ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ο Ηπειρώτης που ήξερε από κορυφές και μπίζνες
Η πορεία προς την απόλυτη επιτυχία και η τραγική επιστροφή στην αγαπημένη του Αετομηλίτσα
Το κυρίαρχο κίνητρο που του έδινε ώθηση να δημιουργεί συνεχώς ήταν τα στοιχήματα που έβαζε με τον εαυτό του. Να τα καταφέρει να πετύχει αυτό που φαίνεται τρελό, αυτό που ακούγεται τρελό. Δυστυχώς, ένα τέτοιο μικρό, προσωπικό στοίχημα του στοίχισε τη ζωή.
Ο Θοδωρής Νιτσιάκος σε ευτυχισμένες
στιγμές με τη σύζυγό του και τις κόρες του,
οι οποίες μαζί με τον γιο του θα συνεχίσουν
την πλούσια επιχειρηματική δραστηριότητα
του εκλιπόντος.
Το ευτύχημα είναι πως φεύγει με το δημιούργημά του στο απόγειό του, με μια μεγάλη οικογένεια που τον λατρεύει και με μια πολύ γεμάτη ζωή. Καλό Παράδεισο, πατέρα...». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε ο Κώστας Νιτσιάκος τον 76χρονο πατέρα του, Θόδωρο, την περασμένη Δευτέρα το μεσημέρι, λίγο προτού εκείνος οδηγηθεί στην τελευταία του κατοικία, στην αγκαλιά της λατρεμένης του ηπειρωτικής γης.
Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στον ιερό Ναό της Περιβλέπτου στα Ιωάννινα, με τα μέλη της οικογένειάς του, τους φίλους και τους συγγενείς, αλλά και το πλήθος του κόσμου που την παρακολουθούσαν, να μην μπορούν ακόμη να πιστέψουν τον αδόκητο χαμό του, αλλά και τις συνθήκες όπου αυτός είχε συντελεστεί, λίγα 24ωρα νωρίτερα.
Τα γεγονότα είναι μάλλον γνωστά. Ήταν την Παρασκευή 10 Ιανουαρίου στις 8.30 το βράδυ, όταν βρήκε ακαριαίο θάνατο πέφτοντας με το αυτοκίνητό του σε φαράγγι 25 μέτρων, στο 5ο χιλιόμετρο του παγωμένου δασικού δρόμου Αετομηλίτσας - Πληκατίου.
Σε εκείνη την άκρη της Ελλάδας, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, όπου ο Θόδωρος Νιτσιάκος επέστρεφε στο τέλος κάθε εβδομάδας για να συναντήσει τους φίλους του.
Να σχεδιάσουν μαζί το καλοκαιρινό αντάμωμα των Βλάχων, να μιλήσουν για τα προβλήματα του χωριού του και να κυνηγήσει -όποτε ο καιρός και ο νόμος το επέτρεπε- στα δύσβατα μονοπάτια που περπατούσε από μικρός.
Όσα κλαδιά κι αν άπλωνε ως επιχειρηματίας πάντα ένιωθε πως εκεί, στο υψόμετρο των 1.532 μ. της Αετομηλίτσας, της γενέτειράς του, ήταν οι ρίζες και ο κορμός της ύπαρξής του.
«Προικισμένο παιδί νομαδικής κτηνοτροφικής οικογένειας, μεγάλωσε ανάμεσα στον Ολυμπο και στον Γράμμο και ίσως γι’ αυτό οι κορυφές υπήρξαν πάντα στόχος του, κατακτημένος τόσο επιχειρηματικά όσο και φυσιολατρικά», δήλωσε ευστόχως για εκείνον ο συμπατριώτης του, πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας.
«Νιώθω σαν να χάσαμε τον πατέρα μας. Ήθελε πάντα να κατακτά το αδύνατο, αυτό προσπάθησε και στο τέλος...», ακούστηκε να λέει ένας από τους εκατοντάδες (πάνω από 700) εργαζομένους στις επιχειρήσεις του, κλαίγοντας σαν μικρό παιδί.
Για τον Θόδωρο Νιτσιάκο και τη σύντροφο της ζωής του, την κυρία Μαρία, που μαζί πέρασαν δύσκολα χρόνια, αλλά είδαν τους κόπους τους να δικαιώνονται, το μεγαλύτερο καμάρι της ζωής τους υπήρξε ανέκαθεν η δημιουργία μιας ζεστής και αγαπημένης οικογένειας.
Απέκτησαν τη Μαριλένα, η οποία, μάλιστα, είναι η υπεύθυνη μάρκετινγκ στην επιχείρηση του πατέρα της και η βασική υποψήφια για να τον διαδεχτεί, τον Κώστα, που επίσης εργάζεται στην επιχείρηση, και την Αγγελική, που είναι η μικρότερη και διευθύνει το πεντάστερο ξενοδοχείο «Du Lac», το οποίο είναι στολίδι για τα Γιάννενα και ιδιοκτησία της οικογένειας.
Ο Θεόδωρος Νιτσιάκος πρόλαβε να δει και τέσσερα εγγόνια. Τις δύο κόρες της Μαριλένας και τα δύο αγόρια του Κώστα, με το μεγαλύτερο να «ανασταίνει» το όνομά του.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ:
«Βασική αξία που διέπει τον τρόπο λειτουργίας µας είναι η συνέπεια σε όλες τις συνεργασίες µας, είτε πρόκειται για ιδιώτες είτε για τράπεζες είτε για συναλλαγές µε το Δηµόσιο. Η συνέπεια αυτή, µάλιστα, έρχεται σε αντίθεση µε τη συµπεριφορά άλλων επιχειρήσεων του χώρου µας.
Ειδικά τα πρώτα χρόνια, οι εκπρόσωποι των κλάδων της παραγωγής στην Ελλάδα περίµεναν τις εκλογές για να γίνουν διαγραφές δανείων και ρυθµίσεις χρεών.
Αν δεν υπήρχε «προστασία» στον κλάδο για τους ασυνεπείς, τους οποίους επιβράβευε το κράτος σε κάθε εκλογική διαδικασία, και αν οι αρµόδιοι άφηναν την παραγωγή να βασιστεί σε υγιείς δυνάµεις, τα πράγµατα στην Ελλάδα θα ήταν διαφορετικά τώρα», είχε πει ο Θόδωρος Νιτσιάκος, εξηγώντας πώς κατόρθωσε η επιχείρησή του όχι απλώς να επιβιώσει, αλλά και να επεκταθεί στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης και των capital controls, και συμπλήρωνε: «Προσπαθούµε πάντα να έχουµε τους εργαζοµένους µας και τους πτηνοτρόφους µε τους οποίους συνεργαζόµαστε καλοπληρωμένους και ευχαριστηµένους. Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας μας».
Η Ολλανδία, τα δάνεια και τα «χρυσά αυγά»
Το πεντάστερο ξενοδοχείο «Du Lac» στη λίμνη των Ιωαννίνων.
Η τύχη, λένε, βοηθάει τους τολμηρούς και το ρητό «δικαιώνεται» ως «ηθικό δίδαγμα» από τη σχεδόν 50χρονη επαγγελματική (αλλά και προσωπική) δραστηριότητα του Θόδωρου Νιτσιάκου. Οχι με την έννοια του λατινογενούς «vivere pericolosamente» (του «ζην επικινδύνως», δηλαδή), αλλά του αρχαιοελληνικού «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Με θέληση, όραμα, τόλμη και στοχοπροσήλωση.
Ιδού πώς ο ίδιος είχε περιγράψει το ξεκίνημά του σε μια από τις συνεντεύξεις του (πριν από περίπου τρία χρόνια στο περιοδικό «Fortune»): «Το 1971 ήταν η χρονιά που μου άλλαξε τη ζωή.
Τελειώνοντας τη Γεωπονική Σχολή της Θεσσαλονίκης, γύρισα για να υπηρετήσω στον στρατό στα Ιωάννινα. Εδώ άρχισα σιγά-σιγά να “κολλάω” µε τον κλάδο της πτηνοτροφίας, καθώς τότε ήταν στα σπάργανα ο πτηνοτροφικός συνεταιρισµός, στον οποίο έκανα τα πρώτα βήµατά µου ως υπάλληλος.
Επειτα από έξι µήνες αποφάσισα να πάω στην Ολλανδία για να φοιτήσω σε µια πρακτική πτηνοτροφική σχολή. Εκεί κατάφερα να ολοκληρώσω τις σπουδές µου µε την καλύτερη βαθµολογία ανάµεσα σε όλους τους σπουδαστές, µε αποτέλεσµα να πάρω υποτροφία από την ολλανδική κυβέρνηση. Ετσι, συνέχισα στο Ολλανδικό Γεωπονικό Πανεπιστήµιο του Βαγκενίγκεν.
Συνολικά, έµεινα στην Ολλανδία δώδεκα µήνες και “δέθηκα” µε την πτηνοτροφία (...). Αρχικά δεν είχα ως στόχο να ξεκινήσω τη δική μου επιχείρηση, αλλά ευτυχώς οι συγκυρίες με ώθησαν στο να πάρω τελικά την απόφαση και να ζητήσω χρηµατοδότηση από την τότε Αγροτική Τράπεζα».
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα στα 25 του χρόνια. «Αυτή ήταν µια καθοριστική κίνηση για τη µετέπειτα πορεία µου. Ετοίµασα έναν επενδυτικό φάκελο ζητώντας δάνειο που έφτανε τα 10 εκατ. δραχµές από την Αγροτική Τράπεζα, ένα αρκετά µεγάλο ποσό για τα δεδοµένα της εποχής. Τότε, να σας θυµίσω, δεν υπήρχε στην Ελλάδα ο θεσµός της επιδότησης και ο µοναδικός τρόπος χρηµατοδότησης ήταν ο δανεισµός (...).
Το ευτύχημα είναι πως φεύγει με το δημιούργημά του στο απόγειό του, με μια μεγάλη οικογένεια που τον λατρεύει και με μια πολύ γεμάτη ζωή. Καλό Παράδεισο, πατέρα...». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε ο Κώστας Νιτσιάκος τον 76χρονο πατέρα του, Θόδωρο, την περασμένη Δευτέρα το μεσημέρι, λίγο προτού εκείνος οδηγηθεί στην τελευταία του κατοικία, στην αγκαλιά της λατρεμένης του ηπειρωτικής γης.
Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στον ιερό Ναό της Περιβλέπτου στα Ιωάννινα, με τα μέλη της οικογένειάς του, τους φίλους και τους συγγενείς, αλλά και το πλήθος του κόσμου που την παρακολουθούσαν, να μην μπορούν ακόμη να πιστέψουν τον αδόκητο χαμό του, αλλά και τις συνθήκες όπου αυτός είχε συντελεστεί, λίγα 24ωρα νωρίτερα.
Τα γεγονότα είναι μάλλον γνωστά. Ήταν την Παρασκευή 10 Ιανουαρίου στις 8.30 το βράδυ, όταν βρήκε ακαριαίο θάνατο πέφτοντας με το αυτοκίνητό του σε φαράγγι 25 μέτρων, στο 5ο χιλιόμετρο του παγωμένου δασικού δρόμου Αετομηλίτσας - Πληκατίου.
Σε εκείνη την άκρη της Ελλάδας, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, όπου ο Θόδωρος Νιτσιάκος επέστρεφε στο τέλος κάθε εβδομάδας για να συναντήσει τους φίλους του.
Να σχεδιάσουν μαζί το καλοκαιρινό αντάμωμα των Βλάχων, να μιλήσουν για τα προβλήματα του χωριού του και να κυνηγήσει -όποτε ο καιρός και ο νόμος το επέτρεπε- στα δύσβατα μονοπάτια που περπατούσε από μικρός.
Όσα κλαδιά κι αν άπλωνε ως επιχειρηματίας πάντα ένιωθε πως εκεί, στο υψόμετρο των 1.532 μ. της Αετομηλίτσας, της γενέτειράς του, ήταν οι ρίζες και ο κορμός της ύπαρξής του.
«Προικισμένο παιδί νομαδικής κτηνοτροφικής οικογένειας, μεγάλωσε ανάμεσα στον Ολυμπο και στον Γράμμο και ίσως γι’ αυτό οι κορυφές υπήρξαν πάντα στόχος του, κατακτημένος τόσο επιχειρηματικά όσο και φυσιολατρικά», δήλωσε ευστόχως για εκείνον ο συμπατριώτης του, πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας.
«Νιώθω σαν να χάσαμε τον πατέρα μας. Ήθελε πάντα να κατακτά το αδύνατο, αυτό προσπάθησε και στο τέλος...», ακούστηκε να λέει ένας από τους εκατοντάδες (πάνω από 700) εργαζομένους στις επιχειρήσεις του, κλαίγοντας σαν μικρό παιδί.
Για τον Θόδωρο Νιτσιάκο και τη σύντροφο της ζωής του, την κυρία Μαρία, που μαζί πέρασαν δύσκολα χρόνια, αλλά είδαν τους κόπους τους να δικαιώνονται, το μεγαλύτερο καμάρι της ζωής τους υπήρξε ανέκαθεν η δημιουργία μιας ζεστής και αγαπημένης οικογένειας.
Απέκτησαν τη Μαριλένα, η οποία, μάλιστα, είναι η υπεύθυνη μάρκετινγκ στην επιχείρηση του πατέρα της και η βασική υποψήφια για να τον διαδεχτεί, τον Κώστα, που επίσης εργάζεται στην επιχείρηση, και την Αγγελική, που είναι η μικρότερη και διευθύνει το πεντάστερο ξενοδοχείο «Du Lac», το οποίο είναι στολίδι για τα Γιάννενα και ιδιοκτησία της οικογένειας.
Ο Θεόδωρος Νιτσιάκος πρόλαβε να δει και τέσσερα εγγόνια. Τις δύο κόρες της Μαριλένας και τα δύο αγόρια του Κώστα, με το μεγαλύτερο να «ανασταίνει» το όνομά του.
«Ηθελε πάντα να κατακτά το αδύνατο, αυτό προσπάθησε και στο τέλος...», έλεγαν οι εργαζόμενοί του - Η οικογενειακή ευτυχία και η αφετηρία που οδήγησε στην καταξίωση και στη μεγάλη περιουσία
ΕΠΙΜΥΘΙΟ:
«Βασική αξία που διέπει τον τρόπο λειτουργίας µας είναι η συνέπεια σε όλες τις συνεργασίες µας, είτε πρόκειται για ιδιώτες είτε για τράπεζες είτε για συναλλαγές µε το Δηµόσιο. Η συνέπεια αυτή, µάλιστα, έρχεται σε αντίθεση µε τη συµπεριφορά άλλων επιχειρήσεων του χώρου µας.
Ειδικά τα πρώτα χρόνια, οι εκπρόσωποι των κλάδων της παραγωγής στην Ελλάδα περίµεναν τις εκλογές για να γίνουν διαγραφές δανείων και ρυθµίσεις χρεών.
Αν δεν υπήρχε «προστασία» στον κλάδο για τους ασυνεπείς, τους οποίους επιβράβευε το κράτος σε κάθε εκλογική διαδικασία, και αν οι αρµόδιοι άφηναν την παραγωγή να βασιστεί σε υγιείς δυνάµεις, τα πράγµατα στην Ελλάδα θα ήταν διαφορετικά τώρα», είχε πει ο Θόδωρος Νιτσιάκος, εξηγώντας πώς κατόρθωσε η επιχείρησή του όχι απλώς να επιβιώσει, αλλά και να επεκταθεί στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης και των capital controls, και συμπλήρωνε: «Προσπαθούµε πάντα να έχουµε τους εργαζοµένους µας και τους πτηνοτρόφους µε τους οποίους συνεργαζόµαστε καλοπληρωμένους και ευχαριστηµένους. Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας μας».
Η Ολλανδία, τα δάνεια και τα «χρυσά αυγά»
Η τύχη, λένε, βοηθάει τους τολμηρούς και το ρητό «δικαιώνεται» ως «ηθικό δίδαγμα» από τη σχεδόν 50χρονη επαγγελματική (αλλά και προσωπική) δραστηριότητα του Θόδωρου Νιτσιάκου. Οχι με την έννοια του λατινογενούς «vivere pericolosamente» (του «ζην επικινδύνως», δηλαδή), αλλά του αρχαιοελληνικού «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Με θέληση, όραμα, τόλμη και στοχοπροσήλωση.
Ιδού πώς ο ίδιος είχε περιγράψει το ξεκίνημά του σε μια από τις συνεντεύξεις του (πριν από περίπου τρία χρόνια στο περιοδικό «Fortune»): «Το 1971 ήταν η χρονιά που μου άλλαξε τη ζωή.
Τελειώνοντας τη Γεωπονική Σχολή της Θεσσαλονίκης, γύρισα για να υπηρετήσω στον στρατό στα Ιωάννινα. Εδώ άρχισα σιγά-σιγά να “κολλάω” µε τον κλάδο της πτηνοτροφίας, καθώς τότε ήταν στα σπάργανα ο πτηνοτροφικός συνεταιρισµός, στον οποίο έκανα τα πρώτα βήµατά µου ως υπάλληλος.
Επειτα από έξι µήνες αποφάσισα να πάω στην Ολλανδία για να φοιτήσω σε µια πρακτική πτηνοτροφική σχολή. Εκεί κατάφερα να ολοκληρώσω τις σπουδές µου µε την καλύτερη βαθµολογία ανάµεσα σε όλους τους σπουδαστές, µε αποτέλεσµα να πάρω υποτροφία από την ολλανδική κυβέρνηση. Ετσι, συνέχισα στο Ολλανδικό Γεωπονικό Πανεπιστήµιο του Βαγκενίγκεν.
Σήµερα η εταιρεία Νιτσιάκος θεωρείται μια από τις 20 σημαντικότερες στην ελληνική αγορά, με εξαγωγές και σε γειτονικές χώρες
Συνολικά, έµεινα στην Ολλανδία δώδεκα µήνες και “δέθηκα” µε την πτηνοτροφία (...). Αρχικά δεν είχα ως στόχο να ξεκινήσω τη δική μου επιχείρηση, αλλά ευτυχώς οι συγκυρίες με ώθησαν στο να πάρω τελικά την απόφαση και να ζητήσω χρηµατοδότηση από την τότε Αγροτική Τράπεζα».
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα στα 25 του χρόνια. «Αυτή ήταν µια καθοριστική κίνηση για τη µετέπειτα πορεία µου. Ετοίµασα έναν επενδυτικό φάκελο ζητώντας δάνειο που έφτανε τα 10 εκατ. δραχµές από την Αγροτική Τράπεζα, ένα αρκετά µεγάλο ποσό για τα δεδοµένα της εποχής. Τότε, να σας θυµίσω, δεν υπήρχε στην Ελλάδα ο θεσµός της επιδότησης και ο µοναδικός τρόπος χρηµατοδότησης ήταν ο δανεισµός (...).