ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Το μυστικό πίσω από το τουρκικό deal του Τραμπ
Οι Τζάρεντ Κούσνερ, Μπεράτ Αλμπαϊράκ και Μεχμέτ Αλί Γιαλσιντάγκ αποτελούν έναν άτυπο δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον
Ο ένας είναι γαμπρός του Ντόναλντ Τραμπ και ανώτερος σύμβουλός του, με ένα ευρύ και κάπως ασαφές χαρτοφυλάκιο εξωτερικής πολιτικής. Ο άλλος είναι ο γαμπρός του Τούρκου προέδρου, υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνησή του, με δύναμη και πολιτική επιρροή που κάνει πολλούς να μιλούν για έναν «σκιώδη πρωθυπουργό». Και ο τρίτος είναι ο γαμπρός του Τούρκου μεγιστάνα των επιχειρήσεων Αϊντίν Ντογκάν, αλλά και ένας πολύτιμος συνέταιρος του Trump Organization. Τζάρεντ Κούσνερ, Μπεράτ Αλμπαϊράκ και Μεχμέτ Αλί Γιαλσιντάγκ αποτελούν έναν άτυπο δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ Αγκυρας και Ουάσινγκτον, που επηρεάζει ξεκάθαρα την αμερικανική εξωτερική πολιτική σε μία ευαίσθητη περιοχή του πλανήτη.
Αυτή η «διπλωματία των γαμπρών» μπαίνει στο μικροσκόπιο σε μία εποχή που η στάση του Λευκού Οίκου απέναντι στην Τουρκία προβληματίζει τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ και προκαλεί αντιδράσεις ακόμα και μέσα στο Πεντάγωνο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και ανάμεσα στους Ρεπουμπλικανούς του Κογκρέσου. Αλλωστε, ο Αλμπαϊράκ δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τη δράση αυτής της ετερόκλητης τριανδρίας. Η δουλειά που κάνει με τον Κούσνερ είναι «παρασκηνιακή διπλωματία», έχει δηλώσει ξεκάθαρα.
ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Η αλήθεια είναι ότι οι σχέσεις της οικογένειας Τραμπ με την Τουρκία μετρούν πάνω από μία δεκαετία ζωής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος είχε παραδεχθεί από το 2015, πριν από την εκλογή του, ότι «ενδέχεται να υπάρχει μία μικρή σύγκρουση συμφερόντων, γιατί έχω ένα σημαντικό κτίριο στην Κωνσταντινούπολη». Το κτίριο στο οποίο αναφερόταν ο Τραμπ είναι οι δίδυμοι πύργοι της οικογένειας Ντογκάν στην περιοχή Σισλί της Κωνσταντινούπολης. Οι δύο ουρανοξύστες, που φιλοξενούν γραφεία, διαμερίσματα αλλά και εμπορικά καταστήματα, είναι το πρώτο και μοναδικό κτίριο στην Ευρώπη που φέρει το λογότυπο Trump.
Για την ακρίβεια, ο Γιαλσιντάγκ ήταν εκείνος που έπεισε τον πεθερό του ότι χρειαζόταν έναν ξένο συνέταιρο για το ακίνητο, και στη συνέχεια ταξίδεψε ώς τη Νέα Υόρκη προκειμένου να προτείνει στον Τραμπ να συνεργαστούν. Το deal έκλεισε, με τους Τούρκους να πληρώνουν αρχικά 5-10 εκατ. δολάρια για να βάλουν την ταμπέλα «Trump Towers» και ένα ποσό που κυμαίνεται από 100.000 έως 1 εκατ. δολάρια ετησίως, έκτοτε. Στα εγκαίνια του Trump Towers Istanbul, που πραγματοποιήθηκαν με την παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ, της κόρης του Ιβάνκα και του συζύγου της, Τζάρεντ Κούσνερ, την κορδέλα έκοψε ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Και τα χρόνια που ακολούθησαν, η Ιβάνκα ανέπτυξε μία στενή φιλία με τον Γιαλσιντάγκ, ταξιδεύοντας πολλές φορές στην Κωνσταντινούπολη.
Μάλιστα, ο Τούρκος επιχειρηματίας έζησε από κοντά την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, αφού την ώρα που γινόταν η καταμέτρηση των ψήφων παρακολουθούσε την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων μαζί με τον μετέπειτα πρόεδρο. Την επόμενη ημέρα, όταν η πρεσβεία της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον αναζητούσε εναγωνίως το τηλέφωνο του εκλεγμένου προέδρου για να τον συγχαρεί, ο άνθρωπος που έδωσε τη λύση δεν ήταν άλλος από τον Γιαλσιντάγκ. Κάπως έτσι εγκαινιάστηκε ο άτυπος ρόλος του ως ενδιάμεσου μεταξύ Αγκυρας και Ουάσινγκτον. Μετά την εκλογή του Τραμπ, ο Γιαλσιντάγκ ανέλαβε επικεφαλής του Τουρκοαμερικανικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου, το οποίο ελέγχεται από την Αγκυρα και χαρακτηρίζεται από την εφημερίδα «Sabah» ως «το σημαντικότερο τουρκικό λόμπι στις ΗΠΑ».
Φέτος το ετήσιο συνέδριο του Συμβουλίου για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις πραγματοποιήθηκε σε ένα από τα ξενοδοχεία του Τραμπ, με τον Μπεράτ Αλμπαϊράκ και τον Τζάρεντ Κούσνερ ανάμεσα στους επίσημους προσκεκλημένους. Την τελευταία ημέρα του συνεδρίου ο Αλμπαϊράκ συναντήθηκε στον Λευκό Οίκο με τον Τραμπ, τον Κούσνερ και τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Στίβεν Μνούτσιν. Αυτή η εκτός προγράμματος συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση εάν σκεφτεί κανείς ότι, την ίδια στιγμή, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ερευνούσε την κρατική τουρκική τράπεζα Halkbank για την παραβίαση των κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ κατά του Ιράν. Μάλιστα, στην υπόθεση αυτή ενεπλάκη και το όνομα του ίδιου του Αλμπαϊράκ.
Η υπόθεση της Halkbank είναι μία μόνο από τις περιπτώσεις στις οποίες ο πρόεδρος Τραμπ φάνηκε να υιοθετεί μία υπερβολικά μαλακή στάση απέναντι στην Τουρκία. Υπάρχει, βέβαια, και η υπόθεση της αγοράς του ρωσικού αμυντικού συστήματος S-400 από την Άγκυρα, με τους «New York Times» να αποκαλύπτουν ότι ήταν εκείνη η επίμαχη συνάντηση με τους «γαμπρούς» στον Λευκό Οίκο που έπεισε τον Ντόναλντ Τραμπ να αναβάλει την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία για το θέμα.
Όμως εκεί όπου η στάση του Ντόναλντ Τραμπ ξάφνιασε ακόμα και τους συμβούλους του ήταν όταν κατά τη διάρκεια δύο τηλεφωνικών συζητήσεων με τον Ερντογάν, συμφώνησε να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Β. Συρία. Τραμπ και Ερντογάν μπορεί να διαφέρουν σε πολλά, όμως έχουν ένα κοινό: τρέφουν βαθιά δυσπιστία προς τις κρατικές υπηρεσίες και άρα προτιμούν να χρησιμοποιούν προσωπικές τους σχέσεις, επιχειρηματικούς δεσμούς και ανεπίσημα κανάλια επαφών για τη χάραξη των πολιτικών τους.
Άλλωστε, τα εκατομμύρια που έχει ρίξει η Άγκυρα για να προσλάβει έναν στρατό από λομπίστες στην Ουάσινγκτον τα τελευταία δύο χρόνια φαίνεται ότι έχουν πιάσει τόπο. Αμερικανικά sites υπολογίζουν ότι μόνον η τουρκική κυβέρνηση έχει ξοδέψει από το 2017 περίπου 12,3 εκατ. δολάρια σε υψηλού προφίλ εταιρείες λόμπινγκ της Ουάσινγκτον. Άλλες οντότητες που συνδέονται με την τουρκική κυβέρνηση, όπως η Halkbank, η Ενωση Τούρκων Εξαγωγέων και το Τουρκοαμερικανικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο, έχουν ξοδέψει 4,3 εκατ. δολάρια για τον ίδιο σκοπό. Και αυτό, την ώρα που οι Κούρδοι έχουν διαθέσει μόλις 112.000 δολάρια για λόμπινγκ στην Ουάσινγκτον από το 2018.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019
Αυτή η «διπλωματία των γαμπρών» μπαίνει στο μικροσκόπιο σε μία εποχή που η στάση του Λευκού Οίκου απέναντι στην Τουρκία προβληματίζει τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ και προκαλεί αντιδράσεις ακόμα και μέσα στο Πεντάγωνο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και ανάμεσα στους Ρεπουμπλικανούς του Κογκρέσου. Αλλωστε, ο Αλμπαϊράκ δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τη δράση αυτής της ετερόκλητης τριανδρίας. Η δουλειά που κάνει με τον Κούσνερ είναι «παρασκηνιακή διπλωματία», έχει δηλώσει ξεκάθαρα.
ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Η αλήθεια είναι ότι οι σχέσεις της οικογένειας Τραμπ με την Τουρκία μετρούν πάνω από μία δεκαετία ζωής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος είχε παραδεχθεί από το 2015, πριν από την εκλογή του, ότι «ενδέχεται να υπάρχει μία μικρή σύγκρουση συμφερόντων, γιατί έχω ένα σημαντικό κτίριο στην Κωνσταντινούπολη». Το κτίριο στο οποίο αναφερόταν ο Τραμπ είναι οι δίδυμοι πύργοι της οικογένειας Ντογκάν στην περιοχή Σισλί της Κωνσταντινούπολης. Οι δύο ουρανοξύστες, που φιλοξενούν γραφεία, διαμερίσματα αλλά και εμπορικά καταστήματα, είναι το πρώτο και μοναδικό κτίριο στην Ευρώπη που φέρει το λογότυπο Trump.
Για την ακρίβεια, ο Γιαλσιντάγκ ήταν εκείνος που έπεισε τον πεθερό του ότι χρειαζόταν έναν ξένο συνέταιρο για το ακίνητο, και στη συνέχεια ταξίδεψε ώς τη Νέα Υόρκη προκειμένου να προτείνει στον Τραμπ να συνεργαστούν. Το deal έκλεισε, με τους Τούρκους να πληρώνουν αρχικά 5-10 εκατ. δολάρια για να βάλουν την ταμπέλα «Trump Towers» και ένα ποσό που κυμαίνεται από 100.000 έως 1 εκατ. δολάρια ετησίως, έκτοτε. Στα εγκαίνια του Trump Towers Istanbul, που πραγματοποιήθηκαν με την παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ, της κόρης του Ιβάνκα και του συζύγου της, Τζάρεντ Κούσνερ, την κορδέλα έκοψε ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Και τα χρόνια που ακολούθησαν, η Ιβάνκα ανέπτυξε μία στενή φιλία με τον Γιαλσιντάγκ, ταξιδεύοντας πολλές φορές στην Κωνσταντινούπολη.
Μάλιστα, ο Τούρκος επιχειρηματίας έζησε από κοντά την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, αφού την ώρα που γινόταν η καταμέτρηση των ψήφων παρακολουθούσε την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων μαζί με τον μετέπειτα πρόεδρο. Την επόμενη ημέρα, όταν η πρεσβεία της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον αναζητούσε εναγωνίως το τηλέφωνο του εκλεγμένου προέδρου για να τον συγχαρεί, ο άνθρωπος που έδωσε τη λύση δεν ήταν άλλος από τον Γιαλσιντάγκ. Κάπως έτσι εγκαινιάστηκε ο άτυπος ρόλος του ως ενδιάμεσου μεταξύ Αγκυρας και Ουάσινγκτον. Μετά την εκλογή του Τραμπ, ο Γιαλσιντάγκ ανέλαβε επικεφαλής του Τουρκοαμερικανικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου, το οποίο ελέγχεται από την Αγκυρα και χαρακτηρίζεται από την εφημερίδα «Sabah» ως «το σημαντικότερο τουρκικό λόμπι στις ΗΠΑ».
Φέτος το ετήσιο συνέδριο του Συμβουλίου για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις πραγματοποιήθηκε σε ένα από τα ξενοδοχεία του Τραμπ, με τον Μπεράτ Αλμπαϊράκ και τον Τζάρεντ Κούσνερ ανάμεσα στους επίσημους προσκεκλημένους. Την τελευταία ημέρα του συνεδρίου ο Αλμπαϊράκ συναντήθηκε στον Λευκό Οίκο με τον Τραμπ, τον Κούσνερ και τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Στίβεν Μνούτσιν. Αυτή η εκτός προγράμματος συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση εάν σκεφτεί κανείς ότι, την ίδια στιγμή, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ερευνούσε την κρατική τουρκική τράπεζα Halkbank για την παραβίαση των κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ κατά του Ιράν. Μάλιστα, στην υπόθεση αυτή ενεπλάκη και το όνομα του ίδιου του Αλμπαϊράκ.
Η υπόθεση της Halkbank είναι μία μόνο από τις περιπτώσεις στις οποίες ο πρόεδρος Τραμπ φάνηκε να υιοθετεί μία υπερβολικά μαλακή στάση απέναντι στην Τουρκία. Υπάρχει, βέβαια, και η υπόθεση της αγοράς του ρωσικού αμυντικού συστήματος S-400 από την Άγκυρα, με τους «New York Times» να αποκαλύπτουν ότι ήταν εκείνη η επίμαχη συνάντηση με τους «γαμπρούς» στον Λευκό Οίκο που έπεισε τον Ντόναλντ Τραμπ να αναβάλει την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία για το θέμα.
Όμως εκεί όπου η στάση του Ντόναλντ Τραμπ ξάφνιασε ακόμα και τους συμβούλους του ήταν όταν κατά τη διάρκεια δύο τηλεφωνικών συζητήσεων με τον Ερντογάν, συμφώνησε να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Β. Συρία. Τραμπ και Ερντογάν μπορεί να διαφέρουν σε πολλά, όμως έχουν ένα κοινό: τρέφουν βαθιά δυσπιστία προς τις κρατικές υπηρεσίες και άρα προτιμούν να χρησιμοποιούν προσωπικές τους σχέσεις, επιχειρηματικούς δεσμούς και ανεπίσημα κανάλια επαφών για τη χάραξη των πολιτικών τους.
Άλλωστε, τα εκατομμύρια που έχει ρίξει η Άγκυρα για να προσλάβει έναν στρατό από λομπίστες στην Ουάσινγκτον τα τελευταία δύο χρόνια φαίνεται ότι έχουν πιάσει τόπο. Αμερικανικά sites υπολογίζουν ότι μόνον η τουρκική κυβέρνηση έχει ξοδέψει από το 2017 περίπου 12,3 εκατ. δολάρια σε υψηλού προφίλ εταιρείες λόμπινγκ της Ουάσινγκτον. Άλλες οντότητες που συνδέονται με την τουρκική κυβέρνηση, όπως η Halkbank, η Ενωση Τούρκων Εξαγωγέων και το Τουρκοαμερικανικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο, έχουν ξοδέψει 4,3 εκατ. δολάρια για τον ίδιο σκοπό. Και αυτό, την ώρα που οι Κούρδοι έχουν διαθέσει μόλις 112.000 δολάρια για λόμπινγκ στην Ουάσινγκτον από το 2018.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019