Ήταν λίγο πριν από τις πεντέμισι το απόγευμα (ώρα Ελλάδος. Τρεισήμιση ώρα Γκρίνουϊτς) της περασμένης Τρίτης (16 Νοεμβρίου), όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης περνούσε την πόρτα της Ντάουνιγκ Στρίτ 10, για την προγραμματισμένη συνάντηση εργασίας με τον Βρετανό ομόλογό του Μπόρις Τζόνσον.

Μία ημέρα νωρίτερα, είχε διακηρύξει δημόσια και με εμφαντικό τρόπο πως αιχμή του δόρατος στην μετάξύ τους συζήτησης, θα αποτελούσε το στοιχειωμένο θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, το οποίο θεωρεί υψίστης εθνικής σημασίας. Δήλωσε χαρακτηριστικά στους «Financial Times»: «Τα Γλυπτά είναι εδώ γιατί τα έκλεψαν. (Γι αυτό και) δεν μου αρέσει να μιλάω για την επιστροφή των μαρμάρων, μου αρέσει να μιλάω για την επανένωση των μαρμάρων. Και δεν συμβιβάζομαι με δανεισμό. Εάν υπάρχει θέληση, είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να βρούμε μια λύση (...). θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία συμφωνία με το βρετανικό μουσείο με αντάλλαγμα εκ μέρους μας, τον δανεισμό  πολιτιστικών θησαυρών που δεν έχουν φύγει ποτέ από τη χώρα μας...».

(Σύμφωνα με πληροφορίες των αγγλικών Τάϊμς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προτείνει ως «αντάλλαγμα» δύο από τα λαμπρότερα εκθέματα του Εθνικού μας Αρχαιολογικού Μουσείου. Την χρυσή Προσωπίδα του Αγαμέμνονα, που ανακαλύφθηκε από τον Ερρίκο Σλήμαν κατά την διάρκεια της ανασκαφής του στους τάφους των Μυκηνών και το εμβληματικό χάλκινο άγαλμα του Δία (ή Ποσειδώνα), ένα από τα ωραιότερα της κλασικής περιόδου, έξοχο δείγμα του αυστηρού ρυθμού της αρχαίας ελληνικής πλαστικής, που αποδίδεται σε ικανότατο δημιουργό, ίσως στο διάσημο γλύπτη Κάλαμι).
Screenshot_2021-11-22_at_19_54_32
Screenshot_2021-11-22_at_19_55_03
Screenshot_2021-11-22_at_19_56_20
Screenshot_2021-11-22_at_19_56_58

Έτσι, όταν μετά την εθιμοτυπική σύντομη συνομιλία μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες και τα φλας των φωτογράφων, έμειναν μόνοι τους πίσω από τις κλειστές πόρτες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κρατώντας μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στο χέρι ξεκαθάριζε στον συνομιλητή του: «Το αίτημά μας δεν είναι φωτοβολίδα. Θα επιμείνουμε με μεθοδικότητα για να χτίσουμε τα απαραίτητα ερείσματα και στη βρετανική κοινή γνώμη για την ανάγκη επανένωσης με τα Γλυπτά του Μουσείου Ακροπόλεως. Είναι σημαντικό ζήτημα που αφορά τις διμερείς μας σχέσεις. Δεν είναι κατά βάση ζήτημα μόνο νομικό, είναι πρωτίστως ζήτημα αξιακό και πολιτικό και θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα για να πετύχουμε το σκοπό μας».
m7

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία στο χέρι του, απεικόνιζε τον ίδιο τον Μπόρις Τζόνσον με την αείμνση Μελίνα (Μερκούρη) κατά το μακρινό 1986, όταν εκείνος είχε προσκαλέσει την τότε Ελληνίδα Υπουργό Πολιτισμού στην « Όξφορντ Γιούνιον» για να προπαγανδίσουν από κοινού την εκστρατεία εκείνης, ώστε το δίκαιο αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών στην Πατρίδα τους (μας), να λάβει διαστάσεις Πανβρετανικού (και παγκόσμιου) Κινήματος.

Η καίρια υπενθύμιση, προφανώς και δεν ήταν ικανή να κάνει τον νυν Βρετανό ηγέτη να αλλάξει θέση επί του θέματος και να συνεναίσει στο αίτημα του Έλληνα ομόβαθμού του.
m3
m4

Ήταν μόλις τον περασμένο Μάρτιο όταν δήλωνε στην εφημερίδα Τα Νέα: «Κατανοώ τα έντονα συναισθήματα του ελληνικού λαού -και μάλιστα του πρωθυπουργού Μητσοτάκη- για το θέμα αλλά η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει μια σταθερή, μακροχρόνια θέση με τα γλυπτά, η οποία έγκειται στο ότι αποκτήθηκαν νόμιμα από τον Λόρδο Έλγιν, σύμφωνα με τους νόμους της εποχής, και ανήκουν νόμιμα στους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου από την απόκτησή τους».
Screenshot_2021-11-22_at_20_00_04
Screenshot_2021-11-22_at_20_01_16

m1
m2

«Λίγοι Έλληνες ηγέτες έχουν δώσει τόσο μεγάλη προτεραιότητα στον επαναπατρισμό των Γλυπτών όπως ο Μητσοτάκης ο οποίος έχει περιγράψει την άρνηση της Βρετανίας να δεσμευτεί μέσω συζητήσεων ως μια χαμένη μάχη», υπογραμμίζει με έμφαση ο «Γκάρντιαν», σε δημοσίευμά του.Για την ιστορική ακρίβεια, πάντως, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι και επί πρωθυπουργίας Αλέξη Τσίπρα είχε ζητηθεί από τη Βρετανία και συγκεκριμένα από την τότε πρωθυπουργό της χώρας Τερέζα Μέι η επιστροφή των Γλυπτών, χωρίς όμως να υπάρξει κάποια θετική εξέλιξη ή κάποιες ελπίδες για το μέλλον.

Διαχρονικά, τα αιτήματα ελλήνων πολιτικών προς τη Βρετανία αλλά και συγκεκριμένα προς το Βρετανικό Μουσείο για επιστροφή των Γλυπτών είναι πολλά αλλά όλα είχαν την ίδια τύχη. Το Βρετανικό Μουσείο θεωρεί ότι είναι «ιδιοκτήτης» των Γλυπτών μετά την κλοπή τους από τον βρετανό Λόρδο Τόμας Έλγιν, γι αυτό, ακόμη και σήμερα, πλείστοι στην Γηραιά Αλβιόνα τα ονομάζουν «Ελγίνεια Μάρμαρα».

Η ιστορική ομιλία της Μελίνας


Και μπορεί η διεκδίκηση για επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα να επιχειρήθηκε από αρκετούς πολιτικούς, ανθρώπους της τέχνης και διανοούμενους ωστόσο ανάμεσα σε όλους αυτούς, ξεχώρισε η προσπάθεια της Μελίνας Μερκούρη η οποία στις 30 Ιουλίου του 1982 θέτει στη Διάσκεψη των υπουργών Πολιτισμού της UNESCO το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα.

Η ομιλία της έμεινε στην ιστορία και ακόμη και σήμερα συγκινεί όποιον την διαβάσει ή την ακούσει. «Είναι η υπερηφάνειά μας, είναι οι θυσίες μας. Είναι το ευγενέστερο σύμβολο τελειότητας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι οι φιλοδοξίες μας και το ίδιο τ’ όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητας», είχε τονίσει μεταξύ άλλων.

Η κλοπή των γλυπτών

«Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Ναπολέων σκέφτεται να αποπειραθεί να εισβάλει στην Αγγλία. Αποφασίζει να μην το πράξει. Αντί αυτού εισβάλλει στην Αίγυπτο αποσπώντας την από την τουρκική κυριαρχία, γεγονός που δυσαρεστεί πολύ τους Τούρκους. Η Βρετανία βρίσκει ότι αυτή είναι μια πρώτης τάξεως στιγμή να διορίσει πρεσβευτή στην Τουρκία. Τα καθήκοντα αναλαμβάνει ο Λόρδος Έλγιν», γράφει ανάμεσα στα άλλα  η καθηγήτρια στο «Κινγκς Κόλετζ» του Λονδίνου Eμα Πέιν.

(Σ.Σ.:Ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Έλγιν και 11ος κόμης του Κίνκαρντιν, ήταν ένας αριστοκράτης με μια πολλά υποσχόμενη πολιτική καριέρα. Κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου με την επαναστατημένη Γαλλία κατείχε διάφορες διπλωματικές θέσεις στη Βιέννη, τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Επέστρεψε στην πατρίδα του τη Σκωτία το 1796, όπου και έχτισε ένα μέγαρο στο Μπρούμχολ. Ο αρχιτέκτονας που το επιμελήθηκε ήταν ο Τόμας Χάρισον, που μοιραζόταν με τον πελάτη του, το ίδιο πάθος για την ελληνική αρχιτεκτονική αλλά και γλυπτική).

...Και η Έμα Πέιν, συνεχίζει: «Ο αρχιτέκτονάς του Έλγιν, του μιλάει για τα θαύματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής και του λέει πως θα ήταν μια θαυμάσια ιδέα να κάνει αντίγραφα από τα πραγματικά έργα στην Αθήνα. «Θαυμάσιο πράγματι», λέει ο Έλγιν. Αρχίζει να συγκροτεί μια ομάδα ανθρώπων που θα μπορούσαν να κάνουν αρχιτεκτονικά σχέδια με επικεφαλής έναν ικανό ζωγράφο που δεν ήταν άλλος από τον Ιταλό Τζιοβάνι Λουσιέρι. Εφημέριος της ομάδας ήταν ο αιδεσιμότατος Φίλιπ Χαντ. Δεν θα μιλήσω με πολύ σεβασμό γι’ αυτόν. Αν είχα να εξαιρέσω του Λόρδο Έλγιν ο αρχιαπατεώνας στην υπόθεση όπως τη βλέπω ήταν ο αιδεσιμότατος Χαντ. (…) Ας στραφούμε τώρα στην Ελλάδα. Την Ελλάδα, εκείνη που για 400 τόσα χρόνια βρίσκεται κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Η ομάδα των καλλιτεχνών του Έλγιν φθάνει στην Αθήνα. Οι Τούρκοι έχουν ορίσει δύο κυβερνήσεις, μια πολιτική και μια στρατιωτική. Πολλά έχουν ειπωθεί και συνεχίζονται να λέγονται για το πόσο λίγο ενδιαφέρον εκδήλωναν οι Τούρκοι για τους θησαυρούς της Ακρόπολης. Εν τούτοις, χρειάστηκαν 6 μήνες για να επιτραπεί η είσοδος στην ομάδα του Έλγιν. Αλλά τα κατάφεραν με 5 λίρες, στο χέρι του στρατιωτικού κυβερνήτη, για κάθε επίσκεψη. Αυτό εγκαινίασε μια διαδικασία δωροδοκίας και διαφθοράς των αξιωματικών που δεν θα σταματούσε μέχρι να συσκευαστούν και να φορτωθούν τα μάρμαρα για την Αγγλία. Μεταφορά των Γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο. Όμως όταν στήθηκαν οι σκαλωσιές και τα αντίγραφα ήταν έτοιμα να γίνουν, ξαφνικά έφθασαν φήμες για προετοιμασία στρατιωτικής δράσης των Γάλλων. Ο Τούρκος κυβερνήτης διέταξε την ομάδα του Έλγιν να κατέβει από την Ακρόπολη. Με 5 λίρες την επίσκεψη ή όχι, η πρόσβαση στην Ακρόπολη ήταν απαγορευμένη. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να τους επιτραπεί η είσοδος ξανά. Να χρησιμοποιήσει ο Έλγιν την επιρροή του πάνω στο Σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη, ν’ αποσπάσει ένα έγγραφο, που θα διέταζε τις αρχές των Αθηνών να επιτρέψουν τη συνέχιση των εργασιών. Ο αιδεσιμότατος Χαντ πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη να συναντήσει τον Λόρδο Έλγιν. Ζητά στο έγγραφο να αναφέρεται ότι οι καλλιτέχνες – παρακαλώ προσέξτε το αυτό – είναι αποκλειστικά στην υπηρεσία του Βρετανού Πρεσβευτή. Ο Έλγιν επισκέπτεται το Σουλτάνο και αποσπά το φιρμάνι. Το κείμενο του εγγράφου είναι μάλλον ύπουλα συντεταγμένο. (…) Πριν καλά – καλά φθάσει το φιρμάνι στην Αθήνα, γίνεται μια φοβερή επίθεση πάνω σ’ ένα οικοδόμημα που μέχρι σήμερα θεωρείται από πολλούς, η ευγενέστερη και ωραιότερη από τις ανθρώπινες δημιουργίες. Για να αφηγηθώ όλη την τερατωδία χρειάζεται αρκετός χρόνος και αρκετή ψυχραιμία. Οι λέξεις “λεηλασία”, “ερήμωση”, “αχαλίνωτη καταστροφή”, “αξιοθρήνητη συντριβή και συμφορά” δεν είναι δικές μου για να χαρακτηριστεί το γεγονός. Ειπώθηκαν από τους σύγχρονους του Έλγιν. Ο Horace Smith αναφέρεται στον Έλγιν σαν τον “ληστή των μαρμάρων”. Ο  Λόρδος Μπάιρον τον αποκάλεσε πλιατσικολόγο. Ο Τόμας Χάρντι χαρακτήρισε αργότερα τα Μάρμαρα σαν “αιχμάλωτους σ’ εξορία”».
m8

Η διαφωνία για την τιμή

Οι διαπραγματεύσεις για την πώληση των γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Στέμμα εξελίχθηκε σε μια απίστευτη διαμάχη για την καλλιτεχνική τους αξία. Έπρεπε να αγοραστούν με δημόσιο χρήμα; Και ήταν νόμιμο, κατ’ αρχάς, να τα πάρει η Βρετανία από την Ελλάδα; Το 1816 μια γελοιογραφία του Τζορτζ Κρούικσανκ δείχνει τον Λόρδο Έλγιν να προσπαθεί να πουλήσει τα γλυπτά στον «Τζον Μπουλ» που ενσαρκώνει έναν νηφάλιο Άγγλο που πιστεύει ότι τα χρήματα που θα χρειαστούν θα ήταν καλύτερα να χρησιμοποιηθούν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της οικογένειάς του.

Το 1816 η Επιτροπή καθόρισε τελικά την τιμή των γλυπτών σε £ 35.000. Περίπου $ 500.000 σε σημερινά χρήματα. Ήταν λιγότερα από τα μισά από αυτά που ζητούσε ο Έλγιν. Το Κοινοβούλιο ενέκρινε την εξαγορά με πολύ μικρή πλειοψηφία: 82 ψήφοι υπέρ και 80 κατά.

Αφού πέρασαν αρκετά χρόνια σε μια προσωρινή εγκατάσταση, τα γλυπτά μεταφέρθηκαν, το 1832, στο Δωμάτιο «Έλγιν», του Βρετανικού Μουσείου. Ο χώρος που θα μεταφέρονταν εν τέλει τα γλυπτά, η Πινακοθήκη Ντουβίν, (από το όνομα του επιχειρηματία που τη χρηματοδότησε), ολοκληρώθηκε το 1938, αλλά η εγκατάσταση των γλυπτών διεκόπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των επιδρομών των Ναζί στο Λονδίνο, τα γλυπτά μπήκαν σε αποθήκη και η ίδια η πινακοθήκη υπέστη σοβαρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς. Ο χώρος ανακαινίστηκε και τελικά άνοιξε για το κοινό το 1962.