ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Τζον Κατσιματίδης: Ο Έλληνας «βασιλιάς» της Νέας Υορκής
Ο Τζον Κατσιµατίδης δεν έχει πει ακόµα την τελευταία του λέξη. Ακόµα και µέσα στον παραδοσιακά «ήσυχο» µήνα του Αυγούστου, ο Ελληνοαµερικανός δισεκατοµµυριούχος έδωσε συνεντεύξεις τόσο στο περιοδικό «Forbes» όσο και στο διεθνούς κύρους δίκτυο Bloomberg. Και όταν η συζήτηση ήρθε στο επίµαχο ζήτηµα των πολιτικών του βλέψεων, ο 70χρονος επιχειρηµατίας δεν µάσησε τα λόγια του. «Με πιέζουν να κατέβω ξανά για δήµαρχος. Ας αφήσουµε πρώτα να περάσουν οι προεδρικές εκλογές και µετά θα αποφασίσω», είπε στο Bloomberg. Αλλωστε, ο ίδιος ο Στιβ Φορµπς θεωρεί αυτόν τον µεγιστάνα από τη Νίσυρο ικανό για όλα. «Θα µπορούσε ο Τζον Κατσιµατίδης να πετύχει ένα πολιτικό θαύµα κατεβαίνοντας µε τους Ρεπουµπλικάνους για δήµαρχος της Νέας Υόρκης ή ακόµα και για κυβερνήτης της αυτοκρατορικής πολιτείας (σ.σ. εννοεί της πολιτείας της Νέας Υόρκης); Εκείνος σκέφτεται να το δοκιµάσει. Είναι παρατραβηγµένη ιδέα; Οχι, εάν ακούσετε τη συζήτηση που είχα µαζί του για την καριέρα του», γράφει ο εκδότης του «Forbes» στο σηµείωµα µε το οποίο συνοδεύει το ακουστικό της συνέντευξης που του πήρε.
Πραγµατικά, ο επιχειρηµατίας, που σήµερα αποκαλείται από τους «New York Times» «βασιλιάς των σούπερ µάρκετ», ξεκίνησε το σχολείο χωρίς να γνωρίζει ούτε µία λέξη στα αγγλικά. Γεννηµένος στη Νίσυρο έναν χρόνο αφότου το νησί απελευθερώθηκε από τους Ιταλούς, ο Κατσιµατίδης ήταν µόλις έξι µηνών όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη, στην αγκαλιά της µητέρας του, ∆έσποινας. Οµως, µέχρι και σήµερα συγκινείται στη σκέψη της «πατρίδας», στην οποία δεν έζησε ποτέ. Στο κινητό του τηλέφωνο κρατά πάντα τη φωτογραφία του φάρου όπου δούλευε για 16 χρόνια, ολομόναχος, ο φαροφύλακας πατέρας του. «Την τράβηξα από το γιοτ που νοικιάζουμε. Είναι συγκινητική», είχε πει σε κάποια παλαιότερη συνέντευξή του.
Με την έλευσή του στη Νέα Υόρκη, ο πατέρας του εγκατέστησε την οικογένεια σε ένα τυφλό διαμέρισμα στο Χάρλεμ και έπιασε δουλειά ως βοηθός σερβιτόρου. «Ημασταν φυλακισμένοι εκεί για 20 χρόνια. Στο γκέτο είσαι φυλακισμένος μέχρι να δραπετεύσεις. Εγώ δραπέτευσα», θα έλεγε χρόνια αργότερα, μιλώντας ως μεγιστάνας των ακινήτων πια, στο περιοδικό «The Real Deal», που ασχολείται με το νεοϋορκέζικο real estate. Την εποχή εκείνη, στο σπίτι του μιλούσαν μόνο ελληνικά και ο ίδιος έμαθε τις πρώτες του λέξεις στα αγγλικά παρακολουθώντας παιδικές σειρές σε μια τηλεόραση πέντε ιντσών.
Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να τελειώσει το Τεχνικό Λύκειο και αποφάσισε να σπουδάσει ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, για να βρίσκεται κοντά στους γονείς του. Τα απογεύματα δούλευε σε ένα σούπερ μάρκετ, κερδίζοντας μόλις 1,10 δολάρια την ώρα, σε μια εποχή που τα μαθήματα οδήγησης κόστιζαν 27 δολάρια την ώρα. «Ηθελα να μάθω να οδηγώ, αλλά έπρεπε να δουλεύω 25 ώρες για να κάνω ένα μάθημα», είπε στον Στιβ Φορμπς. Για αυτό και όταν, στο τέταρτο έτος των σπουδών του, αποφάσισε να παρατήσει το πανεπιστήμιο για να δουλέψει full time στο σούπερ μάρκετ, οι γονείς του εξοργίστηκαν. Ο πατέρας του φώναζε και η μητέρα του έκλαιγε, λέγοντας «σε στείλαμε στο πανεπιστήμιο για να γίνεις χαμάλης», θυμόταν στη συνέντευξή του στο «Forbes», προσπαθώντας να εξηγήσει στους ακροατές τη σημασία της λέξης «χαμάλης», την οποία, μάλιστα, πρόφερε στα ελληνικά.
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΗ
Ομως, πολύ σύντομα το σούπερ μάρκετ έμελλε να γίνει δικό του και πριν από τα 25α γενέθλιά του είχε ήδη δέκα μαγαζιά, που λειτουργούσαν υπό την επωνυμία «Red Apple». «Ηθελα ένα καθαρά αμερικανικό όνομα, που να θυμίζει μηλόπιτα και παγωτό βανίλια», θυμάται. Τα μαγαζιά του κατάφεραν να ξεχωρίσουν γιατί έμεναν ανοικτά ως αργά το βράδυ, επτά ημέρες την εβδομάδα, και προσέφεραν δωρεάν διανομή κατ’ οίκον, αλλά και εξαργύρωση επιταγών στα ταμεία τους. Σε μια πρωτοποριακή για την εποχή κίνηση, ο Κατσιματίδης συνήθιζε να «περνά» στους καταναλωτές τις εκπτώσεις που του έδιναν οι προμηθευτές του. Όμως, το μυστικό της επιτυχίας του δεν ήταν άλλο από τη σκληρή δουλειά. Οταν κάποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε κάποτε πώς μπόρεσε να επιτύχει επιχειρηματικά στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’70 (όταν οι πετρελαϊκές κρίσεις εκτόξευσαν τον πληθωρισμό και έριξαν την οικονομία σε βαθιά ύφεση), η απάντησή του ήταν αποστομωτική. «Δεν ήμουν αρκετά έξυπνος για να ξέρω ότι οι καιροί ήταν δύσκολοι. Κανείς δεν μου το είπε. Επομένως, εγώ πήγαινα κάθε πρωί στη δουλειά και δούλευα σκληρά. Δούλευα εκατό ώρες την εβδομάδα και δεν έβλεπα ποτέ τηλεόραση».
ΣΤΕΝΗ ΦΙΛΙΑ
Σήμερα, οι περισσότεροι Νεοϋορκέζοι κάνουν τα ψώνια τους σε κάποιο σούπερ μάρκετ που ανήκει στον Κατσιματίδη, αφού η επιχειρηματική του αυτοκρατορία περιλαμβάνει τις αλυσίδες «Gristedes» και «D’Agostino». Με τεράστια συμφέροντα στο real estate, αλλά και δραστηριότητες στην αγορά του πετρελαίου, έχει χτίσει μια περιουσία 3,1 δισ. δολαρίων. Και κατά καιρούς στρέφει το βλέμμα του προς την Ελλάδα, όπως, για παράδειγμα, όταν ενδιαφέρθηκε να εξαγοράσει το Χίλτον της Αθήνας.
Ως ένας από τους πλουσιότερους Αμερικανούς επιχειρηματίες, ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική δράση και στήριξε με δωρεές τα μεγαλύτερα ονόματα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής. Η φιλία που τον ενώνει με το ζεύγος Κλίντον είναι τόσο στενή ώστε η Χίλαρι παρευρέθηκε στον γάμο της κόρης του με τον εγγονό του Ρίτσαρντ Νίξον και ο Μπιλ «δανείζεται» συχνά κάποιο από τα δύο ιδιωτικά αεροπλάνα του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία για τις μετακινήσεις του.
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΒΛΕΨΕΙΣ
Για αυτό και ακόμα και η ίδια του η κόρη ξαφνιάστηκε όταν, το 2013, διεκδίκησε το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης. Παρότι η προσπάθειά του να γίνει δήμαρχος «του Χάρλεμ αλλά και της Wall Street» δεν στέφθηκε με επιτυχία, ο Κατσιματίδης δεν έβγαλε ποτέ από το μυαλό του την πολιτική. «Κατηγορώ τον πατέρα μου για το γεγονός ότι δεν μπορώ να κατέβω για πρόεδρος. Αργησε έξι μήνες», αστειεύτηκε στη συζήτησή του με τον Φορμπς, καθώς είναι γνωστό πως μόνο οι γεννημένοι στις ΗΠΑ Αμερικανοί πολίτες μπορούν να διεκδικήσουν το αξίωμα του προέδρου.
Παρότι ο δρόμος για τον Λευκό Οίκο είναι κλειστός για εκείνον, ο Κατσιματίδης φαίνεται ότι τρέφει ακόμα πολιτικές βλέψεις. Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, μιλά με θερμά λόγια υπέρ του Τραμπ, στηρίζοντας ακόμα και τις πολιτικές του Αμερικανού προέδρου στο ευαίσθητο θέμα του μεταναστευτικού. «Είμαι μετανάστης. Θέλω τη μετανάστευση. Αλλά ας πάρουμε τους ανθρώπους που θα βοηθήσουν τη χώρα μας να γίνει καλύτερη, έναντι εκείνων που θέλουν να μας κάνουν κακό. Δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα όλου του κόσμου. Δεν θέλουμε τους ναρκομανείς, δεν θέλουμε τους ανθρώπους που νοικιάζουν παιδιά για να περάσουν τα σύνορα», είπε στο Bloomberg.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», το Σάββατο, 24 Αυγούστου 2019.
Πραγµατικά, ο επιχειρηµατίας, που σήµερα αποκαλείται από τους «New York Times» «βασιλιάς των σούπερ µάρκετ», ξεκίνησε το σχολείο χωρίς να γνωρίζει ούτε µία λέξη στα αγγλικά. Γεννηµένος στη Νίσυρο έναν χρόνο αφότου το νησί απελευθερώθηκε από τους Ιταλούς, ο Κατσιµατίδης ήταν µόλις έξι µηνών όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη, στην αγκαλιά της µητέρας του, ∆έσποινας. Οµως, µέχρι και σήµερα συγκινείται στη σκέψη της «πατρίδας», στην οποία δεν έζησε ποτέ. Στο κινητό του τηλέφωνο κρατά πάντα τη φωτογραφία του φάρου όπου δούλευε για 16 χρόνια, ολομόναχος, ο φαροφύλακας πατέρας του. «Την τράβηξα από το γιοτ που νοικιάζουμε. Είναι συγκινητική», είχε πει σε κάποια παλαιότερη συνέντευξή του.
Με την έλευσή του στη Νέα Υόρκη, ο πατέρας του εγκατέστησε την οικογένεια σε ένα τυφλό διαμέρισμα στο Χάρλεμ και έπιασε δουλειά ως βοηθός σερβιτόρου. «Ημασταν φυλακισμένοι εκεί για 20 χρόνια. Στο γκέτο είσαι φυλακισμένος μέχρι να δραπετεύσεις. Εγώ δραπέτευσα», θα έλεγε χρόνια αργότερα, μιλώντας ως μεγιστάνας των ακινήτων πια, στο περιοδικό «The Real Deal», που ασχολείται με το νεοϋορκέζικο real estate. Την εποχή εκείνη, στο σπίτι του μιλούσαν μόνο ελληνικά και ο ίδιος έμαθε τις πρώτες του λέξεις στα αγγλικά παρακολουθώντας παιδικές σειρές σε μια τηλεόραση πέντε ιντσών.
Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να τελειώσει το Τεχνικό Λύκειο και αποφάσισε να σπουδάσει ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, για να βρίσκεται κοντά στους γονείς του. Τα απογεύματα δούλευε σε ένα σούπερ μάρκετ, κερδίζοντας μόλις 1,10 δολάρια την ώρα, σε μια εποχή που τα μαθήματα οδήγησης κόστιζαν 27 δολάρια την ώρα. «Ηθελα να μάθω να οδηγώ, αλλά έπρεπε να δουλεύω 25 ώρες για να κάνω ένα μάθημα», είπε στον Στιβ Φορμπς. Για αυτό και όταν, στο τέταρτο έτος των σπουδών του, αποφάσισε να παρατήσει το πανεπιστήμιο για να δουλέψει full time στο σούπερ μάρκετ, οι γονείς του εξοργίστηκαν. Ο πατέρας του φώναζε και η μητέρα του έκλαιγε, λέγοντας «σε στείλαμε στο πανεπιστήμιο για να γίνεις χαμάλης», θυμόταν στη συνέντευξή του στο «Forbes», προσπαθώντας να εξηγήσει στους ακροατές τη σημασία της λέξης «χαμάλης», την οποία, μάλιστα, πρόφερε στα ελληνικά.
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΗ
Ομως, πολύ σύντομα το σούπερ μάρκετ έμελλε να γίνει δικό του και πριν από τα 25α γενέθλιά του είχε ήδη δέκα μαγαζιά, που λειτουργούσαν υπό την επωνυμία «Red Apple». «Ηθελα ένα καθαρά αμερικανικό όνομα, που να θυμίζει μηλόπιτα και παγωτό βανίλια», θυμάται. Τα μαγαζιά του κατάφεραν να ξεχωρίσουν γιατί έμεναν ανοικτά ως αργά το βράδυ, επτά ημέρες την εβδομάδα, και προσέφεραν δωρεάν διανομή κατ’ οίκον, αλλά και εξαργύρωση επιταγών στα ταμεία τους. Σε μια πρωτοποριακή για την εποχή κίνηση, ο Κατσιματίδης συνήθιζε να «περνά» στους καταναλωτές τις εκπτώσεις που του έδιναν οι προμηθευτές του. Όμως, το μυστικό της επιτυχίας του δεν ήταν άλλο από τη σκληρή δουλειά. Οταν κάποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε κάποτε πώς μπόρεσε να επιτύχει επιχειρηματικά στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’70 (όταν οι πετρελαϊκές κρίσεις εκτόξευσαν τον πληθωρισμό και έριξαν την οικονομία σε βαθιά ύφεση), η απάντησή του ήταν αποστομωτική. «Δεν ήμουν αρκετά έξυπνος για να ξέρω ότι οι καιροί ήταν δύσκολοι. Κανείς δεν μου το είπε. Επομένως, εγώ πήγαινα κάθε πρωί στη δουλειά και δούλευα σκληρά. Δούλευα εκατό ώρες την εβδομάδα και δεν έβλεπα ποτέ τηλεόραση».
ΣΤΕΝΗ ΦΙΛΙΑ
Σήμερα, οι περισσότεροι Νεοϋορκέζοι κάνουν τα ψώνια τους σε κάποιο σούπερ μάρκετ που ανήκει στον Κατσιματίδη, αφού η επιχειρηματική του αυτοκρατορία περιλαμβάνει τις αλυσίδες «Gristedes» και «D’Agostino». Με τεράστια συμφέροντα στο real estate, αλλά και δραστηριότητες στην αγορά του πετρελαίου, έχει χτίσει μια περιουσία 3,1 δισ. δολαρίων. Και κατά καιρούς στρέφει το βλέμμα του προς την Ελλάδα, όπως, για παράδειγμα, όταν ενδιαφέρθηκε να εξαγοράσει το Χίλτον της Αθήνας.
Ως ένας από τους πλουσιότερους Αμερικανούς επιχειρηματίες, ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική δράση και στήριξε με δωρεές τα μεγαλύτερα ονόματα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής. Η φιλία που τον ενώνει με το ζεύγος Κλίντον είναι τόσο στενή ώστε η Χίλαρι παρευρέθηκε στον γάμο της κόρης του με τον εγγονό του Ρίτσαρντ Νίξον και ο Μπιλ «δανείζεται» συχνά κάποιο από τα δύο ιδιωτικά αεροπλάνα του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία για τις μετακινήσεις του.
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΒΛΕΨΕΙΣ
Για αυτό και ακόμα και η ίδια του η κόρη ξαφνιάστηκε όταν, το 2013, διεκδίκησε το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης. Παρότι η προσπάθειά του να γίνει δήμαρχος «του Χάρλεμ αλλά και της Wall Street» δεν στέφθηκε με επιτυχία, ο Κατσιματίδης δεν έβγαλε ποτέ από το μυαλό του την πολιτική. «Κατηγορώ τον πατέρα μου για το γεγονός ότι δεν μπορώ να κατέβω για πρόεδρος. Αργησε έξι μήνες», αστειεύτηκε στη συζήτησή του με τον Φορμπς, καθώς είναι γνωστό πως μόνο οι γεννημένοι στις ΗΠΑ Αμερικανοί πολίτες μπορούν να διεκδικήσουν το αξίωμα του προέδρου.
Παρότι ο δρόμος για τον Λευκό Οίκο είναι κλειστός για εκείνον, ο Κατσιματίδης φαίνεται ότι τρέφει ακόμα πολιτικές βλέψεις. Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, μιλά με θερμά λόγια υπέρ του Τραμπ, στηρίζοντας ακόμα και τις πολιτικές του Αμερικανού προέδρου στο ευαίσθητο θέμα του μεταναστευτικού. «Είμαι μετανάστης. Θέλω τη μετανάστευση. Αλλά ας πάρουμε τους ανθρώπους που θα βοηθήσουν τη χώρα μας να γίνει καλύτερη, έναντι εκείνων που θέλουν να μας κάνουν κακό. Δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα όλου του κόσμου. Δεν θέλουμε τους ναρκομανείς, δεν θέλουμε τους ανθρώπους που νοικιάζουν παιδιά για να περάσουν τα σύνορα», είπε στο Bloomberg.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», το Σάββατο, 24 Αυγούστου 2019.