ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ο πίνακας του Τσίπρα, το πλαστό και η αγωγή στον Οίκο Bonhams
Τι είχε αποκαλύψει ο Δημοσθένης Κοκκινίδης για τον πίνακα στο Μέγαρο Μαξίμου, τα βαριά παραπτώματα από εμπόρους και δημοπράτες και... την επένδυση του Metropolitan στα έργα του
Τα ΜΜΕ είχαν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την προβολή της εικαστικής δουλειάς του Δημοσθένη Κοκκινίδη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή χθες Τρίτη 4 Φεβρουαρίου
2020 όταν ο Αλέξης Τσίπρας είχε επιλέξει τον πίνακα «Αντίθεση» για το πρωθυπουργικό του γραφείο στο Μέγαρο Μαξίμου.
Ανθρωποι της αγοράς τέχνης αναρωτιούνταν για το ποιοι είχαν «βάλει το χεράκι τους» να γίνει αυτή η επιλογή συνθέτοντας διάφορα σενάρια. Τα πράγματα ωστόσο ήταν πολύ πιο απλά καθώς το έργο ήταν καθαρά μία προσωπική επιλογή του πρώην πρωθυπουργού.
«Με κάλεσε ο ίδιος ο Τσίπρας και μου ζήτησε να δει έργα μου», είχε ο ίδιος αποκαλύψει σε συνάντησή του με τη στήλη ART BUSINESS της εφημερίδας «ΕΠΕΝΔΥΣΗ».
«Η επιλογή όμως, δεν έγινε με τη μία. Πέρασαν πολλά έργα μου από το γραφείο του. Και αυτό που του έκανε εντύπωση και του άρεσε πιο πολύ, ήταν το συγκεκριμένο».
Ούτε ο ίδιος είχε συνειδητοποιήσει την επιλογή του πρωθυπουργού μέχρι την ημέρα που πήγε να δει το έργο τοποθετημένο επισήμως στο γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου.
«Οταν πήγα στο Μαξίμου, και μπήκα μέσα και είδα κρεμασμένο το έργο, κατάλαβα και συμφώνησα ότι ταιριάζει. Τόσο με τον ίδιο τον Τσίπρα, όσο και με το γραφείο του», είχε εκμυστηρευτεί.
Ο κίτρινος – όπως τον αποκαλούν - πίνακας του Κοκκινίδη, ήταν από τα βαριά πυροβολικά του Μαξίμου με την αξία του να κυμαίνεται μεταξύ 20.000 και 30.000 ευρώ.
«ΌΛΟΙ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΟΥΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥΣ»
Ο Δημοσθένης Κοκκινίδης, ήταν από τους εικαστικούς που διατηρούσαν μια ουδέτερη στάση απέναντι σε αυτό που αποκαλείται χρηματιστήριο ή επένδυση σε έργα τέχνης. Δεν τον ενοχλούσε και δεν ενοχλούσε ο ίδιος τη δραστηριότητα. Απεναντίας, όποτε του δινόταν η ευκαιρία πληροφορείτο με ενδιαφέρον για τις τελικές τιμές που αγγίζουν τα έργα του, στην ιδιωτική αγορά, ή τις δημοπρασίες. Θεωρούσε μάλιστα υποκριτές τους αγοραστές που αποκαλούνται αμιγώς φιλότεχνοι ή εκείνους που λένε πως αγοράζουν μόνο για συλλογή και όχι με επενδυτικό σκοπό.
«Oλοι στο πίσω μέρος του μυαλού τους σκέφτονται την οικονομική αξία. Να μην χάσουν τα λεφτά τους. Ακόμα και εκείνοι που αγόρασαν από πάθος, ή με καθαρή πρόθεση για συλλογή και όχι για την επένδυση, θα κάνουν... μελλοντικούς υπολογισμούς ή εν πάση περιπτώσει θα θέλουν να ξέρουν αν η αξία του έργου τους παραμένει σταθερή αυξάνεται ή πέφτει», εξηγούσε.
ΟΤΑΝ Ο ΚΟΚΚΙΝΙΔΗΣ ΚΑΤΕΚΡΙΝΕ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΤΕΧΝΗΣ
Τα τελευταία χρόνια, η αγορά έργων του Κοκκινίδη βρίσκεται σε πλήρη κινητικότητα υποσχόμενη μάλιστα και μελλοντικό περιθώριο ανόδου. Εργα του διακινούνται στην ελληνική πρωτογενή αγορά, καθώς επίσης σε Λονδίνο, Κύπρο και Παρίσι. Εύλογα θα σκεφτεί κανείς, γιατί ο ίδιος δεν επιμένει περισσότερο στη διακίνηση των έργων του στο εξωτερικό.
Οι επενδυτές και συλλέκτες να περιμένουν άνοδο στις τιμές των έργων του καθώς από την περσινή του έκθεση στον Εικαστικό Κύκλο Sianti, η ζήτηση είχε αναθερμανθεί παρά τα συνεχή απόνερα της οικονομικής κρίσης.
Όπως ο ίδιος είχε πει δεν υπάρχει σωστά δομημένη αγορά έξω και κάτι τέτοιο θέλει πολλά χρόνια για να δημιουργηθεί.
«Αρνούμαι να βγω στο εξωτερικό. Διότι αυτοί που ασχολούνται με το ζήτημα της εκτίμησης της ελληνικής τέχνης, συμπεριλαμβανομένων και ισχυρών εμπόρων ή ιστορικών τέχνης φτιάχνουν αξίες χωρίς νόημα! Δεν υπάρχει ελληνικό εμπόριο! Είναι ερασιτέχνες!», περιέγραφε με απογοήτευση για την πτώση των τιμών στα ελληνικά έργα που διακινούνται στη διεθνή αγορά.
«Αν ένας αρχιτέκτονας δημοσιευτεί με τη δουλειά του σε ένα διεθνές περιοδικό, την επόμενη ημέρα θα έχει παραγγελίες και θα έχει γίνει διάσημος. Δεν υπάρχει ούτε το μάρκετινγκ στην ελληνική αγορά! Απλώς, ο κάθε ιδιώτης, κάνει ό,τι μπορεί χωρίς καμία οργάνωση. Υπάρχουν συλλέκτες που κυριαρχούν, αγοράζουν, πουλούν και υπάρχουν και οι διαχειριστές: γκαλερί και γυρολόγοι που πουλάνε τέχνη και κάνουν παζάρια με τον καλλιτέχνη».
Σχετικά με τις τιμές των έργων του, είχε παραδεχθεί ότι του ασκούνται διαρκώς πιέσεις για να τις χαμηλώσει. Εκείνος βέβαια επέμενε να τις διατηρήσει στα καθιερωμένα επίπεδα. «Ναι, η αλήθεια είναι ότι με πιέζουν για μείωση τιμών. Δεν τις χαμηλώνω όμως, και δεν το κάνω γιατί δεν έχω ανάγκη, τι να κάνουμε; Οποιος έχει ανάγκη τρώει και τα παπούτσια του!», απαντούσε με ειλικρίνεια.
Εαν κάποιος του ανέθετε να εκπληρώσει ένα συγκεκριμένο έργο συχνά νευρίαζε και δεν δίσταζε να αρνηθεί. Θα δεχόταν μόνο αν ήταν κάτι που τον ενέπνεε. Οπως τότε που τον είχαν προσεγγίσει οι επικεφαλής της συλλογής του Metropolitan.
«Αν πρόκειται για κάτι που είναι εφικτό, θα το κάνω, αν αυτό δεν είναι εφικτό, δεν θα το κάνω. Θα σας πως ενα παράδειγμα: το Νοσοκομείο Metropolitan στο Νέο Φάληρο έχει έναν ολόκληρο τοίχο με δικό μου έργο. Αυτό ήταν όλο μια παραγγελία. Το έφτιαξα σε τελάρο και τους άρεσε. Από εκεί και πέρα σίγουρα υπάρχουν συλλέκτες, όπως κάποιοι γνωστοί δικηγόροι που λένε ‘θέλουμε έργα ρεαλιστικά, θέλουμε έργα αφαιρετικά’. Εμένα δεν με αφορά αυτός ο τρόπος προσέγγισης».
Ο ΠΛΑΣΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ Η ΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟ BONHAMS
Για εκείνους που απορούν αν είχε τύχει να βρεθεί ποτέ ο ίδιος μπροστά σε ένα δικό του πλαστό έργο είχε απαντήσει με ευθύτητα, ξύνοντας μάλιστα μια ανοιχτή πληγή της ελληνικής αγοράς, που ακόμη… παραμένει ένα μυστήριο άλυτο. Το δε εντυπωσιακό είναι ότι είχε αποκαλύψει πως του τα έφερναν άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στη δευτερογενή αγορά.
«Πολλές φορές! Και μάλιστα, τις περισσότερες φορές μου τα φέρνουν είτε ιδιώτες, είτε άνθρωποι που σχετίζονται με τις δημοπρασίες. Αλλες, πάω σε κάποιο σπίτι, και τυχαίνει να δω έργο ως δικό μου το οποίο όμως δεν είναι, είναι πλαστό!», είχε αποκαλύψει.
Εξαιτίας μάλιστα αυτής της κατάστασης είχε ξεκινήσει εδώ και χρόνια να καταγράφει όλο το έργο του και να το αποθηκεύει με τη μορφή των catalogue raisonés. «Δεν μπορεί όμως να το κάνει αυτό ο οποιοσδήποτε, πρέπει να πληρώσει ο καλλιτέχνης για να γίνει αυτή η δουλειά», έλεγε.
Το πιο τραγικό περιστατικό που του είχε συμβεί ήταν όταν ο οίκος Bonhams είχε προσπαθήσει να πουλήσει σε δημοπρασία του ένα πλαστό έργο του. Όταν το αντιλήφθηκε κινήθηκε νομικά, ωστόσο η απογοήτευση ήταν μεγάλη.
«Στον οίκο Bonhams είχε βγει ένα έργο μου προς πώληση το οποίο ήταν πλαστό. Εγώ είχα ειδοποιήσει, διότι τύχαινε να είναι και δημοσιευμένο έργο. Με πήρε μάλιστα τότε και ο αγοραστής. Είχα κάνει αγωγή και είχα πει: εφόσον είναι ζώντα καλλιτέχνη πως το πουλάτε; Ο μόνος που μπορεί να διαβεβαιώσει για τη γνησιότητα είναι ο καλλιτέχνης», είχε αποκαλύψει.
*ΑΠΟ ΤO ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΛΗΤΩΣ ΜΗΣΙΑΚΟΥΛΗ
Ανθρωποι της αγοράς τέχνης αναρωτιούνταν για το ποιοι είχαν «βάλει το χεράκι τους» να γίνει αυτή η επιλογή συνθέτοντας διάφορα σενάρια. Τα πράγματα ωστόσο ήταν πολύ πιο απλά καθώς το έργο ήταν καθαρά μία προσωπική επιλογή του πρώην πρωθυπουργού.
«Με κάλεσε ο ίδιος ο Τσίπρας και μου ζήτησε να δει έργα μου», είχε ο ίδιος αποκαλύψει σε συνάντησή του με τη στήλη ART BUSINESS της εφημερίδας «ΕΠΕΝΔΥΣΗ».
«Η επιλογή όμως, δεν έγινε με τη μία. Πέρασαν πολλά έργα μου από το γραφείο του. Και αυτό που του έκανε εντύπωση και του άρεσε πιο πολύ, ήταν το συγκεκριμένο».
Ούτε ο ίδιος είχε συνειδητοποιήσει την επιλογή του πρωθυπουργού μέχρι την ημέρα που πήγε να δει το έργο τοποθετημένο επισήμως στο γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου.
«Οταν πήγα στο Μαξίμου, και μπήκα μέσα και είδα κρεμασμένο το έργο, κατάλαβα και συμφώνησα ότι ταιριάζει. Τόσο με τον ίδιο τον Τσίπρα, όσο και με το γραφείο του», είχε εκμυστηρευτεί.
Ο κίτρινος – όπως τον αποκαλούν - πίνακας του Κοκκινίδη, ήταν από τα βαριά πυροβολικά του Μαξίμου με την αξία του να κυμαίνεται μεταξύ 20.000 και 30.000 ευρώ.
«ΌΛΟΙ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΟΥΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥΣ»
Ο Δημοσθένης Κοκκινίδης, ήταν από τους εικαστικούς που διατηρούσαν μια ουδέτερη στάση απέναντι σε αυτό που αποκαλείται χρηματιστήριο ή επένδυση σε έργα τέχνης. Δεν τον ενοχλούσε και δεν ενοχλούσε ο ίδιος τη δραστηριότητα. Απεναντίας, όποτε του δινόταν η ευκαιρία πληροφορείτο με ενδιαφέρον για τις τελικές τιμές που αγγίζουν τα έργα του, στην ιδιωτική αγορά, ή τις δημοπρασίες. Θεωρούσε μάλιστα υποκριτές τους αγοραστές που αποκαλούνται αμιγώς φιλότεχνοι ή εκείνους που λένε πως αγοράζουν μόνο για συλλογή και όχι με επενδυτικό σκοπό.
«Oλοι στο πίσω μέρος του μυαλού τους σκέφτονται την οικονομική αξία. Να μην χάσουν τα λεφτά τους. Ακόμα και εκείνοι που αγόρασαν από πάθος, ή με καθαρή πρόθεση για συλλογή και όχι για την επένδυση, θα κάνουν... μελλοντικούς υπολογισμούς ή εν πάση περιπτώσει θα θέλουν να ξέρουν αν η αξία του έργου τους παραμένει σταθερή αυξάνεται ή πέφτει», εξηγούσε.
ΟΤΑΝ Ο ΚΟΚΚΙΝΙΔΗΣ ΚΑΤΕΚΡΙΝΕ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΤΕΧΝΗΣ
Τα τελευταία χρόνια, η αγορά έργων του Κοκκινίδη βρίσκεται σε πλήρη κινητικότητα υποσχόμενη μάλιστα και μελλοντικό περιθώριο ανόδου. Εργα του διακινούνται στην ελληνική πρωτογενή αγορά, καθώς επίσης σε Λονδίνο, Κύπρο και Παρίσι. Εύλογα θα σκεφτεί κανείς, γιατί ο ίδιος δεν επιμένει περισσότερο στη διακίνηση των έργων του στο εξωτερικό.
Οι επενδυτές και συλλέκτες να περιμένουν άνοδο στις τιμές των έργων του καθώς από την περσινή του έκθεση στον Εικαστικό Κύκλο Sianti, η ζήτηση είχε αναθερμανθεί παρά τα συνεχή απόνερα της οικονομικής κρίσης.
Όπως ο ίδιος είχε πει δεν υπάρχει σωστά δομημένη αγορά έξω και κάτι τέτοιο θέλει πολλά χρόνια για να δημιουργηθεί.
«Αρνούμαι να βγω στο εξωτερικό. Διότι αυτοί που ασχολούνται με το ζήτημα της εκτίμησης της ελληνικής τέχνης, συμπεριλαμβανομένων και ισχυρών εμπόρων ή ιστορικών τέχνης φτιάχνουν αξίες χωρίς νόημα! Δεν υπάρχει ελληνικό εμπόριο! Είναι ερασιτέχνες!», περιέγραφε με απογοήτευση για την πτώση των τιμών στα ελληνικά έργα που διακινούνται στη διεθνή αγορά.
«Αν ένας αρχιτέκτονας δημοσιευτεί με τη δουλειά του σε ένα διεθνές περιοδικό, την επόμενη ημέρα θα έχει παραγγελίες και θα έχει γίνει διάσημος. Δεν υπάρχει ούτε το μάρκετινγκ στην ελληνική αγορά! Απλώς, ο κάθε ιδιώτης, κάνει ό,τι μπορεί χωρίς καμία οργάνωση. Υπάρχουν συλλέκτες που κυριαρχούν, αγοράζουν, πουλούν και υπάρχουν και οι διαχειριστές: γκαλερί και γυρολόγοι που πουλάνε τέχνη και κάνουν παζάρια με τον καλλιτέχνη».
Σχετικά με τις τιμές των έργων του, είχε παραδεχθεί ότι του ασκούνται διαρκώς πιέσεις για να τις χαμηλώσει. Εκείνος βέβαια επέμενε να τις διατηρήσει στα καθιερωμένα επίπεδα. «Ναι, η αλήθεια είναι ότι με πιέζουν για μείωση τιμών. Δεν τις χαμηλώνω όμως, και δεν το κάνω γιατί δεν έχω ανάγκη, τι να κάνουμε; Οποιος έχει ανάγκη τρώει και τα παπούτσια του!», απαντούσε με ειλικρίνεια.
Εαν κάποιος του ανέθετε να εκπληρώσει ένα συγκεκριμένο έργο συχνά νευρίαζε και δεν δίσταζε να αρνηθεί. Θα δεχόταν μόνο αν ήταν κάτι που τον ενέπνεε. Οπως τότε που τον είχαν προσεγγίσει οι επικεφαλής της συλλογής του Metropolitan.
«Αν πρόκειται για κάτι που είναι εφικτό, θα το κάνω, αν αυτό δεν είναι εφικτό, δεν θα το κάνω. Θα σας πως ενα παράδειγμα: το Νοσοκομείο Metropolitan στο Νέο Φάληρο έχει έναν ολόκληρο τοίχο με δικό μου έργο. Αυτό ήταν όλο μια παραγγελία. Το έφτιαξα σε τελάρο και τους άρεσε. Από εκεί και πέρα σίγουρα υπάρχουν συλλέκτες, όπως κάποιοι γνωστοί δικηγόροι που λένε ‘θέλουμε έργα ρεαλιστικά, θέλουμε έργα αφαιρετικά’. Εμένα δεν με αφορά αυτός ο τρόπος προσέγγισης».
Ο ΠΛΑΣΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ Η ΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟ BONHAMS
Για εκείνους που απορούν αν είχε τύχει να βρεθεί ποτέ ο ίδιος μπροστά σε ένα δικό του πλαστό έργο είχε απαντήσει με ευθύτητα, ξύνοντας μάλιστα μια ανοιχτή πληγή της ελληνικής αγοράς, που ακόμη… παραμένει ένα μυστήριο άλυτο. Το δε εντυπωσιακό είναι ότι είχε αποκαλύψει πως του τα έφερναν άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στη δευτερογενή αγορά.
«Πολλές φορές! Και μάλιστα, τις περισσότερες φορές μου τα φέρνουν είτε ιδιώτες, είτε άνθρωποι που σχετίζονται με τις δημοπρασίες. Αλλες, πάω σε κάποιο σπίτι, και τυχαίνει να δω έργο ως δικό μου το οποίο όμως δεν είναι, είναι πλαστό!», είχε αποκαλύψει.
Εξαιτίας μάλιστα αυτής της κατάστασης είχε ξεκινήσει εδώ και χρόνια να καταγράφει όλο το έργο του και να το αποθηκεύει με τη μορφή των catalogue raisonés. «Δεν μπορεί όμως να το κάνει αυτό ο οποιοσδήποτε, πρέπει να πληρώσει ο καλλιτέχνης για να γίνει αυτή η δουλειά», έλεγε.
Το πιο τραγικό περιστατικό που του είχε συμβεί ήταν όταν ο οίκος Bonhams είχε προσπαθήσει να πουλήσει σε δημοπρασία του ένα πλαστό έργο του. Όταν το αντιλήφθηκε κινήθηκε νομικά, ωστόσο η απογοήτευση ήταν μεγάλη.
«Στον οίκο Bonhams είχε βγει ένα έργο μου προς πώληση το οποίο ήταν πλαστό. Εγώ είχα ειδοποιήσει, διότι τύχαινε να είναι και δημοσιευμένο έργο. Με πήρε μάλιστα τότε και ο αγοραστής. Είχα κάνει αγωγή και είχα πει: εφόσον είναι ζώντα καλλιτέχνη πως το πουλάτε; Ο μόνος που μπορεί να διαβεβαιώσει για τη γνησιότητα είναι ο καλλιτέχνης», είχε αποκαλύψει.
*ΑΠΟ ΤO ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΛΗΤΩΣ ΜΗΣΙΑΚΟΥΛΗ