Σεπτεμβριανά: 64 χρόνια από τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» της Πόλης (βίντεο-εικόνες)
Μια έκρηξη στη Θεσσαλονίκη πριν από 64 χρόνια γίνεται η αφορµή για έναν πρωτοφανή διωγµό των Ελλήνων της Πόλης, που προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στα σπίτια, τα μνημεία και την οικονοµική τους δραστηριότητα. Η νύχτα της 6ης προς 7 Σεπτεμβρίου του 1955 ήταν η δικιά μας «Νύχτα των Κρυστάλλων».
«Οταν βγήκαµε από το πλοίο που µας έφερε από τη Χάλκη, εκεί στη Γέφυρα του Γαλατά, δεν φαινόταν τίποτα. Προχωρώντας όµως, αρχίσαµε να βλέπουµε τα πρώτα σηµάδια από τα επεισόδια και, όταν φτάσαµε πια στο Πέρα, είδαµε µια εικόνα βιβλικής καταστροφής. Δεν είχες πού να πατήσεις από τα σπασµένα ή καµένα µαγαζιά, τα γκρεµισµένα σπίτια, τα χυµένα εµπορεύµατα. Το ίδιο και στα Ταταύλα ή στο Φανάρι, παντού όπου υπήρχαν εγκατεστηµένοι Ρωµιοί, στα σχολεία τους, στις κλινικές, στα εργοστάσια, στις εκκλησίες, είχαν γίνει βανδαλισµοί. Συνήθως οι διαδόσεις φουσκώνουν τα γεγονότα. Σε αυτήν την περίπτωση, το φαινόµενο ήταν πολλαπλάσια µεγαλύτερο απ' ό,τι είχαµε ακούσει. Και µόλις πέρασε το πρώτο σοκ, έγινε σαφές σε όλους µας πως οι καταστροφές ήταν προσχεδιασµένες».
Αυτά έλεγε πριν από μερικά χρόνια στα Νέα ο Πέτρος Μάρκαρης, ο κατοπινός συγγραφέας δηµοφιλών θεατρικών έργων και αστυνοµικών µυθιστορηµάτων. Ήταν 18 χρονών όταν στις 6, 7, 8 Σεπτεµβρίου του 1955 έγιναν στην Κωνσταντινούπολη οι ανθελληνικές ταραχές που κατέληξαν σε πογκρόµ και ονοµάστηκαν Σεπτεµβριανά.
Ο ίδιος δίνει τη συνέχεια της αφήγησής του στην Ηχώ της Πόλης: «Εγώ την επόμενη μέρα την καλύπτω στην Πόλη. Ετσι έγινε, έτσι όπως την περιγράφω . Αυτό είδα. Η ημέρα όμως αυτή, το τί συνέβη την ίδια μέρα των Σεπτεμβριανών, αυτό είναι μία συλλογή άπειρων αφηγήσεων, οι οποίες δεν έγιναν καν προγραμματισμένα. Απλώς ο καθένας εκείνη την εποχή, και δεν ήμαστε πολύ περισσότεροι τότε, έλεγε τον πόνο του, το τί πέρασε. Ας πούμε εγώ, όταν πήγα στο σπίτι στην Πόλη, μία οικογένεια, η οποία ήταν καθολική αλλά ελληνόφωνη, η θεία της μητέρας μου μου είπε: «ξέρεις αυτός ο καπουτζής ο δικός μας, ο θυρωρός, δεν άφησε κανέναν να μπει. Δεν άφησε κανέναν να μπει στο σπίτι και σωθήκαμε. Αλλά όταν τελείωσε ο κίνδυνος πήγε και έσπασε άλλων . Προστάτεψε τα δικά μας αλλά έβγαλε την οργή στου αλλού».
Μέσα στις πρώτες 9 ώρες της νύχτας της 6ης προς την 7η Σεπτεµβρίου, η ακµάζουσα ελληνική κοινότητα είχε καταποντιστεί. Καταστράφηκαν 1.004 σπίτια, 4.348 καταστήµατα, 27 φαρµακεία, 26 σχολεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 73 εκκλησίες, 30 έλληνες υπήκοοι σκοτώθηκαν και εκατοντάδες κακοποιήθηκαν. Και όταν αργότερα ήρθε ο καιρός των αποζηµιώσεων, η τουρκική κυβέρνηση δεν κατέβαλε παρά ένα ελάχιστο ποσοστό (1% λένε οι ενδιαφερόµενοι) σε σχέση µε τις ζηµιές. Οσο για τους πρωταίτιους, η νέα κυβέρνηση δίκασε το Δηµοκρατικό Κόµµα για όλα τα άλλα (διαφθορά, αυθαιρεσίες κ.λπ.), όµως για τα Σεπτεµβριανά τα κουκούλωσε, όπως επισηµαίνει ο Μάρκαρης. Ο Μεντερές και ο υπουργός Εξωτερικών Ζορλού απαγχονίστηκαν αλλά ο Μπαγιάρ δεν δικάστηκε για τη συµµετοχή του στη διοργάνωση του πογκρόµ, ενώ ο φοιτητής Οκτάι Εγκίν που µετέφερε τη βόµβα στη Θεσσαλονίκη αθωώθηκε και διορίστηκε αργότερα νοµάρχης στην Καππαδοκία.
Δείτε το βίντεο που ετοίμασε η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης για τα Σεπτεμβριανά:
Η ομολογία: «Ήταν μια επιχείρηση ανορθόδοξου πολέμου»
Χρόνια αργότερα, το 1991, ο απόστρατος τούρκος στρατηγός Σαμπρί Γιρμιμπέσογλου παραδέχτηκε δημόσια ότι τα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου υπήρξαν μια επιχείρηση ανορθόδοξου πολέμου που είχε απόλυτη επιτυχία. Την εποχή εκείνη, το 1955, όπως είπε ο ίδιος, δεν υπήρχε η Διεύθυνση Ειδικού Πολέμου (ιδρύθηκε το 1971 και ανέλαβε επικεφαλής), υπήρχε όμως το Συμβούλιο Αξιολόγησης Στρατιωτικής Κινητοποίησης.
Επιβράβευσαν τον δράστη και τον έκαναν αστυνομικό διευθυντή και νομάρχη
Μετά τις ανθελληνικές ταραχές, η τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη της οργανώσεως των επεισοδίων σε «κομμουνιστές πράκτορες» και η αστυνομία συνέλαβε 3.151 άτομα. Τελικώς, παρέμειναν υπό κράτηση τεσσάρων έως έξι μηνών δεκαεπτά άτομα: εννέα μέλη της «Kibris Turktur», έξι φοιτητές και δύο συντάκτες της «Istanbul Ekspres». Στη δίκη που ακολούθησε δικάστηκαν και έξι μέλη του παραρτήματος Σμύρνης της «Kibris Turktur». Στις 24 Ιανουαρίου 1957 το ποινικό δικαστήριο Κωνσταντινουπόλεως αθώωσε και τους είκοσι τρεις κατηγορουμένους.
Από τα μέλη της κυβέρνσης Μεντερές, συμμετοχή στη διοργάνωση του ανθελληνικού πογκρόμ φαίνεται να είχαν, εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, οι Μαχμούτ Τζελάλ Μπαγιάρ, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού, πρώην υπουργός Εξωτερικών, Φατίν Ρουστού Ζορλού, υπουργός Εξωτερικών, Ναμίκ Γκεντίκ, υπουργός Εσωτερικών, Ετχέμ Μεντερές, υπουργός Άμυνας και Φαχρετίν Κερίμ Γκιοκάι, κυβερνήτης)της Κωνσταντινουπόλεως.
Στις 27 Μαΐου 1960 ομάδα αξιωματικών, υπό τον στρατηγό Τζεμάλ Γκιουρσέλ, κατέλαβε την εξουσία και οδήγησε σε δίκη 592 μέλη και συνεργάτες του Δημοκρατικού Κόμματος. Πολλοί απ’ αυτούς δικάστηκαν σε περισσότερες από μία δίκες. Από τις σημαντικότερες ήταν αυτή για το πογκρόμ της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955. Ο Γκεντίκ αυτοκτόνησε λίγο μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος. Οι Μπαγιάρ και Ετχέμ Μεντερές δεν δικάστηκαν καθόλου για τη συμμετοχή τους στη διοργάνωση του πογκρόμ, ενώ ο Κιοπρουλού αθωώθηκε. Ο Γκιοκάι απλώς στερήθηκε των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ένοχοι κρίθηκαν μόνον οι Μεντερές και Ζορλού, γι’ αυτό και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 6 ετών. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι για άλλη, πολύ πιο ασήμαντη υπόθεση, αυτήν της καταχρήσεως κεφαλαίων, ο Μεντερές καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ετών και 2 μηνών. Παρ' όλο που οι Μεντερές και Ζορλού καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών και απαγχονίστηκαν στην νήσο Ιμραλί, τον Σεπτέμβριο του 1961, εκείνο που βάρυνε στη θανατική καταδίκη τους ήταν οι κατηγορίες για παραβίαση του τουρκικού Συντάγματος.
Ο Τούρκος πρόξενος της Θεσσαλονίκης, ο θυρωρός του προξενείου, που τοποθέτησε τη βόμβα, και ο φοιτητής Οκτάι Εγκίν, που μετέφερε τη βόμβα στη Θεσσαλονίκη, αθωώθηκαν. Ο Εγκίν αργότερα διορίστηκε Γενικός Διευθυντής Κρατικής Ασφαλείας και αργότερα Νομάρχης στη Νεάπολη (Nevsehir) της Καππαδοκίας.
Το πογκρόμ με αριθμούς
Τα γεγονότα της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου του 1955 προκάλεσαν:
Το θάνατο 16 Ελλήνων και τον τραυματισμό 32.
Το θάνατο ενός Αρμενίου.
Το βιασμό 12 Ελληνίδων.
Το βιασμό αδιευκρίνιστου αριθμού ανδρών (εξαναγκάστηκαν να υποστούν περιτομή).
Την καταστροφή:
4.348 εμπορικών καταστημάτων,
110 ξενοδοχείων,
27 φαρμακείων,
23 σχολείων,
21 εργοστασίων,
73 εκκλησιών,
1.000 περίπου κατοικιών, όλα ελληνικής ιδιοκτησίας.
Το οικονομικό κόστος των ζημιών ανήλθε σε 150 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς, ενώ η ελληνική κυβέρνηση τις υπολόγισε σε 500.000.000 δολάρια.
Η οικονομική αιμορραγία και ο φόβος ανάγκασαν χιλιάδες Ελληνες ομογενείς να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα.
Μετά το πογκρόμ πολλοί Ελληνες εκδιώχθηκαν από τις δουλειές τους: 2.000 τσαγκάρηδες, 2.000 επιπλοποιοί, 2.700 εργαζόμενοι σε εστιατόρια, 500 εργάτες σε σοκολατοποιίες, 400 τυπογράφοι, 400 εργάτες σε εργοστάσια ελαστικών, 350 εργαζόμενοι σε υφαντουργεία, 150 εργαζόμενοι σε χυτήρια.
Η φυγή των Ελλήνων
Η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων λόγω του Κυπριακού, τα χρόνια μετά τα Σεπτεμβριανά, είχε άμεσο αντίκτυπο τόσο στην ελληνική μειονότητα όσο και στο Πατριαρχείο, η ύπαρξη του οποίου βρισκόταν συνεχώς υπό αμφισβήτηση. Το 1957-1958, σε μια περίοδο που Έλληνες της Πόλης συλλαμβάνονταν για κατασκοπεία και ενίσχυση της ΕΟΚΑ και άρχιζε ένα νέο κύμα φυγής, η αμερικανική πρεσβεία στην Άγκυρα διαπίστωνε: «Η λαϊκή απαίτηση για πράξεις αντιποίνων εναντίον του Πατριαρχείου εκδηλώθηκε σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους τις τελευταίες ημέρες, ιδιαίτερα στον κωνσταντινουπολίτικο Τύπο». Μάλιστα, ο Αμερικανός γενικός πρόξενος στην Πόλη, Ρ. Μάινερ, έκανε δύο σημαντικές επισημάνσεις. Η πρώτη: «Το Πατριαρχείο είναι τώρα λιγότερο ασφαλές από κάθε άλλη περίοδο μετά το 1925». Και η δεύτερη: «Ο κύριος στόχος της διογκούμενης εχθρότητας ήταν το Πατριαρχείο. Μια ευρύτατη και επίμονη εκστρατεία απαιτούσε τη μεταφορά του στην Ελλάδα».
Οι εκβιασμοί και οι απειλές συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, παρά την προσωρινή ηρεμία στην Κύπρο, μετά τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι εκβιασμοί για απομάκρυνση του Πατριαρχείου πολλαπλασιάστηκαν μετά την όξυνση της κατάστασης στην Κύπρο, το 1963. Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν οι μαζικές απελάσεις Ελλήνων υπηκόων κατοίκων της Πόλης, που άρχισαν το 1964 και ολοκληρώθηκαν το 1966. Μέσα σε τρία χρόνια, από το 1964 έως το 1967, οι τουρκικές Αρχές εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα απαγορευτικών μέτρων, που κατέστησε αφόρητη την κατάσταση της μειονότητας και του Πατριαρχείου. Μητροπολίτες απελάθηκαν, οι κληρικοί δεν μπορούσαν να εισέλθουν ούτε στα μειονοτικά σχολεία. Οι εξευτελιστικοί έλεγχοι στο Φανάρι, με την απειλή απαγγελίας κατηγοριών, και οι προειδοποιήσεις για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης ήταν διαρκώς στην ημερησία διάταξη. Για να φτάσουμε, έτσι, στο 1971 και στο κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που στέρησε το Πατριαρχείο από το βασικό φυτώριο των στελεχών του.