Η ∆ικαιοσύνη ξεθύµανε στην καθαρίστρια που πλαστογράφησε το ενδεικτικό της για να φαίνεται ότι τελείωσε το ∆ηµοτικό, ενώ είχε πάει µέχρι την πέµπτη τάξη. Για να προσληφθεί και να δουλέψει ως καθαρίστρια. Οπως και έκανε για δεκαετίες. Αµειβόµενη για τη δουλειά της ως καθαρίστρια, που µάλλον την έκανε καλά κι ας µην τελείωσε το ∆ηµοτικό. Οι δικαστές που την έστειλαν φυλακή ως καταχράστρια του ελληνικού ∆ηµοσίου δεν έδρασαν µόνοι τους. Ενήργησαν στο πλαίσιο µιας δικαστικής λειτουργίας και πρακτικής, που δρα τιµωρητικά και εκδικητικά έχει ξεχάσει την αρχή της επιεικείας, που είναι βασικό στοιχείο της δικαιοσύνης και του πολιτισµού.

Την έχει ξεχάσει, βέβαια, για την καθαρίστρια, τον εργάτη, τον φοιτητή, τον συνταξιούχο, για τους απλούς ανθρώπους. Σε αυτούς εξαντλεί υποκριτικά την αυστηρότητά της, την ώρα που κλείνει το µάτι στις πάσης φύσεως εξουσίες. Τι άλλο, όµως, µπορεί να περιµένει κανείς όταν η ηγεσία της ∆ικαιοσύνης διορίζεται από την κυβέρνηση και δικαστές κάνουν ουρά έξω από τα πρωθυπουργικά γραφεία; Και όταν, µετά τον διορισµό και τη συνταξιοδότηση, διορίζονται σε παχυλά αµειβόµενες θέσεις του ∆ηµοσίου ή αναλαµβάνουν θέση συµβούλου του πρωθυπουργού ή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας; Τι µπορεί να περιµένει κανείς από µια εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που κατά βάση ασχολείται µε την εξυπηρέτηση της κυβέρνησης, ακόµη και για κακουργήµατα όπως οι ανθρωποκτονίες στο Μάτι; Τώρα ανασύρει υποκριτικά την υπόθεση της καθαρίστριας, υπό την κοινωνική κατακραυγή. ∆ικαιοσύνη που έχει άλλο µέτρο για τον ισχυρό κι άλλο για τον αδύναµο, δεν είναι ∆ικαιοσύνη. Ζούµε στη χώρα όπου πλαστογραφούνται τα πρακτικά της Βουλής και τα πρακτικά δικαστικών αποφάσεων. Και δεν ελέγχεται κανείς.

Ζούµε στη χώρα όπου η κυβέρνηση επιχείρησε να προχρονολογήσει και να πλαστογραφήσει ακόµη και την ηµεροµηνία κατάθεσης του 3ου Μνηµονίου. Ζούµε στη χώρα όπου καταγγέλλεται πλαστογραφία των πρακτικών του Υπουργικού Συµβουλίου. Την ίδια ώρα που ο αν. υπουργός Υγείας κοµπάζει ότι η κυβέρνηση «σπρώχνει τη ∆ικαιοσύνη». Και δεν ελέγχεται κανείς. Ζούµε στη χώρα όπου ο υπουργός Επικρατείας Φλαµπουράρης, για να µην εκπέσει της θέσης του, προσκόµισε εκ των υστέρων ιδιωτικό συµφωνητικό µεταβίβασης των µετοχών του µε δήθεν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής στο αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνοµίας. Για χρήση πλαστού σε διαδικασία δηµοσίων έργων ασκήθηκε δίωξη στον αδελφό του πρωθυπουργού. Και η ∆ικαιοσύνη αποφάνθηκε ότι το αδίκηµα παραγράφηκε δυνάµει νόµου που είχε ψηφιστεί επί πρωθυπουργίας του αδελφού του. Ο ίδιος νόµος δεν εφαρµόσθηκε για την καθαρίστρια. Ενώ γράφονται αυτές οι γραµµές, ο µεγαλοκατηγορούµενος Οσβαλντ, για την υπόθεση Siemens και τις υποθέσεις των εξοπλιστικών, διέφυγε σπάζοντας το ηλεκτρονικό βραχιολάκι.

Η δίκη της Siemens δεν έχει τελειώσει ούτε σε πρώτο βαθµό, 21 χρόνια µετά, και όλοι οι κατηγορούµενοι είναι ελεύθεροι. Η καθαρίστρια όµως είναι στη φυλακή. Και δεν θα είναι η τελευταία. Η λύση στο πρόβληµα της ελεγχόµενης, εξαρτηµένης και εκδικητικής ∆ικαιοσύνης είναι µία: Μεικτά ορκωτά δικαστήρια σε όλες τις υποθέσεις, ποινικές και αστικές. Με πλειοψηφία ενόρκων, δηλαδή πολιτών, που θα αποκαταστήσει το αίσθηµα δικαίου της κοινωνίας και θα επανασυνδέσει τη ∆ικαιοσύνη µε τη ∆ηµοκρατία. Για να µη διαφεύγουν οι πραγµατικοί καταχραστές. Και να µην εξουθενώνονται οι ενδεείς πολίτες. Αυτή είναι µία από τις βασικές προτάσεις της Πλεύσης Ελευθερίας.