Η ιστορία ενός μεγάλου έρωτα , η οποία μέχρι πρόσφατα παρέμενε άγνωστη στην Ελλάδα, έγινε γνωστή μέσω ενός βιβλίου που εκδόθηκε στην Ιταλία και θύμισε πολύ «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι».

Αυτή τη φορά, η συγκινητική ιστορία της Ελληνίδας, που έσωσε τη ζωή ενός Ιταλού λοχία, τον Σεπτέμβριο του 1943, διαδραματίζεται στην Κέρκυρα. «Βρήκα καταφύγιο και προστασία με την αγάπη της Όλγας. Εκείνη μου έσωσε τη ζωή» έγραφε στις σημειώσεις του ο Ιταλός λοχίας Ούγκο Ντονζέλι, εξυμνώντας τη σύζυγό του Όλγα Μπουνιά, η οποία τον είχε σώσει μετά τις γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο νησί, οι οποίες ακολούθησαν τη σφαγή της Κεφαλονιάς.

Η Όλγα και ο Ούγκο απέκτησαν δύο κόρες, τη Βεατρίκη και τη Σιλβάνα. Με αφορμή τη συμπλήρωση ογδόντα χρόνων από τη σφαγή σε Κεφαλονιά και Κέρκυρα, η μεγαλύτερη, η Βεατρίκη, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για όλα όσα έζησαν οι γονείς της, τις δύσκολες μέρες της γερμανικής κατοχής, την παρανομία, τη φυγή στην Ιταλία.

«Ο πατέρας μου επιστρατεύτηκε τον Ιούλιο του 1940 στο στρατιωτικό τμήμα Μηχανικού και τοποθετήθηκε επικεφαλής του ραδιοφωνικού συνδέσμου, που συνέδεε το Μπάρι με την Κεφαλονιά. Στις 5 Μαρτίου του 1942, έφτασε με αεροπλάνο στην Κέρκυρα και μαζί με ομάδα ραδιοτηλεγραφητών, εγκαταστάθηκε στο βουνό Παντοκράτορας, στο χωριό Στρινύλας, όπου είχαν τοποθετηθεί οι τηλέγραφοι επικοινωνίας της Ιταλίας με την Αφρική. Πέντε μήνες αργότερα, μετακινήθηκαν στο χωριό Επίσκεψη» αναφέρει η Βεατρίκη Ντονζέλι.

Όπως περιγράφει, κατά τη διάρκεια περιπολίας που έκανε ο πατέρας της μαζί με άλλους Ιταλούς φαντάρους στα χωριά της περιοχής γνώρισε την Όλγα, που ζούσε στο αυταρχικό περιβάλλον της εύπορης οικογένειάς της, στο διπλανό χωριό, τον Άγιο Παντελεήμονα. «Η μητέρα μου ήταν 25 χρόνων και ο πατέρας μου 31. Ερωτεύτηκαν. Τον έβλεπε κρυφά, φοβόταν την οικογένειά της, τον συναντούσε μέσα στους ελαιώνες. Ο πατέρας της είχε έτοιμο προξενιό με κάποιον Κερκυραίο της ίδιας κοινωνικής επιφάνειας. Τις συναντήσεις τους κυρίευε η αγωνία. Οι μέρες περνούσαν και ήρθε ο Σεπτέμβριος του 1943. Οι δύσκολες μέρες ήταν μπροστά τους».

Μετά τη συνθηκολόγηση και τη σφαγή στην Κεφαλονιά, σειρά είχε η Κέρκυρα. Όπως γράφει στο ημερολόγιο ο λοχίας Ούγκο Ντονζέλι, μαζί με δέκα στρατιώτες αναζήτησε τρόπο διαφυγής προς την Ιταλία. Όμως, ήρθε διαταγή να μην εγκαταλείψουν τη θέση τους. Επέστρεψαν στο χωριό Επίσκεψη, το οποίο κατέλαβαν οι Γερμανοί. Τον διέταξαν να παρουσιαστεί με την ομάδα του στη Γερμανική Διοίκηση, στην πόλη της Κέρκυρας, ωστόσο, οι ασυρματιστές υποψιάστηκαν ότι επρόκειτο για παγίδα. Οι πέντε από αυτούς κρύφτηκαν στο βουνό, μέσα σε μια σπηλιά.

«Η βοήθεια της μητέρας μου στον πατέρα μου ήταν μεγάλη» λέει η κ. Βεατρίκη. Η 25χρονη κοπέλα έκρυψε το σύντροφό της και μάλιστα «για να μην τον προδώσει κανένας από το σπίτι όπου κρυβόταν, η μητέρα μου φρόντιζε και τους δωροδοκούσε με λάδι και τρόφιμα, που αφαιρούσε από το πατρικό της». Η Όλγα, που ανησυχούσε για τη ζωή του, με τη βοήθεια της μητέρας της οδήγησε τον Ούγκο στο χωριό της, τον Άγιο Παντελεήμονα, όπου τον έκρυψε σε δωμάτιο του αρχοντικού σπιτιού της. Στη συνέχεια, το καταφύγιό του έγινε σε ένα παλιό εγκαταλειμμένο αγροτόσπιτο, μέχρι το τέλος του πολέμου.

Τον Οκτώβριο του 1944, η Όλγα και ο Ούγκο παντρεύτηκαν στην πόλη της Κέρκυρας και αναχώρησαν για την Ιταλία. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από τη βόρεια Ιταλία, πήγαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρεμόνα. Μαζί τους έφυγε ακόμη ένας Ιταλός ασυρματιστής της ομάδας του, ο οποίος βρήκε καταφύγιο στο σπίτι μιας νεαρής Κερκυραίας, την οποία στη συνέχεια παντρεύτηκε κι έζησαν στο Μιλάνο.

Δημοσιεύθηκε στην Ontime