ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Σαν σήμερα υπογράφτηκε η συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ
Αποτέλεσε στρατηγική επιλογή και βασική επιδίωξη των ελληνικών κυβερνήσεων υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
Η Ελλάδα υπήρξε το πρώτο συνδεδεμένο κράτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Αποτέλεσε στρατηγική επιλογή και βασική επιδίωξη των ελληνικών κυβερνήσεων υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κατά την περίοδο 1955-1961. Από αρκετούς θεωρείται σήμερα πως η τελική προσχώρηση της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1979-1981 αποτέλεσε την υλοποίηση της από το 1961 απόφασης για τη συνεργασία με την ΕΟΚ, η οποία ανεστάλη από τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Ιστορικό
Η επιλογή για συμμετοχή στην ΕΟΚ και όχι στην ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών), που αποτελούσε το αντίπαλον δέος και βρισκόταν υπό τη βρετανική ηγεσία, ήταν πολύ πιο ελκυστική. Βασικός λόγος ήταν πως η Ελλάδα δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε μια Κοινότητα βαριάς βιομηχανίας (γιατί δεν είχε), αλλά μπορούσε να συμμετάσχει σε μια Κοινή Αγορά. Επιπλέον, η ΕΟΚ έδινε έμφαση στο ζήτημα αγροτικών προϊόντων, που ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα.
Στις μακρές διαπραγματεύσεις, βασικό ρόλο, εκτός του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, διεδραμάτισαν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης), ο Ευάγγελος Αβέρωφ (Υπουργός Εξωτερικών), ο Ξενοφών Ζολώτας (Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος) και ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου (επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας). Σημαντική ήταν και η συνεισφορά καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα έως και το 1958, οπότε και βρέθηκε εκτός Κυβερνήσεως, του Παναγή Παπαληγούρα, ο οποίος είχε ασχοληθεί ακαδημαϊκά με το αντικείμενο της ευρωπαϊκής ενοποίησης επί μακρόν.
Οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν και τόσο εύκολες. Τον Ιανουάριο του 1961, το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών εξέδωσε ανακοίνωση, όπου μεταξύ άλλων υπογραμμιζόταν: «Αι εμποροβιομηχανικαί τάξεις επικροτούν απολύτως την στάσιν της ελληνικής κυβερνήσεως επί των, εξ όσων δύνανται να γνωρίζουν, προκυψασών διαφορών κατά τας διαπραγματεύσεις με την ΕΟΚ και θεωρούν ότι πάσα υποχώρησις επί τοιούτων βασικής σημασίας δια την επιβίωσιν της οικονομίας της χώρας θεμάτων καθίσταται απαράδεκτος».
Στις 30 Μαρτίου 1961 εξαγγέλθηκε, με κοινό ανακοινωθέν, η επίτευξη οριστικής συμφωνίας για τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης, σε συνδυασμό με την ειδική πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου. Το κοινό ανακοινωθέν ανέφερε: «Αι από έτους και πλέον διεξαγόμεναι διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος προς τον σκοπόν συνδέσεως της Ελλάδος μετά της Κοινής Αγοράς ετερματίσθησαν» και προσδιόριζε, μεταξύ άλλων, ότι: «Η σύνδεσις αύτη πραγματοποιείται υπό μορφήν τελωνειακής ενώσεως μεταξύ της Ελλάδος και της ΕΟΚ, προβλεπομένης προς τούτο μεταβατικής περιόδου... Η σύνδεσις διαμορφούται κατά τρόπον ώστε να καταστή δυνατόν μεταγενεστέρως εις την Ελλάδα, και όταν η πρόοδος της οικονομίας της το επιτρέψη, να καταστή πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, αναλαμβάνουσα όλας τας εκ της συνθήκης της Ρώμης υποχρεώσεις».
Η συμφωνία συνοδευόταν από αριθμό συνημμένων πρωτοκόλλων, με αντικείμενο την αντιμετώπιση των ιδιαιτέρων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, προβλεπόταν η χρηματοδοτική βοήθεια με σκοπό την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και την ταχύτερη δυνατή εξυπηρέτηση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Οι όροι της σύνδεσης, τέλος, είχαν διαμορφωθεί ώστε η Ελλάδα, με προϋπόθεση την επίτευξη ικανοποιητικής προόδου, να ενταχθεί μελλοντικά στους κόλπους της Κοινότητας ως πλήρες και ισότιμο μέλος.
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής έσπευσε να δηλώσει το ίδιο βράδυ: «Επιθυμώ να εξάρω την σημασίαν του γεγονότος, διότι τούτο αποδεικνύει αφ' ενός μεν την πολιτικήν βούλησιν των εξ χωρών της ΕΟΚ όπως προχωρήσουν προς την ευρωπαϊκήν ενότητα, αφ' ετέρου δε την επιθυμίαν των, όπως αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της Ελλάδος ως ευρωπαϊκής χώρας υπό ανάπτυξιν με μακράν παράδοσιν δεσμών μετά της Δυτικής Ευρώπης... Ο παραγωγικός κόσμος της χώρας και ολόκληρος ο ελληνικός λαός δέον να εντείνη την προσπάθειάν του, όπως, αξιοποιών τας δυνατότητας, αι οποίαι δια της συνδέσεως της Ελλάδος μετά της ΕΟΚ δημιουργούνται, επιτύχη ευχερέστερον και ταχύτερον την οικονομικήν του ανάπτυξιν».
Η αντιπολίτευση, πλην της αριστερής Ε.Δ.Α. που εξέφρασε ριζική αντίθεση, εξέφρασε διάφορες δευτερεύουσες επιφυλάξεις, αλλά επί της ουσίας επικρότησε την επιλογή της σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ.
«Η κυβέρνησις είναι αξία συγχαρητηρίων δια τον επιδέξιον και αποφασιστικόν τρόπον με τον οποίον διεπραγματεύθη και επέτυχε την σύνδεσιν της Ελλάδος μετά της Κοινής Αγοράς», υπογράμμισε σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων. Συγχαρητήρια απηύθυνε και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, η Γ.Σ.Ε.Ε., οι Επαγγελματοβιοτέχνες και η ΠΑΣΕΓΕΣ.
Μεταβατική περίοδος
Η συμφωνία προέβλεπε μεταβατική περίοδο συνολικής διάρκειας είκοσι δύο ετών, στο διάστημα των οποίων προβλεπόταν η κατάργηση στην Ελλάδα των εισαγωγικών δασμών και όλων των περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών. Αντίστοιχα, τα μέλη της Κοινότητας θα καταργούσαν δασμούς και περιοριστικά μέτρα σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών –ενδεχομένως και νωρίτερα. Η Ελλάδα επιφορτιζόταν με την υποχρέωση να υιοθετήσει σταδιακά το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο της ΕΟΚ σχετικά με εισαγόμενα βιομηχανικά αγαθά από τρίτες χώρες και να αποδεχθεί, υπό έκτακτες περιστάσεις, ρήτρες διασφάλισης για τη μεταβατική περίοδο. Στον τομέα της γεωργίας, η Κοινότητα καταργούσε αυτόματα τους δασμούς στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα. Παράλληλα, καθοριζόταν η διαδικασία για την εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Κοινότητας κατά την επικείμενη εφαρμογή της κατά προϊόν, ώστε να εξασφαλισθεί η ισότητα στη μεταχείριση των προϊόντων των κρατών μελών και των παρεμφερών ελληνικών προϊόντων στις αγορές των συμβαλλομένων μερών. Το ποσό, τέλος, της οικονομικής χορηγίας προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών.
Συμφωνία συνδέσεως
Στις 19 Μαΐου του 1961, μία δυσάρεστη έκπληξη περίμενε την ελληνική κυβέρνηση. Το συμβούλιο υπουργών των «Έξι», που συνήλθε στις Βρυξέλλες, δεν αποδέχθηκε τη συμφωνία που μονογραφήθηκε και ζήτησε νέες διαπραγματεύσεις σε ορισμένα σημεία.
Οι δυσκολίες όμως υπερνικήθηκαν και στις 12 Ιουνίου το συμβούλιο υπουργών της Ε.Ο.Κ. ενέκρινε την τελική μορφή της συμφωνίας.
Έτσι, το μεσημέρι της Κυριακής, 9 Ιουλίου του 1961, στην Αίθουσα Τροπαίων της Βουλής, υπογράφτηκε επίσημα η συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας-Ε.Ο.Κ. Από ελληνικής πλευράς την υπέγραψαν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο υπουργός Συντονισμού Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ. Εκ μέρους του Βελγίου υπέγραψε ο υπουργός Εξωτερικών Πολ-Ανρί Σπάακ, εκ μέρους της Γαλλίας ο υπουργός Εξωτερικών Ζακ Μορίς Κουβ ντε Μιρβίλ, εκ μέρους της Ιταλίας ο υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου Εμίλιο Κολόμπο, εκ μέρους του Λουξεμβούργου ο υπουργός Εξωτερικών Ευγένιος Σάους. Η Ολλανδία εκπροσωπήθηκε από τον υφυπουργό Εξωτερικών Χ. βαν Χούτεν, ενώ η Δυτική Γερμανία από τον πρέσβη της στην Αθήνα Γκέμπχαρτ Ζέελος. Εκ μέρους του συμβουλίου της Ε.Ο.Κ. υπέγραψε τη συμφωνία ο αντικαγκελάριος και υπουργός Εθνικής Οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρντ, πρόεδρος του συμβουλίου, ενώ παρών ήταν και ο πρόεδρος της Κομισιόν, Βάλτερ Χάλσταϊν, όπως και ο Ζαν Ρέι, μέλος της Κομισιόν, ο οποίος είχε διαπραγματευθεί τη συμφωνία εκ μέρους της Ε.Ο.Κ.
Στο κοινό ανακοινωθέν, που εκδόθηκε επί τη υπογραφή της συμφωνίας την ίδια ημέρα, υπογραμμίζεται ότι «η σύνδεσις της Ελλάδος μετά της Κοινότητος, αποτελεί αναγνώρισιν της αρχής ότι η ατλαντική αλληλεγγύη δεν πρέπει να είναι μόνον πολιτική και στρατιωτική, αλλά να στηρίζεται και επί στενής οικονομικής αλληλεγγύης, η οποία και είναι μία εκ των βάσεων επί των οποίων πρέπει να θεμελιωθή η αλληλεγγύη του δυτικού κόσμου». Επιπλέον, τονίζεται και πάλι ότι "η συμφωνία συνδέσεως διεμορφώθη με γνώμονα την προοπτικήν της μελλοντικής πλήρους εντάξεως της Ελλάδος εις την Κοινότητα".
Στο λόγο που εκφώνησε αμέσως μετά την υπογραφή των κειμένων, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος επισήμανε ότι «η συνθήκη συνδέσεως της Ελλάδος με την μεγάλην Ευρωπαϊκήν Κοινότητα είναι πρωτίστως πράξις πολιτική».
«Βλέπομεν την χώραν σας ως το λίκνον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πώς θα ήτο δυνατόν να συλλάβωμεν μίαν ευρωπαϊκήν κοινότητα άνευ της Ελλάδος;», αναρωτήθηκε στην ομιλία του ο αντικαγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρντ.
«Η Κοινότης επιβεβαιοί τον ανοικτόν αυτής χαρακτήρα. Πράγματι δεν είναι εγωιστική επιχείρησις αποσκοπούσα εις το μέγιστον δυνατόν κέρδος μόνο των μελών της, αλλά εξυπηρετεί την αλληλεγγύην και την ειρήνην της Ευρώπης και πέραν των συνόρων της», ανέφερε στη δική του ομιλία, την οποία έκανε μάλιστα στα ελληνικά, ο πρόεδρος της Κομισιόν Βάλτερ Χάλσταϊν.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής παρέθεσε δείπνο προς τιμήν των ξένων προσκεκλημένων στον Φαληρικό Ιππόδρομο. «Εις την συνείδησιν των Ελλήνων η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν», υπογράμμισε στην προσφώνησή του ο Έλληνας «Πιστεύομεν ότι θα έλθη η στιγμή καθ' ην η Ευρώπη θα περιλάβη εις τους κόλπους της όλους ανεξαιρέτως τους ελευθέρους ευρωπαϊκούς λαούς», πρόσθεσε προφητικά.
Οι Η.Π.Α., με δήλωση εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε απάντηση ερώτησης του ανταποκριτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, δεν έκρυψαν την ικανοποίησή τους για την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων για τη σύνδεση της Ελλάδας με την Ε.Ο.Κ.: «Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι είναι λίαν ευτυχείς, διότι τελικώς κατωρθώθη να υπερνικηθούν όλαι αι δυσχέρειαι και να υπογραφή η συμφωνία μεταξύ της Ελλάδος και της Κοινής Αγοράς εν Αθήναις. Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι είναι έτι περισσότερον ικανοποιημέναι διότι εξ αρχής είχον εκδηλωθεί υπέρ της αποδοχής της ελληνικής αιτήσεως και μάλιστα κατ' επανάληψιν είχον διατυπώσει την άποψιν ταύτην επισήμως προς τας ενδιαφερομένας κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς. Χαιρετίζομεν μετά βαθυτάτης ικανοποιήσεως την σύνδεσιν της Ελλάδος με την ΕΟΚ, γεγονός το οποίον πιστεύομεν ότι αποτελεί ευτυχή εξέλιξιν δι' ολόκληρον τον ελεύθερον κόσμον», κατέληξε η δήλωση του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
«Η σύνδεσις της Ελλάδος αποτελεί νέαν συγκεκριμένην απόδειξιν ότι η Ε.Ο.Κ., υπό την παρούσαν μορφήν της και από της πλευράς των δυνατοτήτων της μελλοντικής εξελίξεώς της, αποτελεί όργανον ενισχύσεως της Ατλαντικής Συμμαχίας», υπογράμμισε σε δηλώσεις του και ο Ιταλός υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου Εμίλιο Κολόμπο.
Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων
Σύσσωμος ο ελληνικός Τύπος πανηγύρισε για τη συμφωνία, εγκρίνοντας ανεπιφύλακτα τη σύνδεση με την Ε.Ο.Κ.
«Πραγματικόν ορόσημον εις την πορείαν του ελληνικού έθνους, η σύνδεσις αυτή θα έχει τεραστίας οικονομικάς και πολιτικάς επιπτώσεις εις το εθνικόν μας μέλλον», έγραψε το Βήμα και συμπλήρωσε με άλλο άρθρο του: «Όλα τα εθνικόφρονα κόμματα και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού αναμφιβόλως εδέχθησαν το γεγονός με ικανοποίησιν... Μόνον η άκρα αριστερά εξαπέλυσε θορυβώδη εκστρατείαν εναντίον της συνδέσεώς μας με την Κοινήν «Γέφυρα δια την πολιτικήν ενοποίησιν της Ευρώπης και της δημοκρατίας» αποκάλεσε την Ε.Ο.Κ. η Βραδυνή, ενώ και η Ελευθερία συμφώνησε ότι «η σύνδεσις της Ελλάδος με την Κοινήν Αγοράν είναι ένα γεγονός ιστορικής σημασίας, που θα ασκήσει αποφασιστικήν επίδρασιν επί του μέλλοντος του έθνους».
Αντίθετα, μόνη η Αυγή την χαρακτήρισε «ξεπούλημα» και ισχυρίστηκε ότι «το Έθνος δεν αναγνωρίζει την συμφωνίαν με την ΕΟΚ». Η Καθημερινή αφιέρωσε ένα μονόστηλο για να παρουσιάσει ως εξής την αντίδραση της Ε.Δ.Α.: «Η ΕΔΑ δι' ανακοινώσεώς της χαρακτηρίζει την υπογραφήν της συμφωνίας με την ΕΟΚ ως νέαν αντεθνικήν ενέργειαν της κυβερνήσεως της υποτελείας, ολεθρίαν δια το παρόν και το μέλλον του τόπου, ένα νέον βήμα υποδουλώσεως εις τους ξένους ιμπεριαλιστάς. Δια της συμφωνίας αυτής, συνεχίζει η ανακοίνωσις, η χώρα μας παραδίδεται αλυσοδεμένη εις τα συμφέροντα των μονοπωλίων της Δυτικής Ευρώπης και κυρίως της Δ. Γερμανίας, με ανυπολογίστους καταστρεπτικάς συνεπείας δια την εθνικήν μας οικονομίαν, το βιοτικόν επίπεδον του λαού, τας λαϊκάς ελευθερίας, την ανεξαρτησίαν και αυτήν την εθνικήν μας υπόστασιν. Προ των κινδύνων αυτών, η ΕΔΑ καλεί τον λαόν εις αγώνα δια την ανατροπήν της καταστρεπτικής συμφωνίας και την αποτίναξιν του ζυγού της υποτελείας που επιβάλλουν οι ανάξιοι κυβερνήται του».
Μετά τη συμφωνία σύνδεσης
Στις 12 Ιουλίου του 1961, δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πλήρη επίσημα κείμενα της συμφωνίας σύνδεσης Ελλάδας-Ε.Ο.Κ.: η συμφωνία με 77 άρθρα και επιπλέον 20 πρωτόκολλα και 9 δηλώσεις, χωρισμένες σε 3 παραρτήματα, που αποτέλεσαν μαζί με 4 πίνακες το σύνολο των κειμένων της συμφωνίας, η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή στις 28 Φεβρουαρίου του 1962 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου του 1962. Η συνομολόγησή της έγινε θετικά δεκτή από τις πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους, με την εξαίρεση της ΕΔΑ, ριζικά αντίθετης τόσο στον γενικό προσανατολισμό όσο και στο περιεχόμενο της συμφωνίας. Πέραν της αριστεράς και της ακροδεξιάς, μεμονωμένες ήταν οι αντιδράσεις από άλλες προσωπικότητες - όπως του Ευάγγελου Παπανούτσου (που την αποκάλεσε «νέα αποικιοκρατία»), στον οποίο ανταπάντησαν οι Γεώργιος Θεοτοκάς, Κωνσταντίνος Τσάτσος και Γιάγκος Πεσμαζόγλου. Αντίθετα, ζωηρή υπήρξε η αίσθηση ότι με την προσχώρηση στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες διανοιγόταν μια νέα προοπτική, πηγή ελπίδων και πρόκληση ταυτόχρονα.
Χαρακτηριστικός υπήρξε ο λόγος του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έμελλε 17 χρόνια μετά, το 1979, να υπογράψει και τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδα στην ΕΟΚ: «Εις την συνείδησιν των Ελλήνων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν. Εάν πρώτοι επεδιώξαμεν την μετά της Κοινότητος Σύνδεσιν, ας επράξαμεν τούτο εμπνεόμενοι από την πίστιν ότι η οικονομική ενοποίησης της Ευρώπης θα οδηγήση εις την ουσιαστικήν ευρωπαϊκήν ενότητα και δι’ αυτής εις την ενίσχυσιν της δημοκρατίας και της ειρήνης εις ολόκληρον τον κόσμον.» Πράγματι, μέχρι το 1967, εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις που αφορούσαν ρυθμίσεις δασμολογικού και εμπορικού χαρακτήρα σχετικά με τα βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα και οργανώθηκε η απορρόφηση των διαθεσίμων πόρων του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου.
Ωστόσο, η πορεία της Ελλάδας προς την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, βάσει των αρχών των κυβερνήσεων Καραμανλή, θα ανασταλεί με την επιβολή της δικτατορίας (1967-1974), όπου και επισήμως σταμάτησε η λειτουργία των κυρίων μηχανισμών της Συμφωνίας Σύνδεσης, καθόσον το απολυταρχικό καθεστώς ήταν ασύμβατο με τις αρχές της ΕΟΚ.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, συνέχισε την αυτή πορεία, μέχρι το 1979, οπότε με τη Σύμβαση Προσχώρησης η Ελλάδα τελικώς έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας την 1η Ιανουαρίου 1981, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η ισχύς και της Συμφωνίας σύνδεσης.
Με πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια
Ιστορικό
Η επιλογή για συμμετοχή στην ΕΟΚ και όχι στην ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών), που αποτελούσε το αντίπαλον δέος και βρισκόταν υπό τη βρετανική ηγεσία, ήταν πολύ πιο ελκυστική. Βασικός λόγος ήταν πως η Ελλάδα δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε μια Κοινότητα βαριάς βιομηχανίας (γιατί δεν είχε), αλλά μπορούσε να συμμετάσχει σε μια Κοινή Αγορά. Επιπλέον, η ΕΟΚ έδινε έμφαση στο ζήτημα αγροτικών προϊόντων, που ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα.
Στις μακρές διαπραγματεύσεις, βασικό ρόλο, εκτός του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, διεδραμάτισαν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης), ο Ευάγγελος Αβέρωφ (Υπουργός Εξωτερικών), ο Ξενοφών Ζολώτας (Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος) και ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου (επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας). Σημαντική ήταν και η συνεισφορά καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα έως και το 1958, οπότε και βρέθηκε εκτός Κυβερνήσεως, του Παναγή Παπαληγούρα, ο οποίος είχε ασχοληθεί ακαδημαϊκά με το αντικείμενο της ευρωπαϊκής ενοποίησης επί μακρόν.
Οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν και τόσο εύκολες. Τον Ιανουάριο του 1961, το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών εξέδωσε ανακοίνωση, όπου μεταξύ άλλων υπογραμμιζόταν: «Αι εμποροβιομηχανικαί τάξεις επικροτούν απολύτως την στάσιν της ελληνικής κυβερνήσεως επί των, εξ όσων δύνανται να γνωρίζουν, προκυψασών διαφορών κατά τας διαπραγματεύσεις με την ΕΟΚ και θεωρούν ότι πάσα υποχώρησις επί τοιούτων βασικής σημασίας δια την επιβίωσιν της οικονομίας της χώρας θεμάτων καθίσταται απαράδεκτος».
Στις 30 Μαρτίου 1961 εξαγγέλθηκε, με κοινό ανακοινωθέν, η επίτευξη οριστικής συμφωνίας για τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης, σε συνδυασμό με την ειδική πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου. Το κοινό ανακοινωθέν ανέφερε: «Αι από έτους και πλέον διεξαγόμεναι διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος προς τον σκοπόν συνδέσεως της Ελλάδος μετά της Κοινής Αγοράς ετερματίσθησαν» και προσδιόριζε, μεταξύ άλλων, ότι: «Η σύνδεσις αύτη πραγματοποιείται υπό μορφήν τελωνειακής ενώσεως μεταξύ της Ελλάδος και της ΕΟΚ, προβλεπομένης προς τούτο μεταβατικής περιόδου... Η σύνδεσις διαμορφούται κατά τρόπον ώστε να καταστή δυνατόν μεταγενεστέρως εις την Ελλάδα, και όταν η πρόοδος της οικονομίας της το επιτρέψη, να καταστή πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, αναλαμβάνουσα όλας τας εκ της συνθήκης της Ρώμης υποχρεώσεις».
Η συμφωνία συνοδευόταν από αριθμό συνημμένων πρωτοκόλλων, με αντικείμενο την αντιμετώπιση των ιδιαιτέρων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, προβλεπόταν η χρηματοδοτική βοήθεια με σκοπό την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και την ταχύτερη δυνατή εξυπηρέτηση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Οι όροι της σύνδεσης, τέλος, είχαν διαμορφωθεί ώστε η Ελλάδα, με προϋπόθεση την επίτευξη ικανοποιητικής προόδου, να ενταχθεί μελλοντικά στους κόλπους της Κοινότητας ως πλήρες και ισότιμο μέλος.
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής έσπευσε να δηλώσει το ίδιο βράδυ: «Επιθυμώ να εξάρω την σημασίαν του γεγονότος, διότι τούτο αποδεικνύει αφ' ενός μεν την πολιτικήν βούλησιν των εξ χωρών της ΕΟΚ όπως προχωρήσουν προς την ευρωπαϊκήν ενότητα, αφ' ετέρου δε την επιθυμίαν των, όπως αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της Ελλάδος ως ευρωπαϊκής χώρας υπό ανάπτυξιν με μακράν παράδοσιν δεσμών μετά της Δυτικής Ευρώπης... Ο παραγωγικός κόσμος της χώρας και ολόκληρος ο ελληνικός λαός δέον να εντείνη την προσπάθειάν του, όπως, αξιοποιών τας δυνατότητας, αι οποίαι δια της συνδέσεως της Ελλάδος μετά της ΕΟΚ δημιουργούνται, επιτύχη ευχερέστερον και ταχύτερον την οικονομικήν του ανάπτυξιν».
Η αντιπολίτευση, πλην της αριστερής Ε.Δ.Α. που εξέφρασε ριζική αντίθεση, εξέφρασε διάφορες δευτερεύουσες επιφυλάξεις, αλλά επί της ουσίας επικρότησε την επιλογή της σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ.
«Η κυβέρνησις είναι αξία συγχαρητηρίων δια τον επιδέξιον και αποφασιστικόν τρόπον με τον οποίον διεπραγματεύθη και επέτυχε την σύνδεσιν της Ελλάδος μετά της Κοινής Αγοράς», υπογράμμισε σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων. Συγχαρητήρια απηύθυνε και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, η Γ.Σ.Ε.Ε., οι Επαγγελματοβιοτέχνες και η ΠΑΣΕΓΕΣ.
Μεταβατική περίοδος
Η συμφωνία προέβλεπε μεταβατική περίοδο συνολικής διάρκειας είκοσι δύο ετών, στο διάστημα των οποίων προβλεπόταν η κατάργηση στην Ελλάδα των εισαγωγικών δασμών και όλων των περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών. Αντίστοιχα, τα μέλη της Κοινότητας θα καταργούσαν δασμούς και περιοριστικά μέτρα σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών –ενδεχομένως και νωρίτερα. Η Ελλάδα επιφορτιζόταν με την υποχρέωση να υιοθετήσει σταδιακά το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο της ΕΟΚ σχετικά με εισαγόμενα βιομηχανικά αγαθά από τρίτες χώρες και να αποδεχθεί, υπό έκτακτες περιστάσεις, ρήτρες διασφάλισης για τη μεταβατική περίοδο. Στον τομέα της γεωργίας, η Κοινότητα καταργούσε αυτόματα τους δασμούς στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα. Παράλληλα, καθοριζόταν η διαδικασία για την εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Κοινότητας κατά την επικείμενη εφαρμογή της κατά προϊόν, ώστε να εξασφαλισθεί η ισότητα στη μεταχείριση των προϊόντων των κρατών μελών και των παρεμφερών ελληνικών προϊόντων στις αγορές των συμβαλλομένων μερών. Το ποσό, τέλος, της οικονομικής χορηγίας προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών.
Συμφωνία συνδέσεως
Στις 19 Μαΐου του 1961, μία δυσάρεστη έκπληξη περίμενε την ελληνική κυβέρνηση. Το συμβούλιο υπουργών των «Έξι», που συνήλθε στις Βρυξέλλες, δεν αποδέχθηκε τη συμφωνία που μονογραφήθηκε και ζήτησε νέες διαπραγματεύσεις σε ορισμένα σημεία.
Οι δυσκολίες όμως υπερνικήθηκαν και στις 12 Ιουνίου το συμβούλιο υπουργών της Ε.Ο.Κ. ενέκρινε την τελική μορφή της συμφωνίας.
Έτσι, το μεσημέρι της Κυριακής, 9 Ιουλίου του 1961, στην Αίθουσα Τροπαίων της Βουλής, υπογράφτηκε επίσημα η συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας-Ε.Ο.Κ. Από ελληνικής πλευράς την υπέγραψαν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο υπουργός Συντονισμού Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ. Εκ μέρους του Βελγίου υπέγραψε ο υπουργός Εξωτερικών Πολ-Ανρί Σπάακ, εκ μέρους της Γαλλίας ο υπουργός Εξωτερικών Ζακ Μορίς Κουβ ντε Μιρβίλ, εκ μέρους της Ιταλίας ο υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου Εμίλιο Κολόμπο, εκ μέρους του Λουξεμβούργου ο υπουργός Εξωτερικών Ευγένιος Σάους. Η Ολλανδία εκπροσωπήθηκε από τον υφυπουργό Εξωτερικών Χ. βαν Χούτεν, ενώ η Δυτική Γερμανία από τον πρέσβη της στην Αθήνα Γκέμπχαρτ Ζέελος. Εκ μέρους του συμβουλίου της Ε.Ο.Κ. υπέγραψε τη συμφωνία ο αντικαγκελάριος και υπουργός Εθνικής Οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρντ, πρόεδρος του συμβουλίου, ενώ παρών ήταν και ο πρόεδρος της Κομισιόν, Βάλτερ Χάλσταϊν, όπως και ο Ζαν Ρέι, μέλος της Κομισιόν, ο οποίος είχε διαπραγματευθεί τη συμφωνία εκ μέρους της Ε.Ο.Κ.
Στο κοινό ανακοινωθέν, που εκδόθηκε επί τη υπογραφή της συμφωνίας την ίδια ημέρα, υπογραμμίζεται ότι «η σύνδεσις της Ελλάδος μετά της Κοινότητος, αποτελεί αναγνώρισιν της αρχής ότι η ατλαντική αλληλεγγύη δεν πρέπει να είναι μόνον πολιτική και στρατιωτική, αλλά να στηρίζεται και επί στενής οικονομικής αλληλεγγύης, η οποία και είναι μία εκ των βάσεων επί των οποίων πρέπει να θεμελιωθή η αλληλεγγύη του δυτικού κόσμου». Επιπλέον, τονίζεται και πάλι ότι "η συμφωνία συνδέσεως διεμορφώθη με γνώμονα την προοπτικήν της μελλοντικής πλήρους εντάξεως της Ελλάδος εις την Κοινότητα".
Στο λόγο που εκφώνησε αμέσως μετά την υπογραφή των κειμένων, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος επισήμανε ότι «η συνθήκη συνδέσεως της Ελλάδος με την μεγάλην Ευρωπαϊκήν Κοινότητα είναι πρωτίστως πράξις πολιτική».
«Βλέπομεν την χώραν σας ως το λίκνον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πώς θα ήτο δυνατόν να συλλάβωμεν μίαν ευρωπαϊκήν κοινότητα άνευ της Ελλάδος;», αναρωτήθηκε στην ομιλία του ο αντικαγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρντ.
«Η Κοινότης επιβεβαιοί τον ανοικτόν αυτής χαρακτήρα. Πράγματι δεν είναι εγωιστική επιχείρησις αποσκοπούσα εις το μέγιστον δυνατόν κέρδος μόνο των μελών της, αλλά εξυπηρετεί την αλληλεγγύην και την ειρήνην της Ευρώπης και πέραν των συνόρων της», ανέφερε στη δική του ομιλία, την οποία έκανε μάλιστα στα ελληνικά, ο πρόεδρος της Κομισιόν Βάλτερ Χάλσταϊν.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής παρέθεσε δείπνο προς τιμήν των ξένων προσκεκλημένων στον Φαληρικό Ιππόδρομο. «Εις την συνείδησιν των Ελλήνων η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν», υπογράμμισε στην προσφώνησή του ο Έλληνας «Πιστεύομεν ότι θα έλθη η στιγμή καθ' ην η Ευρώπη θα περιλάβη εις τους κόλπους της όλους ανεξαιρέτως τους ελευθέρους ευρωπαϊκούς λαούς», πρόσθεσε προφητικά.
Οι Η.Π.Α., με δήλωση εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε απάντηση ερώτησης του ανταποκριτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, δεν έκρυψαν την ικανοποίησή τους για την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων για τη σύνδεση της Ελλάδας με την Ε.Ο.Κ.: «Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι είναι λίαν ευτυχείς, διότι τελικώς κατωρθώθη να υπερνικηθούν όλαι αι δυσχέρειαι και να υπογραφή η συμφωνία μεταξύ της Ελλάδος και της Κοινής Αγοράς εν Αθήναις. Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι είναι έτι περισσότερον ικανοποιημέναι διότι εξ αρχής είχον εκδηλωθεί υπέρ της αποδοχής της ελληνικής αιτήσεως και μάλιστα κατ' επανάληψιν είχον διατυπώσει την άποψιν ταύτην επισήμως προς τας ενδιαφερομένας κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς. Χαιρετίζομεν μετά βαθυτάτης ικανοποιήσεως την σύνδεσιν της Ελλάδος με την ΕΟΚ, γεγονός το οποίον πιστεύομεν ότι αποτελεί ευτυχή εξέλιξιν δι' ολόκληρον τον ελεύθερον κόσμον», κατέληξε η δήλωση του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
«Η σύνδεσις της Ελλάδος αποτελεί νέαν συγκεκριμένην απόδειξιν ότι η Ε.Ο.Κ., υπό την παρούσαν μορφήν της και από της πλευράς των δυνατοτήτων της μελλοντικής εξελίξεώς της, αποτελεί όργανον ενισχύσεως της Ατλαντικής Συμμαχίας», υπογράμμισε σε δηλώσεις του και ο Ιταλός υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου Εμίλιο Κολόμπο.
Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων
Σύσσωμος ο ελληνικός Τύπος πανηγύρισε για τη συμφωνία, εγκρίνοντας ανεπιφύλακτα τη σύνδεση με την Ε.Ο.Κ.
«Πραγματικόν ορόσημον εις την πορείαν του ελληνικού έθνους, η σύνδεσις αυτή θα έχει τεραστίας οικονομικάς και πολιτικάς επιπτώσεις εις το εθνικόν μας μέλλον», έγραψε το Βήμα και συμπλήρωσε με άλλο άρθρο του: «Όλα τα εθνικόφρονα κόμματα και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού αναμφιβόλως εδέχθησαν το γεγονός με ικανοποίησιν... Μόνον η άκρα αριστερά εξαπέλυσε θορυβώδη εκστρατείαν εναντίον της συνδέσεώς μας με την Κοινήν «Γέφυρα δια την πολιτικήν ενοποίησιν της Ευρώπης και της δημοκρατίας» αποκάλεσε την Ε.Ο.Κ. η Βραδυνή, ενώ και η Ελευθερία συμφώνησε ότι «η σύνδεσις της Ελλάδος με την Κοινήν Αγοράν είναι ένα γεγονός ιστορικής σημασίας, που θα ασκήσει αποφασιστικήν επίδρασιν επί του μέλλοντος του έθνους».
Αντίθετα, μόνη η Αυγή την χαρακτήρισε «ξεπούλημα» και ισχυρίστηκε ότι «το Έθνος δεν αναγνωρίζει την συμφωνίαν με την ΕΟΚ». Η Καθημερινή αφιέρωσε ένα μονόστηλο για να παρουσιάσει ως εξής την αντίδραση της Ε.Δ.Α.: «Η ΕΔΑ δι' ανακοινώσεώς της χαρακτηρίζει την υπογραφήν της συμφωνίας με την ΕΟΚ ως νέαν αντεθνικήν ενέργειαν της κυβερνήσεως της υποτελείας, ολεθρίαν δια το παρόν και το μέλλον του τόπου, ένα νέον βήμα υποδουλώσεως εις τους ξένους ιμπεριαλιστάς. Δια της συμφωνίας αυτής, συνεχίζει η ανακοίνωσις, η χώρα μας παραδίδεται αλυσοδεμένη εις τα συμφέροντα των μονοπωλίων της Δυτικής Ευρώπης και κυρίως της Δ. Γερμανίας, με ανυπολογίστους καταστρεπτικάς συνεπείας δια την εθνικήν μας οικονομίαν, το βιοτικόν επίπεδον του λαού, τας λαϊκάς ελευθερίας, την ανεξαρτησίαν και αυτήν την εθνικήν μας υπόστασιν. Προ των κινδύνων αυτών, η ΕΔΑ καλεί τον λαόν εις αγώνα δια την ανατροπήν της καταστρεπτικής συμφωνίας και την αποτίναξιν του ζυγού της υποτελείας που επιβάλλουν οι ανάξιοι κυβερνήται του».
Μετά τη συμφωνία σύνδεσης
Στις 12 Ιουλίου του 1961, δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πλήρη επίσημα κείμενα της συμφωνίας σύνδεσης Ελλάδας-Ε.Ο.Κ.: η συμφωνία με 77 άρθρα και επιπλέον 20 πρωτόκολλα και 9 δηλώσεις, χωρισμένες σε 3 παραρτήματα, που αποτέλεσαν μαζί με 4 πίνακες το σύνολο των κειμένων της συμφωνίας, η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή στις 28 Φεβρουαρίου του 1962 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου του 1962. Η συνομολόγησή της έγινε θετικά δεκτή από τις πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους, με την εξαίρεση της ΕΔΑ, ριζικά αντίθετης τόσο στον γενικό προσανατολισμό όσο και στο περιεχόμενο της συμφωνίας. Πέραν της αριστεράς και της ακροδεξιάς, μεμονωμένες ήταν οι αντιδράσεις από άλλες προσωπικότητες - όπως του Ευάγγελου Παπανούτσου (που την αποκάλεσε «νέα αποικιοκρατία»), στον οποίο ανταπάντησαν οι Γεώργιος Θεοτοκάς, Κωνσταντίνος Τσάτσος και Γιάγκος Πεσμαζόγλου. Αντίθετα, ζωηρή υπήρξε η αίσθηση ότι με την προσχώρηση στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες διανοιγόταν μια νέα προοπτική, πηγή ελπίδων και πρόκληση ταυτόχρονα.
Χαρακτηριστικός υπήρξε ο λόγος του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έμελλε 17 χρόνια μετά, το 1979, να υπογράψει και τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδα στην ΕΟΚ: «Εις την συνείδησιν των Ελλήνων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν. Εάν πρώτοι επεδιώξαμεν την μετά της Κοινότητος Σύνδεσιν, ας επράξαμεν τούτο εμπνεόμενοι από την πίστιν ότι η οικονομική ενοποίησης της Ευρώπης θα οδηγήση εις την ουσιαστικήν ευρωπαϊκήν ενότητα και δι’ αυτής εις την ενίσχυσιν της δημοκρατίας και της ειρήνης εις ολόκληρον τον κόσμον.» Πράγματι, μέχρι το 1967, εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις που αφορούσαν ρυθμίσεις δασμολογικού και εμπορικού χαρακτήρα σχετικά με τα βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα και οργανώθηκε η απορρόφηση των διαθεσίμων πόρων του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου.
Ωστόσο, η πορεία της Ελλάδας προς την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, βάσει των αρχών των κυβερνήσεων Καραμανλή, θα ανασταλεί με την επιβολή της δικτατορίας (1967-1974), όπου και επισήμως σταμάτησε η λειτουργία των κυρίων μηχανισμών της Συμφωνίας Σύνδεσης, καθόσον το απολυταρχικό καθεστώς ήταν ασύμβατο με τις αρχές της ΕΟΚ.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, συνέχισε την αυτή πορεία, μέχρι το 1979, οπότε με τη Σύμβαση Προσχώρησης η Ελλάδα τελικώς έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας την 1η Ιανουαρίου 1981, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η ισχύς και της Συμφωνίας σύνδεσης.
Με πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια