αποτελούν το 48% των χαρτοφυλακίων τους. Είναι, όμως, και η παραοικονομία που χρηματοδοτεί ό,τι κινείται (και χτίζεται) στο εσωτερικό, είναι το αφορολόγητο χρήμα που εξακολουθεί να κινεί ολόκληρους επαγγελματικούς κλάδους. Πόσο μας κόστισαν οι τράπεζες; Το 2013, κατά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση επί Σαμαρά/Βενιζέλου, δόθηκαν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στις τέσσερις συστημικές τράπεζες 24,5 δισ. ευρώ έναντι μετοχών και άλλα 17,6 δισ. για την εξυγίανση/εκκαθάριση των μη συστημικών. Σύνολο, δηλαδή, 42 δισ., που προήλθαν από δανεισμό του Δημοσίου και προστέθηκαν στο χρέος της χώρας.
Η δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση το 2014, πάλι επί Σαμαρά/Βενιζέλου, έγινε αποκλειστικά με ιδιωτικά κεφάλαια (8,3 δισ.). Το 2015 έγινε η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, επί Τσίπρα, που την ψήφισαν τον Οκτώβριο του 2015 όλα τα κόμματα πλην ΚΚΕ και Χρυσής Αυγής, πάλι με ιδιωτικά κεφάλαια, με την εξαίρεση δύο τραπεζών (Εθνική και Πειραιώς), που έλαβαν συνολικά περίπου 5,4 δισ., γιατί δεν είχαν επιτύχει επαρκή προσφορά ιδιωτικών κεφαλαίων. Από το ποσόν αυτό μόνο το 25% δόθηκε έναντι μετοχών και το υπόλοιπο 75% έναντι μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos). Ηδη το 2017 αποπληρώθηκαν περίπου 2 δισ. από τις ομολογίες αυτές, γιατί, με επιτόκιο 8%, ήταν ασύμφορες για τις τράπεζες. Με τις δύο τελευταίες ανακεφαλαιοποιήσεις εκμηδενίστηκε η αξία των κρατικών μετοχών και τα 42 δισ. επιβάρυναν το δημόσιο χρέος. Οι τράπεζες αφελληνίστηκαν και πέρασαν σε ξένα χέρια έναντι εξευτελιστικού τιμήματος.
Θεωρώ, επίσης, ότι για τον κατήφορο του τραπεζικού συστήματος τεράστιες ευθύνες έχει η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Η εποπτική ανεπάρκεια του κ. Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος, σύμφωνα με το ΣτΕ, αποτελεί διοικητική Αρχή για την εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και τον έλεγχο της πίστης, και από την καρέκλα του υπουργού Οικονομικών των Σαμαρά/Βενιζέλου, χρεώνεται αυτόν τον κατήφορο.
Επίσης, η σημερινή πλειοψηφία, όπως και η ξενόφερτη και αγνώστων τραπεζικών ικανοτήτων ηγεσία του ΤΧΣ, που λειτουργεί μάλιστα υπεράνω του νόμου, έχει βαρύτατες ευθύνες που το τραπεζικό σύστημα έχει απολέσει, πρακτικώς, την αξία του: Πριν από την κρίση οι μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είχαν αξία 60 δισ. ευρώ. Σήμερα έχουν αξία κοντά στα 5 δισ., γεγονός που σημαίνει πως η κεφαλαιοποίησή τους ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι η χαμηλότερη στον κόσμο. Και η αιμορραγία, σε αντίθεση με αντίστοιχα προβλήματα σε άλλες χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία κ.λπ.), δεν αφορά μεμονωμένες τράπεζες, αλλά το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, επειδή οι τέσσερις τράπεζες ελέγχουν το 98% της αγοράς.
Και να τελειώνουν τα χατίρια σε πλούσιους υπερδανεισμένους και τα «στραβά μάτια» σε φαινόμενα λεηλασίας επιχειρήσεων. Αυτά. Τέλος, δεν υπάρχει λύση χωρίς νέα αίματα για καμία κυβέρνηση -ούτε τη σημερινή ούτε την αυριανή-, για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Η στρυφνή κυρία Νουί, που εποπτεύει το τραπεζικό σύστημα, απαιτεί οι τράπεζες να εξαφανίσουν περισσότερα από τα μισά «κόκκινα» δάνεια που έχουν σήμερα στα βιβλία τους. Για να το επιτύχουν αυτό, θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν τις πιο επιθετικές μεθόδους: πλειστηριασμούς-εξπρές και εξώσεις χωρίς «κοινωνικά κριτήρια».