ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Αφιέρωμα στην 28η Οκτώβριου: Πώς «θυμάται» η Πάτρα τις πρώτες ημέρες του πολέμου
Η δύσκολη καθημερινότητα των κατοίκων της Πάτρας, που βομβαρδίστηκε από τις πρώτες κιόλας ώρες του πολέμου του 1940, έχει αποτυπωθεί κατά ένα μεγάλο μέρος στις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή.
Η αγωνία για τους συγγενείς που χάθηκαν τα ίχνη τους μετά τον πρώτο βομβαρδισμό, η ενημέρωση για την παροχή περίθαλψης στους τραυματίες, για τη λειτουργία των καταφυγίων, για την καταβολή των μισθών στους εργαζόμενους, αλλά και για την κάλυψη των πρώτων αναγκών, περιγράφονται στις στήλες των εφημερίδων, όπως επίσης και οι οδηγίες που έδινε η Νομαρχία προς τους κατοίκους.
Ξεφυλλίζοντας την ημερήσια εφημερίδα της Πάτρας, «Νεολόγος», τα τεύχη της οποίας έχουν διασωθεί και εκτίθενται στο μουσείο Τύπου της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου Νήσων, πέρα από τα πολεμικά ανακοινωθέντα, που είναι το βασικό θέμα, ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να αντλήσει διάφορες πληροφορίες για το πώς λειτουργούσε η πόλη και κυλούσε η ζωή εκείνες τις δύσκολες ημέρες.
Ειδικότερα, στις μικρές αγγελίες των πρώτων ημερών του πολέμου δεν δημοσιεύονταν αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις, αναζήτηση εργασίας, κ.α., αλλά ζητούνταν πληροφορίες για αγνοούμενους, ενώ ταυτόχρονα Πατρινοί που διασώθηκαν, προσπαθούν να ενημερώσουν με αυτό τον τρόπο τους οικείους τους, για το πού ακριβώς βρίσκονται.
Άλλωστε, όπως έχει περιγραφεί, μετά τον πρώτο βομβαρδισμό της Πάτρας πολλοί κάτοικοι που κατάφεραν να γλιτώσουν, έσπευσαν να φύγουν από την πόλη και να βρουν καταφύγιο στα περίχωρα και γειτονικές κοινότητες, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν τι απέγιναν συγγενείς τους, τα ίχνη των οποίων έχασαν την ώρα του πανικού.
Μάλιστα, λόγω της φυγής των κατοίκων, ο τότε νομάρχης ζητούσε από τους κατοίκους των χωριών να ανοίξουν τα σπίτια τους και να τους παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια. Λίγες ημέρες μετά, όταν οι Πατρινοί άρχισαν να επιστρέφουν στην πόλη, ο νομάρχης καλούσε ιδιαιτέρως τους γιατρούς, τους φαρμακοποιούς, τους αρτοποιούς, τους αρτεργάτες και τους παντοπώλες να επιστρέψουν στις εργασίες τους. Ειδικά για τους φαρμακοποιούς και τους παντοπώλες, αναφέρεται ότι αν δεν ανοίξουν αμέσως τα φαρμακεία και τα καταστήματά τους, τα προϊόντα θα κατάσχονται και θα δημεύονται οι περιουσίες τους.
Στο μεταξύ, σε καθημερινή βάση δημοσιεύονταν τα κτίρια τα οποία χρησιμοποιούνταν ως καταφύγια, ώστε οι κάτοικοι να γνωρίζουν πού μπορούν να πάνε για να προφυλαχθούν από τους βομβαρδισμούς. Τα περισσότερα κτίρια με υπόγεια ήταν οικίες, καταστήματα, κλινικές, καθώς και το υπόγειο του καμπαναριού του ιερού ναού της Παντάνασσας, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρχε κανονισμός λειτουργίας των καταφυγίων που έπρεπε όλοι να τον τηρούν.
Μάλιστα, εκείνες τις ημέρες ένα ζευγάρι Πατρινών αποφάσισε να παντρευτεί μέσα σε ένα από τα καταφύγια, προφανώς για να προστατευθούν και να μη ματαιωθεί η τελετή, λόγω των βομβαρδισμών.
Εκτός από τη λειτουργία των καταφυγίων για την προστασία του πληθυσμού, υπήρχαν και περιορισμοί στην κυκλοφορία των πολιτών, η οποία απαγορευόταν από τις 7 το απόγευμα, έως τις 6:30 το πρωί της επόμενης ημέρας.
Επίσης, στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύονταν οι επιστρατεύσεις γιατρών, καθώς και πολιτών που είχαν διπλώματα εθελοντών νοσοκόμων και τραυματιοφορέων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες για την περίθαλψη των τραυματιών, ενώ το νοσοκομείο της Πάτρας είχε ενισχυθεί με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που είχε έλθει από την Αθήνα.
Όμως, επειδή οι ανάγκες για ιατρική φροντίδα ήταν μεγάλες, λειτουργούσαν υγειονομικοί σταθμοί σε διάφορα σημεία της πόλης, αλλά και σε γειτονικές κοινότητες.
Εκτός από την ιατρική φροντίδα, λαμβάνονταν μέτρα για την καταβολή δεδουλευμένων στους εργαζόμενους. Η επιθεώρηση εργασίας ζητούσε, μέσω δημοσίευσης, από τους εργοστασιάρχες να καταβάλλουν άμεσα τα δεδουλευμένα ημερομίσθια στους εργαζόμενους και τα επιδόματα των στρατευσίμων, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, όπως αναφέρεται, θα λαμβάνονταν αυστηρότατα μέτρα. Παράλληλα τους ζητείται να φτιάξουν καταφύγια στους χώρους των εργοστασίων, ώστε να προστατεύονται οι εργαζόμενοι.
Όσον αφορά στις δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες λειτουργούσαν καθ΄ όλη την διάρκεια της ημέρας αλλά και τις Κυριακές και εξαιρέσιμες, χωρίς διακοπή, ενώ οι τηλεφωνήτριες είχαν εξαιρεθεί των ευεργετικών διατάξεων για τις εργαζόμενες και βρίσκονταν ανελλιπώς στις θέσεις τους.
Επίσης, και τα καταστήματα μπορούσαν να λειτουργούν συνεχώς, όμως απαγορεύθηκε η μεταφορά γραφείων επιχειρήσεων και καταστημάτων εκτός της Πάτρας.
Στο πλαίσιο προφανώς των αναγκών που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος ζητήθηκε να παρουσιαστούν στην Τροχαία μηχανοτεχνίτες αυτοκινήτων, διευθυντές μηχανουργείων, καταστηματάρχες ειδών αυτοκινήτων, όπως και επισκευαστές ελαστικών.
Στην ίδια εφημερίδα υπήρχε ανακοίνωση για τους άστεγους και όπως γίνεται γνωστό, φιλοξενούνταν σε παιδικές εξοχές και δημοτικά σχολεία, ενώ οργανώνονταν συσσίτια για τους απόρους.
Τέλος, οι βομβαρδισμοί κατά της Πάτρας, προκάλεσαν το ενδιαφέρον ξένων μέσων ενημέρωσης και δύο Αμερικανοί δημοσιογράφοι επισκέφθηκαν την πόλη, προκειμένου να καταγράψουν τα όσα είχαν συμβεί.
Η αγωνία για τους συγγενείς που χάθηκαν τα ίχνη τους μετά τον πρώτο βομβαρδισμό, η ενημέρωση για την παροχή περίθαλψης στους τραυματίες, για τη λειτουργία των καταφυγίων, για την καταβολή των μισθών στους εργαζόμενους, αλλά και για την κάλυψη των πρώτων αναγκών, περιγράφονται στις στήλες των εφημερίδων, όπως επίσης και οι οδηγίες που έδινε η Νομαρχία προς τους κατοίκους.
Ξεφυλλίζοντας την ημερήσια εφημερίδα της Πάτρας, «Νεολόγος», τα τεύχη της οποίας έχουν διασωθεί και εκτίθενται στο μουσείο Τύπου της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου Νήσων, πέρα από τα πολεμικά ανακοινωθέντα, που είναι το βασικό θέμα, ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να αντλήσει διάφορες πληροφορίες για το πώς λειτουργούσε η πόλη και κυλούσε η ζωή εκείνες τις δύσκολες ημέρες.
Ειδικότερα, στις μικρές αγγελίες των πρώτων ημερών του πολέμου δεν δημοσιεύονταν αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις, αναζήτηση εργασίας, κ.α., αλλά ζητούνταν πληροφορίες για αγνοούμενους, ενώ ταυτόχρονα Πατρινοί που διασώθηκαν, προσπαθούν να ενημερώσουν με αυτό τον τρόπο τους οικείους τους, για το πού ακριβώς βρίσκονται.
Άλλωστε, όπως έχει περιγραφεί, μετά τον πρώτο βομβαρδισμό της Πάτρας πολλοί κάτοικοι που κατάφεραν να γλιτώσουν, έσπευσαν να φύγουν από την πόλη και να βρουν καταφύγιο στα περίχωρα και γειτονικές κοινότητες, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν τι απέγιναν συγγενείς τους, τα ίχνη των οποίων έχασαν την ώρα του πανικού.
Μάλιστα, λόγω της φυγής των κατοίκων, ο τότε νομάρχης ζητούσε από τους κατοίκους των χωριών να ανοίξουν τα σπίτια τους και να τους παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια. Λίγες ημέρες μετά, όταν οι Πατρινοί άρχισαν να επιστρέφουν στην πόλη, ο νομάρχης καλούσε ιδιαιτέρως τους γιατρούς, τους φαρμακοποιούς, τους αρτοποιούς, τους αρτεργάτες και τους παντοπώλες να επιστρέψουν στις εργασίες τους. Ειδικά για τους φαρμακοποιούς και τους παντοπώλες, αναφέρεται ότι αν δεν ανοίξουν αμέσως τα φαρμακεία και τα καταστήματά τους, τα προϊόντα θα κατάσχονται και θα δημεύονται οι περιουσίες τους.
Στο μεταξύ, σε καθημερινή βάση δημοσιεύονταν τα κτίρια τα οποία χρησιμοποιούνταν ως καταφύγια, ώστε οι κάτοικοι να γνωρίζουν πού μπορούν να πάνε για να προφυλαχθούν από τους βομβαρδισμούς. Τα περισσότερα κτίρια με υπόγεια ήταν οικίες, καταστήματα, κλινικές, καθώς και το υπόγειο του καμπαναριού του ιερού ναού της Παντάνασσας, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρχε κανονισμός λειτουργίας των καταφυγίων που έπρεπε όλοι να τον τηρούν.
Μάλιστα, εκείνες τις ημέρες ένα ζευγάρι Πατρινών αποφάσισε να παντρευτεί μέσα σε ένα από τα καταφύγια, προφανώς για να προστατευθούν και να μη ματαιωθεί η τελετή, λόγω των βομβαρδισμών.
Εκτός από τη λειτουργία των καταφυγίων για την προστασία του πληθυσμού, υπήρχαν και περιορισμοί στην κυκλοφορία των πολιτών, η οποία απαγορευόταν από τις 7 το απόγευμα, έως τις 6:30 το πρωί της επόμενης ημέρας.
Επίσης, στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύονταν οι επιστρατεύσεις γιατρών, καθώς και πολιτών που είχαν διπλώματα εθελοντών νοσοκόμων και τραυματιοφορέων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες για την περίθαλψη των τραυματιών, ενώ το νοσοκομείο της Πάτρας είχε ενισχυθεί με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που είχε έλθει από την Αθήνα.
Όμως, επειδή οι ανάγκες για ιατρική φροντίδα ήταν μεγάλες, λειτουργούσαν υγειονομικοί σταθμοί σε διάφορα σημεία της πόλης, αλλά και σε γειτονικές κοινότητες.
Εκτός από την ιατρική φροντίδα, λαμβάνονταν μέτρα για την καταβολή δεδουλευμένων στους εργαζόμενους. Η επιθεώρηση εργασίας ζητούσε, μέσω δημοσίευσης, από τους εργοστασιάρχες να καταβάλλουν άμεσα τα δεδουλευμένα ημερομίσθια στους εργαζόμενους και τα επιδόματα των στρατευσίμων, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, όπως αναφέρεται, θα λαμβάνονταν αυστηρότατα μέτρα. Παράλληλα τους ζητείται να φτιάξουν καταφύγια στους χώρους των εργοστασίων, ώστε να προστατεύονται οι εργαζόμενοι.
Όσον αφορά στις δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες λειτουργούσαν καθ΄ όλη την διάρκεια της ημέρας αλλά και τις Κυριακές και εξαιρέσιμες, χωρίς διακοπή, ενώ οι τηλεφωνήτριες είχαν εξαιρεθεί των ευεργετικών διατάξεων για τις εργαζόμενες και βρίσκονταν ανελλιπώς στις θέσεις τους.
Επίσης, και τα καταστήματα μπορούσαν να λειτουργούν συνεχώς, όμως απαγορεύθηκε η μεταφορά γραφείων επιχειρήσεων και καταστημάτων εκτός της Πάτρας.
Στο πλαίσιο προφανώς των αναγκών που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος ζητήθηκε να παρουσιαστούν στην Τροχαία μηχανοτεχνίτες αυτοκινήτων, διευθυντές μηχανουργείων, καταστηματάρχες ειδών αυτοκινήτων, όπως και επισκευαστές ελαστικών.
Στην ίδια εφημερίδα υπήρχε ανακοίνωση για τους άστεγους και όπως γίνεται γνωστό, φιλοξενούνταν σε παιδικές εξοχές και δημοτικά σχολεία, ενώ οργανώνονταν συσσίτια για τους απόρους.
Τέλος, οι βομβαρδισμοί κατά της Πάτρας, προκάλεσαν το ενδιαφέρον ξένων μέσων ενημέρωσης και δύο Αμερικανοί δημοσιογράφοι επισκέφθηκαν την πόλη, προκειμένου να καταγράψουν τα όσα είχαν συμβεί.