ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Άξιον Εστί: Ποια η ιστορία της ιερής εικόνας που έφτασε από το «περιβόλι της Παναγίας» στην Αθήνα
Το προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών θα διεξάγεται καθημερινά από τις 7 το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα
Στη Μητρόπολη Αθηνών
βρίσκεται από χθες η εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί» από το Άγιον Όρος και πλήθος κόσμου συρρέει από τα ξημερώματα της Πέμπτης 4/05, προκειμένου να προσκυνήσει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ουρές σχηματίστηκαν ακόμα και μία ώρα πριν να ανοίξουν οι πύλες της Μητρόπολης Αθηνών, για να προσκυνήσουν οι πιστοί την εικόνα του Άξιον Εστί που ταξίδεψε από το Άγιο Όρος στην Αθήνα, όπου θα παραμείνει μέχρι τις 15 Μαΐου.
Το προσκύνημα θα διεξάγεται καθημερινά από τις 7 το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα, ενώ σύμφωνα με το πρόγραμμα, κάθε πρωί θα τελείται Όρθρος και Θεία Λειτουργία και κάθε απόγευμα Παράκληση.
Επιπροσθέτως, την Κυριακή 7 Μαΐου, την Τετάρτη 10 Μαΐου -ημέρα της Μεσοπεντηκοστής- και την Κυριακή 14 Μαΐου θα τελεσθεί Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό, κάθε 10 λεπτά μπαίνουν στη Μητρόπολη Αθηνών από 30 άτομα για να προσκυνήσουν την ιερή εικόνα.
Η συγκεκριμένη εικόνα της Παναγίας φιλοξενείται στο Ιερό Σύνθρονο του Ναού του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους και θεωρείται η σημαντικότερη εικόνα που βρίσκεται στο περιβόλι της Παναγιάς, μιας και είναι «Εφέστιος» και «Προστάτις» των 20 Αγιορείτικων Μονών, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται σε κάθε Μονή.
Εορτάζει με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα τη Δευτέρα του Πάσχα με λιτανεία στην περιοχή των Καρεών.
Επίσης, στις 11 Ιουνίου πραγματοποιείται Θεία Λειτουργία στο Πρωτάτο και πανήγυρη στο Ιερό Παντοκρατορινό Κελλί του «Άξιον Εστίν».
Η εικόνα του «Άξιον Εστί», δεξιοκρατούσα Θεοτόκος, ανήκει στον τύπο της Ελεούσας (όπως η Παναγία του Κύκκου στην Κύπρο μία από τις τρεις εικόνες που αγιογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ευλόγησε η Θεοτόκος). Αγιογραφήθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη πριν το 982 μ.Χ., ενώ το 1836 προστέθηκε το αργυρό πουκάμισό της (96Χ67 εκ) που φιλοτεχνήθηκε στη Μονή Βατοπεδίου.
Ενώπιον της εικόνας, κάνοντας τρεις μετάνοιες και τον σταυρό τους οι Καθηγούμενοι των 20 μονών, στις 3 Οκτωβρίου 1913, υπέγραψαν το ψήφισμα της αιώνιας Ένωσης του Αγίου Όρους με τη Μητέρα Ελλάδα.
Είναι αγιογραφημένη στα χρόνια της εικονομαχίας. Γενικά η όλη τεχνοτροπία της εικόνας είναι αυστηρά βυζαντινή και η όψη της επιβλητική, με γλυκιά σοβαρότητα, γνώρισμα πολλών παλαιών εικόνων. Κατά το έτος 1836 το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας σκεπάσθηκε με λιθοστόλιστο αργυροχρυσωμένο κάλυμμα (υποκάμισο), θαυμαστής αγιορείτικης τέχνης, το οποίο φέρει στο εξωτερικό της περίβλημα τις σφραγίδες των είκοσι μονών. Είναι διαστάσεων 70,5×44 εκ., χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου είχε αλλοιωθεί, αλλά μετά την συντήρηση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η μεταγενέστερη επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».
Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι η Υπέραγνη Μητέρα του Θεού κρατά τον Ιησού Χριστό (παιδί) στη δεξιά αγκαλιά της. Είναι ο τύπος της Θεοτόκου της Δεξιοκρατούσας. Το αριστερό χέρι του Ιησού εισχωρεί κάτω από το μαφόριο και το κουκούλιο της Θεοτόκου, προς τον κόρφο και την καρδιά της. Αυτό δείχνει και την εξάρτηση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από την τροφό Μητέρα Του. Ο Ιησούς Χριστός κρατά ειλητάριο στο δεξί χέρι Του που γράφει την προφητεία του Προφήτη Ησαΐα: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με…» (Προφ. Ησαΐας 61: 1). Εικόνες όπως αυτή χρησιμοποιήθηκαν κατά των αιρετικών, για την εικονογραφική διακήρυξη και διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας μας περί της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου.
Στις 3 Οκτωβρίου 1913 οι αγιορείτες μοναχοί, αφού έκαναν εκτενή δέηση με ολονύκτια αγρυπνία στο ναό του Πρωτάτου, συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα «της αιωνίου και αδιάσπαστου ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος», το οποίο υπέγραψαν οι ηγούμενοι και προϊστάμενοι των μοναστηριών, αφού πρώτα έβαζαν τρεις μετάνοιες μπροστά στην «εφέστιο των εφεστίων» εικόνα του Αγίου Όρους και κατασπάζονταν με βαθύτατη συγκίνηση και δάκρυα την πανάχραντο Δέσποινα και έφορο του Άθω. Το έγγραφο αυτό καθαρογράφτηκε, σφραγίστηκε απ’ τη Κοινότητα και τα μοναστήρια και στάλθηκε το μεν πρωτότυπο στον βασιλέα Κωνσταντίνο, «τον επί του Αγίου Όρους διάδοχον των αοιδίμων Αυτοκρατόρων, των ιδρυτών των ιερών μονών», αντίγραφα δε στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, σε όλες τις κυβερνήσεις των Ορθοδόξων κρατών και στα μέλη «της εν Λονδίνω Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως». Η εικόνα του «Άξιον εστί» τυπώθηκε και στις επίσημες ομολογίες του εθνικού αγιορείτικου δανείου του 1931, μετά την ανεκτίμητη προσφορά απ’ τα μοναστήρια του μεγαλύτερου μέρους των αγιορείτικων μετοχίων προς αποκατάσταση των ακτημόνων και των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής.
Το 1963, με αφορμή τον επίσημο εορτασμό της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, η πάνσεπτη εικόνα με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος και με τη συνοδεία μητροπολιτών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, των αντιπροσώπων των μονών, των διακονητών του Πρωτάτου κ.ά. μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την υποδέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές, βαθύτατη ευλάβεια και συγκίνηση. Πλήθος πιστών της πρωτεύουσας είχαν έτσι την ευκαιρία να προσκυνήσουν τη σεβάσμια και ιστορική εικόνα, που για πρώτη φορά έβγαινε από το ιερό λίκνο της. Στην εκκλησία του Πρωτάτου γίνονται ημέρα και νύκτα οι ακολουθίες και συνεχίζονται αδιάκοπα οι παρακλήσεις και δεήσεις των μοναχών προς την Καρεώτισσα Θεοτόκο. Οι πολλές δημοσιεύσεις του υπομνήματος, οι εκδόσεις της ακολουθίας, το πλήθος των αντιγράφων και ιδιαίτερα η εξαιρετική διάδοση του αγγελοδίδακτου ύμνου του «Άξιον εστίν» έκαναν σ’ όλο τον κόσμο γνωστή την εικόνα.
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, όλα συνέβησαν το βράδυ της 11ης Ιουνίου του 982 μ.χ., όταν ο μαθητής ενός ιερομόναχου που ζούσε σε κοντινή απόσταση από τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, έμεινε μόνος του και δέχτηκε την επίσκεψη ενός αγνώστου μοναχού, ο οποίος του ζήτησε να παραμείνει την νύχτα στο κελί.
Όπως θρυλείται, νωρίς τα χαράματα, όταν οι μοναχοί σηκώθηκαν για να ψάλουν την ακολουθία του Όρθρου στην μικρή εκκλησία του κελιού και όταν έφτασαν στην θ΄ ωδή με τον μαθητή να ετοιμάζεται να ψάλει «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ» (τον αρχαίο ύμνο του Αγίου Κοσμά του Μελωδού) μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ο ξένος παρενέβαλε πριν από αυτό τα εξής: «Άξιόν Εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών». Ύστερα επισύναψε και την «Τιμιωτέρα» έως τέλους...».
Ακούγοντας για πρώτη φορά τα λόγια αυτά, ο μαθητής ένιωσε δέος και ζήτησε από τον φιλοξενούμενο να του γράψει τον ύμνο. Καθώς όμως δεν υπήρχε χαρτί, ο μοναχός, αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος, χάραξε με το δάχτυλο του τα ιερά αυτά λόγια βαθιά και άκοπα σε μια πέτρινη πλάκα, προσθέτοντας: «Στο εξής, έτσι να ψάλλουν όλοι οι Χριστιανοί τον ύμνο της Θεοτόκου». Λέγοντας αυτά έγινε άφαντος, ενώ σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα του Χριστού πάνω στο τέμπλο της εκκλησίας μεταφέρθηκε αστραπιαία στα αριστερά, και η εικόνα της Θεομήτορος στα δεξιά.
Επιστρέφοντας ο Γέροντας άκουσε την διήγηση και είδε τη χαραγμένη πλάκα. Αμέσως μαζί με τον μαθητή του έσπευσε να περιγράψει τι είχε συμβεί στον Πρώτο του Αγίου Όρους και στους άλλους Γέροντες. Αυτοί έστειλαν την πλάκα στον Πατριάρχη και στον αυτοκράτορα της εποχής, έτσι ώστε ο ύμνος να διαδοθεί σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο.
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο άγνωστος εκείνος μοναχός δεν ήταν άλλος από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος πάντοτε ήταν «...ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Ευαγγελιστής...». Σύμφωνα με την ίδια πηγή, μετά από λίγες ημέρες η εικόνα μεταφέρθηκε στον Πρωτάτο όπου και τέθηκε στο Ιερό Σύνθρονο του ναού ως Παντάνασσα και στήριγμα πνευματικό, Ηγουμένη και Προστάτις όλου του Αγίου Όρους, το δε κελλί που δέχθηκε την Αρχαγγελική επίσκεψη φέρει από τότε το όνομα «Άξιον εστί», ενώ ολόκληρη η τοποθεσία είναι γνωστή ως «Άδειν», από το αρχαίο ρήμα άδω, που σημαίνει τραγουδώ, ψάλλω.
Ο υποτακτικός εκείνος που δέχτηκε την επίσκεψη του Αρχαγγέλου, τιμάται σήμερα ως Όσιος από την τοπική αγιορείτικη παράδοση. Μάλιστα λέγεται πως το όνομα του ήταν Γαβριήλ για αυτό και αναφέρεται ως «ο Όσιος Γαβριήλ ο ξενίσας τον Άγγελον», δηλαδή αυτός που «φιλοξένησε τον Άγγελο».
Η έξοδος του Άξιον Εστί από το Άγιον Όρος γίνεται με τιμές αρχηγού κράτους και έχει καταγραφεί επτά φορές στο παρελθόν:
1. Στην Αθήνα, στον ναό του Αγίου Ελευθερίου και στον Πειραιά, τον Απρίλιο του 1963, κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους.
2. Στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του 1985, για τα 2300 χρόνια της συμπρωτεύουσας, κατά τον συνεορτασμό του Αγίου Δημητρίου με τη Θεοτόκο.
3. Στην Αθήνα, στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών, τον Νοέμβριο του 1987, κατά την επίσημη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου.
4. Στην Κύπρο, τον Οκτώβριο του 1994.
5. Στην Αθήνα, στον ναό του Αγίου Παντελεήμονα, μετά τον μεγάλο σεισμό του Σεπτεμβρίου του 1999, προς πνευματική και υλική ενίσχυση των σεισμόπληκτων. Η στέγασή τους θα γινόταν σε οικισμό που θα έφερνε το όνομα Άξιον Εστί.
6. Στη Θεσσαλονίκη, στον ναό του Αγίου Δημητρίου, τον Οκτώβριο του 2012, για τις εκδηλώσεις στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
7. Στην Κομοτηνή, το 2022, προς παραμυθία και εμψύχωση των ακριτών της Θράκης αλλά και όλων των Ελλήνων. Την εικόνα υποδέχθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ουρές σχηματίστηκαν ακόμα και μία ώρα πριν να ανοίξουν οι πύλες της Μητρόπολης Αθηνών, για να προσκυνήσουν οι πιστοί την εικόνα του Άξιον Εστί που ταξίδεψε από το Άγιο Όρος στην Αθήνα, όπου θα παραμείνει μέχρι τις 15 Μαΐου.
Το προσκύνημα θα διεξάγεται καθημερινά από τις 7 το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα, ενώ σύμφωνα με το πρόγραμμα, κάθε πρωί θα τελείται Όρθρος και Θεία Λειτουργία και κάθε απόγευμα Παράκληση.
Επιπροσθέτως, την Κυριακή 7 Μαΐου, την Τετάρτη 10 Μαΐου -ημέρα της Μεσοπεντηκοστής- και την Κυριακή 14 Μαΐου θα τελεσθεί Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό, κάθε 10 λεπτά μπαίνουν στη Μητρόπολη Αθηνών από 30 άτομα για να προσκυνήσουν την ιερή εικόνα.
Εορτάζει με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα τη Δευτέρα του Πάσχα με λιτανεία στην περιοχή των Καρεών.
Επίσης, στις 11 Ιουνίου πραγματοποιείται Θεία Λειτουργία στο Πρωτάτο και πανήγυρη στο Ιερό Παντοκρατορινό Κελλί του «Άξιον Εστίν».
Η εικόνα του «Άξιον Εστί», δεξιοκρατούσα Θεοτόκος, ανήκει στον τύπο της Ελεούσας (όπως η Παναγία του Κύκκου στην Κύπρο μία από τις τρεις εικόνες που αγιογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ευλόγησε η Θεοτόκος). Αγιογραφήθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη πριν το 982 μ.Χ., ενώ το 1836 προστέθηκε το αργυρό πουκάμισό της (96Χ67 εκ) που φιλοτεχνήθηκε στη Μονή Βατοπεδίου.
Ενώπιον της εικόνας, κάνοντας τρεις μετάνοιες και τον σταυρό τους οι Καθηγούμενοι των 20 μονών, στις 3 Οκτωβρίου 1913, υπέγραψαν το ψήφισμα της αιώνιας Ένωσης του Αγίου Όρους με τη Μητέρα Ελλάδα.
Η ιστορία της εικόνας «Άξιον Εστί»
Είναι αγιογραφημένη στα χρόνια της εικονομαχίας. Γενικά η όλη τεχνοτροπία της εικόνας είναι αυστηρά βυζαντινή και η όψη της επιβλητική, με γλυκιά σοβαρότητα, γνώρισμα πολλών παλαιών εικόνων. Κατά το έτος 1836 το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας σκεπάσθηκε με λιθοστόλιστο αργυροχρυσωμένο κάλυμμα (υποκάμισο), θαυμαστής αγιορείτικης τέχνης, το οποίο φέρει στο εξωτερικό της περίβλημα τις σφραγίδες των είκοσι μονών. Είναι διαστάσεων 70,5×44 εκ., χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου είχε αλλοιωθεί, αλλά μετά την συντήρηση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η μεταγενέστερη επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι η Υπέραγνη Μητέρα του Θεού κρατά τον Ιησού Χριστό (παιδί) στη δεξιά αγκαλιά της. Είναι ο τύπος της Θεοτόκου της Δεξιοκρατούσας. Το αριστερό χέρι του Ιησού εισχωρεί κάτω από το μαφόριο και το κουκούλιο της Θεοτόκου, προς τον κόρφο και την καρδιά της. Αυτό δείχνει και την εξάρτηση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από την τροφό Μητέρα Του. Ο Ιησούς Χριστός κρατά ειλητάριο στο δεξί χέρι Του που γράφει την προφητεία του Προφήτη Ησαΐα: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με…» (Προφ. Ησαΐας 61: 1). Εικόνες όπως αυτή χρησιμοποιήθηκαν κατά των αιρετικών, για την εικονογραφική διακήρυξη και διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας μας περί της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου.
Στις 3 Οκτωβρίου 1913 οι αγιορείτες μοναχοί, αφού έκαναν εκτενή δέηση με ολονύκτια αγρυπνία στο ναό του Πρωτάτου, συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα «της αιωνίου και αδιάσπαστου ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος», το οποίο υπέγραψαν οι ηγούμενοι και προϊστάμενοι των μοναστηριών, αφού πρώτα έβαζαν τρεις μετάνοιες μπροστά στην «εφέστιο των εφεστίων» εικόνα του Αγίου Όρους και κατασπάζονταν με βαθύτατη συγκίνηση και δάκρυα την πανάχραντο Δέσποινα και έφορο του Άθω. Το έγγραφο αυτό καθαρογράφτηκε, σφραγίστηκε απ’ τη Κοινότητα και τα μοναστήρια και στάλθηκε το μεν πρωτότυπο στον βασιλέα Κωνσταντίνο, «τον επί του Αγίου Όρους διάδοχον των αοιδίμων Αυτοκρατόρων, των ιδρυτών των ιερών μονών», αντίγραφα δε στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, σε όλες τις κυβερνήσεις των Ορθοδόξων κρατών και στα μέλη «της εν Λονδίνω Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως». Η εικόνα του «Άξιον εστί» τυπώθηκε και στις επίσημες ομολογίες του εθνικού αγιορείτικου δανείου του 1931, μετά την ανεκτίμητη προσφορά απ’ τα μοναστήρια του μεγαλύτερου μέρους των αγιορείτικων μετοχίων προς αποκατάσταση των ακτημόνων και των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής.
Το 1963, με αφορμή τον επίσημο εορτασμό της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, η πάνσεπτη εικόνα με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος και με τη συνοδεία μητροπολιτών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, των αντιπροσώπων των μονών, των διακονητών του Πρωτάτου κ.ά. μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την υποδέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές, βαθύτατη ευλάβεια και συγκίνηση. Πλήθος πιστών της πρωτεύουσας είχαν έτσι την ευκαιρία να προσκυνήσουν τη σεβάσμια και ιστορική εικόνα, που για πρώτη φορά έβγαινε από το ιερό λίκνο της. Στην εκκλησία του Πρωτάτου γίνονται ημέρα και νύκτα οι ακολουθίες και συνεχίζονται αδιάκοπα οι παρακλήσεις και δεήσεις των μοναχών προς την Καρεώτισσα Θεοτόκο. Οι πολλές δημοσιεύσεις του υπομνήματος, οι εκδόσεις της ακολουθίας, το πλήθος των αντιγράφων και ιδιαίτερα η εξαιρετική διάδοση του αγγελοδίδακτου ύμνου του «Άξιον εστίν» έκαναν σ’ όλο τον κόσμο γνωστή την εικόνα.
Γιατί ονομάστηκε «Άξιον Εστί»
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, όλα συνέβησαν το βράδυ της 11ης Ιουνίου του 982 μ.χ., όταν ο μαθητής ενός ιερομόναχου που ζούσε σε κοντινή απόσταση από τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, έμεινε μόνος του και δέχτηκε την επίσκεψη ενός αγνώστου μοναχού, ο οποίος του ζήτησε να παραμείνει την νύχτα στο κελί.Όπως θρυλείται, νωρίς τα χαράματα, όταν οι μοναχοί σηκώθηκαν για να ψάλουν την ακολουθία του Όρθρου στην μικρή εκκλησία του κελιού και όταν έφτασαν στην θ΄ ωδή με τον μαθητή να ετοιμάζεται να ψάλει «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ» (τον αρχαίο ύμνο του Αγίου Κοσμά του Μελωδού) μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ο ξένος παρενέβαλε πριν από αυτό τα εξής: «Άξιόν Εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών». Ύστερα επισύναψε και την «Τιμιωτέρα» έως τέλους...».
Ακούγοντας για πρώτη φορά τα λόγια αυτά, ο μαθητής ένιωσε δέος και ζήτησε από τον φιλοξενούμενο να του γράψει τον ύμνο. Καθώς όμως δεν υπήρχε χαρτί, ο μοναχός, αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος, χάραξε με το δάχτυλο του τα ιερά αυτά λόγια βαθιά και άκοπα σε μια πέτρινη πλάκα, προσθέτοντας: «Στο εξής, έτσι να ψάλλουν όλοι οι Χριστιανοί τον ύμνο της Θεοτόκου». Λέγοντας αυτά έγινε άφαντος, ενώ σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα του Χριστού πάνω στο τέμπλο της εκκλησίας μεταφέρθηκε αστραπιαία στα αριστερά, και η εικόνα της Θεομήτορος στα δεξιά.
Επιστρέφοντας ο Γέροντας άκουσε την διήγηση και είδε τη χαραγμένη πλάκα. Αμέσως μαζί με τον μαθητή του έσπευσε να περιγράψει τι είχε συμβεί στον Πρώτο του Αγίου Όρους και στους άλλους Γέροντες. Αυτοί έστειλαν την πλάκα στον Πατριάρχη και στον αυτοκράτορα της εποχής, έτσι ώστε ο ύμνος να διαδοθεί σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο.
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο άγνωστος εκείνος μοναχός δεν ήταν άλλος από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος πάντοτε ήταν «...ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Ευαγγελιστής...». Σύμφωνα με την ίδια πηγή, μετά από λίγες ημέρες η εικόνα μεταφέρθηκε στον Πρωτάτο όπου και τέθηκε στο Ιερό Σύνθρονο του ναού ως Παντάνασσα και στήριγμα πνευματικό, Ηγουμένη και Προστάτις όλου του Αγίου Όρους, το δε κελλί που δέχθηκε την Αρχαγγελική επίσκεψη φέρει από τότε το όνομα «Άξιον εστί», ενώ ολόκληρη η τοποθεσία είναι γνωστή ως «Άδειν», από το αρχαίο ρήμα άδω, που σημαίνει τραγουδώ, ψάλλω.
Ο υποτακτικός εκείνος που δέχτηκε την επίσκεψη του Αρχαγγέλου, τιμάται σήμερα ως Όσιος από την τοπική αγιορείτικη παράδοση. Μάλιστα λέγεται πως το όνομα του ήταν Γαβριήλ για αυτό και αναφέρεται ως «ο Όσιος Γαβριήλ ο ξενίσας τον Άγγελον», δηλαδή αυτός που «φιλοξένησε τον Άγγελο».
Η έξοδος του Άξιον Εστί από το Άγιον Όρος γίνεται με τιμές αρχηγού κράτους και έχει καταγραφεί επτά φορές στο παρελθόν:
1. Στην Αθήνα, στον ναό του Αγίου Ελευθερίου και στον Πειραιά, τον Απρίλιο του 1963, κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους.
2. Στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του 1985, για τα 2300 χρόνια της συμπρωτεύουσας, κατά τον συνεορτασμό του Αγίου Δημητρίου με τη Θεοτόκο.
3. Στην Αθήνα, στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών, τον Νοέμβριο του 1987, κατά την επίσημη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου.
4. Στην Κύπρο, τον Οκτώβριο του 1994.
5. Στην Αθήνα, στον ναό του Αγίου Παντελεήμονα, μετά τον μεγάλο σεισμό του Σεπτεμβρίου του 1999, προς πνευματική και υλική ενίσχυση των σεισμόπληκτων. Η στέγασή τους θα γινόταν σε οικισμό που θα έφερνε το όνομα Άξιον Εστί.
6. Στη Θεσσαλονίκη, στον ναό του Αγίου Δημητρίου, τον Οκτώβριο του 2012, για τις εκδηλώσεις στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
7. Στην Κομοτηνή, το 2022, προς παραμυθία και εμψύχωση των ακριτών της Θράκης αλλά και όλων των Ελλήνων. Την εικόνα υποδέχθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.