ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Πώς δικαιολογείται ο σάλος που προκλήθηκε στα μαγαζιά λίγο πριν το lockdown;
Λίγες μόλις ώρες πριν από την έναρξη του νέου lockdown και την εφαρμογή των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας
, καταναλωτές έσπευσαν να προμηθευτούν διάφορα είδη, πρώτης ανάγκης και μη, ώστε να μην τους λείψει κάτι την περίοδο που ακολουθεί. Μάλιστα, το καταναλωτικό «κύμα» δεν φάνηκε να έχει προτίμηση σε κάποια συγκεκριμένα είδη, καθώς οι αγορές κάλυπταν ένα μεγάλο φάσμα προϊόντων, από τρόφιμα και είδη ρουχισμού μέχρι καλλυντικά και βαφές μαλλιών.
«Αυτό που είδαμε ήταν μια εκδήλωση υστερίας που κινητοποιήθηκε από την ανάγκη να μείνουμε όπως είμαστε. Στο άκουσμα του lockdown υπήρξε ο πανικός ότι θα κλείσουν τα μαγαζιά και ο φόβος της ευαλωτότητας υπερίσχυσε της λογικής σκέψης ότι στο προηγούμενο lockdown τα σούπερ μάρκετ, τα καταστήματα ειδών πρώτης ανάγκης και το ηλεκτρονικό εμπόριο λειτούργησαν κανονικά», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κοινωνική και κλινική ψυχολόγος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στη διοίκηση υπηρεσιών υγείας, Ελένη Πατίδου.
Η ίδια χαρακτηρίζει τέτοιου είδους συμπεριφορές ως απόρροια της κοινωνίας της επίδοσης, μιας έννοιας που συναντάται στην επιστήμη της ψυχολογίας για να εκφράσει μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι έχουν την τάση να είναι όσο το δυνατόν πιο όμορφοι, πιο δυνατοί, πιο υγιείς, πιο πετυχημένοι. Σημειώνει, μάλιστα, ότι «αυτό το νιώθουμε με τις αγορές», ωστόσο σχολιάζει ότι «ο μηχανισμός που κρύβεται πίσω από την κοινωνία της επίδοσης ενδέχεται να μην είναι τόσο εμφανής. Η παρότρυνση για καταναλωτισμό έρχεται από εμάς τους ίδιους. Εμείς οι ίδιοι πιέζουμε τους εαυτούς μας για να είμαστε καλύτεροι σε όλους τους τομείς, σε υλικά αγαθά, ακόμη και στην παιδεία και τη μόρφωση».
Και μπορεί κάτι τέτοιο να φαίνεται λογικό όταν πρόκειται για υλικά αγαθά, ωστόσο προκαλεί δεύτερες σκέψεις όταν αφορά την υγεία ή την παιδεία. «Για παράδειγμα, είναι πιθανό να υπάρχουν ακόμη και επτά διαγνωστικά κέντρα σε μια γειτονιά, ή να διαφημίζονται διαρκώς προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές. Πλέον τα παιδιά αρχίζουν φροντιστήριο από το δημοτικό σχολείο για να προετοιμάζονται καλά ώστε να ανταπεξέλθουν αργότερα στις πανελλήνιες. Πιεζόμαστε μόνοι μας να κάνουμε ένα ακόμη μεταπτυχιακό, ένα ακόμη διδακτορικό, να μάθουμε μια ακόμη ξένη γλώσσα, για να έχουμε περισσότερα εφόδια στην αγορά εργασίας. Τελικά δημιουργείται μια προκλητή ζήτηση, η οποία μας εμπλέκει σε έναν ατέρμονο αγώνα, ο οποίος όμως τελικά, λόγω έλλειψης χρόνου και αποθεμάτων ενέργειας, μπορεί να μας απογυμνώσει από την εσωτερικότητά μας. Είμαστε πια άδειοι από αξίες», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά η κ. Πατίδου.
Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση και καθώς οι ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν προέρχονται από τον ίδιο μας τον εαυτό, ενισχύεται μια μορφή ψευδούς ελευθερίας, της αίσθησης, δηλαδή, ότι είναι ο καθένας ελεύθερος να επιδιώξει και να αποκτήσει κάποιο αγαθό. «Αυτό είναι το δεινό της κοινωνίας της επίδοσης», εξηγεί η ψυχολόγος και φέρνει ως χαρακτηριστική την περίπτωση των διαφημίσεων. «Κάποτε, η διαφήμιση για ένα τρόφιμο είχε να κάνει με το ίδιο το τρόφιμο, το πόσο καλό είναι. Σταδιακά άρχισε να παίρνει άλλη μορφή, να πρεσβεύει ότι ένα προϊόν μπορεί να μας δώσει δύναμη, κύρος, ευτυχία. Εκείνοι που ασχολούνται με την ψυχολογία του καταναλωτή, της υψηλής παραγωγικότητας έχουν διαπιστώσει ότι με τον τρόπο αυτό, εκείνος που πιέζει για την αγορά του προϊόντος είναι ο ίδιος ο καταναλωτής», προσθέτει.
Παρ' όλα αυτά επισημαίνει ότι «δεν είναι, όλοι έτσι. Οι άνθρωποι που μπορούν να ελέγξουν την παρόρμησή τους ήταν στην πανδημία λιγότερο καταναλωτικοί. Διαπίστωσαν, μάλιστα, ότι έχουν λιγότερες ανάγκες και μετά το πρώτο lockdown εξακολούθησαν να έχουν περιορισμούς. Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να χαλιναγωγήσουν τις παρορμήσεις τους, έχουν αυτή την κριτική ικανότητα. Ελάχιστοι, όμως, είναι εκείνοι που δεν παρασύρονται από όλη αυτή την προκλητή αναζήτηση και κατανάλωση. Θέλει μεγάλη δύναμη για να αντισταθεί κάποιος στην εσωτερική του παρόρμηση».
Στο ερώτημα αν οι μικρές ηλικίες είναι πιο επιρρεπείς στον καταναλωτισμό, η κ. Πατίδου απαντά ότι τα παιδιά μαθαίνουν από τους γονείς και σημειώνει: «αν ο γονιός λείπει πολλές ώρες και έρχεται με ένα παιχνίδι, εκείνη την ώρα το παιδί θα χαρεί αλλά το κενό θα παραμείνει μέσα του. Το ίδιο συμβαίνει και στους ενήλικες που για λίγο χαίρονται για την αγορά που έκαναν όμως στη συνέχεια παλεύουν με τις συνέπειες, τα χρέη, το κενό που νιώθουν, τις ενοχές γιατί ξόδεψαν χρήματα άσκοπα». Χαρακτηρίζει, παράλληλα, την Black Friday ως χαρακτηριστικό παράδειγμα προκλητής ζήτησης, αφού όλοι νομίζουν ότι τρέχουν για να προλάβουν μια ευκαιρία. Εκτιμά, μάλιστα, ότι φέτος, εν μέσω lockdown, θα αισθανθούν οι καταναλωτές ακόμη πιο πιεσμένοι επειδή δεν λειτουργεί το λιανικό εμπόριο, και θα θελήσουν να «ξεδώσουν» στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Με την επισήμανση ότι οι διαδικτυακές αγορές μπορεί να είναι μια πολύ χρήσιμη εναλλακτική κατά την περίοδο του lockdown, ώστε να καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες των πολιτών, η ψυχολόγος Ελένη Πατίδου υπογραμμίζει τη σημασία της επίγνωσης των δυνατοτήτων του διαδικτύου, των συνεπειών του αλλά και τον ρόλο που μπορούν να παίξουν οι διαπροσωπικές σχέσεις και η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων ως αντίδοτο στον καταναλωτισμό.
«Η αγάπη, η συντροφικότητα, η συσχέτιση με τους άλλους αλλά κυρίως η επίγνωση του παρορμητισμού μας μπορούν να αντισταθμίσουν το κενό, την έλλειψη των αξιών και την υποβόσκουσα εσωτερική πίεση που προκαλεί το ατέρμονο κυνήγι για να αποκτήσουμε περισσότερα», υπογραμμίζει.
«Αυτό που είδαμε ήταν μια εκδήλωση υστερίας που κινητοποιήθηκε από την ανάγκη να μείνουμε όπως είμαστε. Στο άκουσμα του lockdown υπήρξε ο πανικός ότι θα κλείσουν τα μαγαζιά και ο φόβος της ευαλωτότητας υπερίσχυσε της λογικής σκέψης ότι στο προηγούμενο lockdown τα σούπερ μάρκετ, τα καταστήματα ειδών πρώτης ανάγκης και το ηλεκτρονικό εμπόριο λειτούργησαν κανονικά», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κοινωνική και κλινική ψυχολόγος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στη διοίκηση υπηρεσιών υγείας, Ελένη Πατίδου.
Απόρροια της κοινωνίας της επίδοσης
Η ίδια χαρακτηρίζει τέτοιου είδους συμπεριφορές ως απόρροια της κοινωνίας της επίδοσης, μιας έννοιας που συναντάται στην επιστήμη της ψυχολογίας για να εκφράσει μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι έχουν την τάση να είναι όσο το δυνατόν πιο όμορφοι, πιο δυνατοί, πιο υγιείς, πιο πετυχημένοι. Σημειώνει, μάλιστα, ότι «αυτό το νιώθουμε με τις αγορές», ωστόσο σχολιάζει ότι «ο μηχανισμός που κρύβεται πίσω από την κοινωνία της επίδοσης ενδέχεται να μην είναι τόσο εμφανής. Η παρότρυνση για καταναλωτισμό έρχεται από εμάς τους ίδιους. Εμείς οι ίδιοι πιέζουμε τους εαυτούς μας για να είμαστε καλύτεροι σε όλους τους τομείς, σε υλικά αγαθά, ακόμη και στην παιδεία και τη μόρφωση».
Και μπορεί κάτι τέτοιο να φαίνεται λογικό όταν πρόκειται για υλικά αγαθά, ωστόσο προκαλεί δεύτερες σκέψεις όταν αφορά την υγεία ή την παιδεία. «Για παράδειγμα, είναι πιθανό να υπάρχουν ακόμη και επτά διαγνωστικά κέντρα σε μια γειτονιά, ή να διαφημίζονται διαρκώς προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές. Πλέον τα παιδιά αρχίζουν φροντιστήριο από το δημοτικό σχολείο για να προετοιμάζονται καλά ώστε να ανταπεξέλθουν αργότερα στις πανελλήνιες. Πιεζόμαστε μόνοι μας να κάνουμε ένα ακόμη μεταπτυχιακό, ένα ακόμη διδακτορικό, να μάθουμε μια ακόμη ξένη γλώσσα, για να έχουμε περισσότερα εφόδια στην αγορά εργασίας. Τελικά δημιουργείται μια προκλητή ζήτηση, η οποία μας εμπλέκει σε έναν ατέρμονο αγώνα, ο οποίος όμως τελικά, λόγω έλλειψης χρόνου και αποθεμάτων ενέργειας, μπορεί να μας απογυμνώσει από την εσωτερικότητά μας. Είμαστε πια άδειοι από αξίες», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά η κ. Πατίδου.
Η ψευδής ελευθερία και η δύναμη της διαφήμισης
Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση και καθώς οι ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν προέρχονται από τον ίδιο μας τον εαυτό, ενισχύεται μια μορφή ψευδούς ελευθερίας, της αίσθησης, δηλαδή, ότι είναι ο καθένας ελεύθερος να επιδιώξει και να αποκτήσει κάποιο αγαθό. «Αυτό είναι το δεινό της κοινωνίας της επίδοσης», εξηγεί η ψυχολόγος και φέρνει ως χαρακτηριστική την περίπτωση των διαφημίσεων. «Κάποτε, η διαφήμιση για ένα τρόφιμο είχε να κάνει με το ίδιο το τρόφιμο, το πόσο καλό είναι. Σταδιακά άρχισε να παίρνει άλλη μορφή, να πρεσβεύει ότι ένα προϊόν μπορεί να μας δώσει δύναμη, κύρος, ευτυχία. Εκείνοι που ασχολούνται με την ψυχολογία του καταναλωτή, της υψηλής παραγωγικότητας έχουν διαπιστώσει ότι με τον τρόπο αυτό, εκείνος που πιέζει για την αγορά του προϊόντος είναι ο ίδιος ο καταναλωτής», προσθέτει.
Ο έλεγχος των παρορμήσεων
Παρ' όλα αυτά επισημαίνει ότι «δεν είναι, όλοι έτσι. Οι άνθρωποι που μπορούν να ελέγξουν την παρόρμησή τους ήταν στην πανδημία λιγότερο καταναλωτικοί. Διαπίστωσαν, μάλιστα, ότι έχουν λιγότερες ανάγκες και μετά το πρώτο lockdown εξακολούθησαν να έχουν περιορισμούς. Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να χαλιναγωγήσουν τις παρορμήσεις τους, έχουν αυτή την κριτική ικανότητα. Ελάχιστοι, όμως, είναι εκείνοι που δεν παρασύρονται από όλη αυτή την προκλητή αναζήτηση και κατανάλωση. Θέλει μεγάλη δύναμη για να αντισταθεί κάποιος στην εσωτερική του παρόρμηση».
Στο ερώτημα αν οι μικρές ηλικίες είναι πιο επιρρεπείς στον καταναλωτισμό, η κ. Πατίδου απαντά ότι τα παιδιά μαθαίνουν από τους γονείς και σημειώνει: «αν ο γονιός λείπει πολλές ώρες και έρχεται με ένα παιχνίδι, εκείνη την ώρα το παιδί θα χαρεί αλλά το κενό θα παραμείνει μέσα του. Το ίδιο συμβαίνει και στους ενήλικες που για λίγο χαίρονται για την αγορά που έκαναν όμως στη συνέχεια παλεύουν με τις συνέπειες, τα χρέη, το κενό που νιώθουν, τις ενοχές γιατί ξόδεψαν χρήματα άσκοπα». Χαρακτηρίζει, παράλληλα, την Black Friday ως χαρακτηριστικό παράδειγμα προκλητής ζήτησης, αφού όλοι νομίζουν ότι τρέχουν για να προλάβουν μια ευκαιρία. Εκτιμά, μάλιστα, ότι φέτος, εν μέσω lockdown, θα αισθανθούν οι καταναλωτές ακόμη πιο πιεσμένοι επειδή δεν λειτουργεί το λιανικό εμπόριο, και θα θελήσουν να «ξεδώσουν» στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Αντίδοτο στον καταναλωτισμό, η επίγνωση και μια στροφή στις αξίες
Με την επισήμανση ότι οι διαδικτυακές αγορές μπορεί να είναι μια πολύ χρήσιμη εναλλακτική κατά την περίοδο του lockdown, ώστε να καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες των πολιτών, η ψυχολόγος Ελένη Πατίδου υπογραμμίζει τη σημασία της επίγνωσης των δυνατοτήτων του διαδικτύου, των συνεπειών του αλλά και τον ρόλο που μπορούν να παίξουν οι διαπροσωπικές σχέσεις και η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων ως αντίδοτο στον καταναλωτισμό.
«Η αγάπη, η συντροφικότητα, η συσχέτιση με τους άλλους αλλά κυρίως η επίγνωση του παρορμητισμού μας μπορούν να αντισταθμίσουν το κενό, την έλλειψη των αξιών και την υποβόσκουσα εσωτερική πίεση που προκαλεί το ατέρμονο κυνήγι για να αποκτήσουμε περισσότερα», υπογραμμίζει.