ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Σοφία Βέμπο: Τραγούδαγε την Ελλάδα και η Ελλάδα τραγούδαγε µαζί της - Μία μοναδική ιστορία
Η Σοφία Βέμπο έγινε µούσα των στρατιωτών, τραγουδίστρια όλων των Ελλήνων, Τραγουδίστρια της Νίκης
Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθµός Αθηνών. Έκτακτο ανακοινωθέν. Μεταδίδοµεν το πρώτον ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου: Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάµεις προσβάλλουν από της 05.30 πρωινής της σήµερον τα ηµέτερα τµήµατα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής µεθορίου. Αι ηµέτεραι δυνάµεις αµύνονται του πατρίου εδάφους». Εκείνο τον χειµώνα η Βέµπο
είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιθεώρηση «Πολεµική Αθήνα», του θεάτρου «Μοντιάλ». Το θέατρο αυτό ήταν -όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Τραϊφόρος- «εθνικός άµβωνας», από τη σκηνή του οποίου µεταδίδονταν τα ηρωικά κατορθώµατα του Ελληνικού Στρατού.
Από τη σκηνή του «Μοντιάλ» αναγγέλθηκε η κατάληψη της Κορυτσάς, των Αγίων Σαράντα, του Αργυροκάστρου. Κονφερανσιέ της επιθεώρησης ήταν ο Μίµης Τραϊφόρος. Η Σοφία είχε ακούσει ότι ο Τραϊφόρος έγραφε ωραίους στίχους και του ζήτησε να της γράψει ένα πολεµικό τραγούδι πάνω στη µελωδία της «Ζεχρά» (του Σουγιούλ), που ήταν µία από τις µεγαλύτερες επιτυχίες της.
Την επόµενη µέρα, κατά τη διάρκεια της απογευµατινής παράστασης, ο Τραϊφόρος της πήγε τους στίχους του τραγουδιού «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Τους διάβασε, εκείνη εντυπωσιάστηκε, αλλά το φινάλε δεν της πολυάρεσε. Οι δύο τελευταίοι στίχοι «Αν δεν ’ρθείτε νικηταί, να µην έρθετε ποτέ» της φάνηκαν σκληροί. Της θύµιζαν το «Ή ταν ή επί τας» (δηλαδή «Ή να τη φέρεις νικητής ή να σε φέρουν πάνω της»), που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους, όταν τους έδιναν την ασπίδα για να πάνε στον πόλεµο.
Του ζήτησε λοιπόν v’ αλλάξει τους στίχους και µέσα σε λίγα λεπτά είχε στα χέρια της το «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσµένουµε παιδιά». Ενθουσιάστηκε, άρπαξε το χειρόγραφο και το ίδιο κιόλας βράδυ βγήκε στη σκηνή και µέσα από το χαρτί τούς τραγούδησε συγκλονιστικά και µια και δυο και τρεις φορές, µπροστά σε ένα κοινό που παραληρούσε από ενθουσιασµό και συγκίνηση και έκλαιγε µαζί της.
«Η Σοφία έµοιαζε µε ιέρεια του πολέµου. Μεγαλοπρεπής, αλλά και ράκος από τη συγκίνηση, βουρκωµένη και υπερήφανη...», ήταν τα λόγια του Τραϊφόρου, που παρακολουθούσε από τις κουίντες αποσβολωµένος. Σε κάθε στροφή του τραγουδιού πλατεία και γαλαρία δονούνταν από πανζουρλισµό χειροκροτηµάτων. Ενας έξαλλος ενθουσιασµός ξέσπασε στο θέατρο. Το τραγούδι αυτό, δοσµένο µε το πάθος, την ερµηνεία και την επική φωνή της Σοφίας, συγκλόνιζε. Καµιά άλλη φωνή δεν θα µπορούσε να µετατρέψει τους απλούς αυτούς στίχους σε διθυραµβικό παιάνα. «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεµάτε πάνω στα βουνά παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά προσευχόµαστε όλες, να ’ρθετε ξανά... Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσµένουµε, παιδιά...». Το τραγούδι αυτό πέταξε στην Αλβανία, στα βουνά της Ηπείρου και αργότερα στο Ελ Αλαµέιν, εµψυχώνοντας τα ελληνικά στρατεύµατα.
Ηταν το πρώτο τραγούδι της δόξας του ’40, το τραγούδι που έφερε την έκρηξη στην καριέρα της Βέµπο. Το θέατρο «Μοντιάλ», γεµάτο σε όλες τις παραστάσεις του, παραχωρούσε τις µισές από τις καθηµερινές εισπράξεις για την ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού. Το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» υπήρξε η αφετηρία του µεγάλου έρωτα της Σοφίας και του Μίµη, ενός έρωτα που καθόρισε τη ζωή τους. «Ενός έρωτα που έπεσε σαν οδοστρωτήρας στη ζωή µου και δεν άφησε όρθιες ούτε τις αναµνήσεις µου», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Τραϊφόρος. «Ηµουν γεµάτος δέος απέναντι σ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί το µόνο που σου επέτρεπε ήταν να τη σέβεσαι. ∆εν τολµούσα να σηκώσω τα µάτια µου να την κοιτάξω».
Έτσι, µε την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέµου άρχισε ο µεγάλος τους έρωτας.
Συναντιούνταν καθηµερινά, κρυφά, στο Ζάππειο. Κρυφά γιατί η Σοφία, παρ’ όλο που ήταν φτασµένη τραγουδίστρια και συντηρούσε την οικογένειά της, ζούσε κάτω από αυστηρές οικογενειακές αρχές και δεν ήθελε να δίνει δικαιώµατα. Ως µεγαλύτερη, ήθελε να είναι παράδειγµα για τα αδέλφια της. Και είναι γεγονός ότι τόσο ο Τζώρτζης όσο και η Αλίκη, αλλά και ο Ανδρέας δεν τόλµησαν ποτέ να της παρουσιάσουν κάποιο τους φλερτ.
Ενα εύστοχο σχόλιο για τις αρχές της έκανε ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, µουσικοσυνθέτης και δηµιουργός της ελληνικής οπερέτας: «Η είσοδος της δεσποινίδος Βέµπο εις το θέατρον είναι ένα από τα αξιοσηµείωτα γεγονότα, διότι εισήλθεν εις το θέατρον το σπίτι, η οικογένεια, το κορίτσι».
Την ίδια εποχή, ο Γιώργος Οικονοµίδης και ο Πωλ Μενεστρέλ, που υπηρετούσαν µαζί τη θητεία τους, έβαλαν ελληνικούς στίχους στη µελωδία του ιταλικού τραγουδιού «Reginella Campagnola». Ετσι προέκυψε το θρυλικό «Κορόιδο Μουσολίνι» ή «Με το χαµόγελο στα χείλη». Αυτό το τραγούδι-σταθµός του ’40, που το ερµήνευσε η Βέµπο αλλά και ο Νίκος Γούναρης, έγινε αµέσως πατριωτικός ύµνος. «Κορόιδο Μουσολίνι κανείς σας δεν θα µείνει εσύ κι η Ιταλία η πατρίδα σου η γελοία τρέµετ’ όλοι το χακί ∆εν έχεις διόλου µπέσα κι όταν θα µπούµε µέσα ακόµη και στη Ρώµη γαλανόλευκη θα υψώσουµε σηµαία ελληνική...» Οι πολεµικοί θούριοι του ’40 ήταν δύο: το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» και το «Κορόιδο Μουσολίνι». «Με το χαµόγελο στα χείλη» προχωρούσαν οι φαντάροι µας, ενώ η φωνή της Βέµπο τους συντρόφευε και τους µπόλιαζε µε τον οίστρο της νίκης. Εκείνη τραγουδούσε και οι φαντάροι έπαιρναν κουράγιο κι ορµούσαν αψηφώντας αντίξοες καιρικές συνθήκες, λάσπες, ανεπαρκή εξοπλισµό, αριθµητική υπεροχή των αντιπάλων, και το Γενικό Επιτελείο Στρατού έστελνε τους δίσκους της σε όλες τις µονάδες στο µέτωπο.
Η Βέµπο δεν ήταν µια τραγουδίστρια που έτυχε να πει και µερικά πατριωτικά τραγούδια. Η Βέµπο ήταν εκείνη που, όταν τα ιερά και τα όσια της πατρίδας της κινδύνεψαν, άρπαξε τον παλµό της γενιάς της και τον έκανε λάβαρο του ξεσηκωµού. Το 1940 ήταν η δεκαετία όπου η Σοφία πήρε ενεργά µέρος στις πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας και έγινε σύµβολο, σφραγίζοντας µε τη φωνή της την αντίσταση ενάντια στον κατακτητή. Εγινε µούσα των στρατιωτών, τραγουδίστρια όλων των Ελλήνων, Τραγουδίστρια της Νίκης. Ο αέρας σκόρπιζε τη φωνή της στον Γράµµο και στο Βίτσι, σε φαράγγια, σε πόλεις, σε χωριά, σε νησιά, σε βουνοπλαγιές και τα τραγούδια της σαν χείµαρρος ταξίδευαν, θέριευαν κι απλώνονταν σε κάµπους και βουνά, αγκάλιαζαν πόλεις και χωριά, σύνορα και µετόπισθεν, έµπαιναν σε στρατώνες και νοσοκοµεία και γέµιζαν µε δύναµη έναν ολόκληρο λαό.
«Να σφίξουµε τα δόντια και µε λύσσα στον πόλεµο αυτόν τον ιερό στον ύπουλο εχθρό παλικαρίσια ας δώσουµε ένα χτύπηµα γερό...». Μέσα στην καταιγίδα του πολέµου κυριαρχούσε η φωνή της, ο σαρκασµός στην ερµηνεία της, το κέφι µε το οποίο γελοιοποιούσε τον Μουσολίνι. Το τι γλέντι γινόταν στο θέατρο µε κάθε ηρωική νίκη, δεν λέγεται. Κάθε θριαµβευτική προέλαση των Ελλήνων στρατιωτών στην Αλβανία ανακοινωνόταν σ’ ένα κοινό όπου αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν ενθουσιασµένοι και κάθε καινούργια νίκη γινόταν τραγούδι. Τότε ήταν που η Σοφία ερµήνευσε και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» (1941), παρωδία του Γ. Θίσβιου πάνω στη µεγάλη προπολεµική επιτυχία του Θ. Σακελλαρίδη «Πλέκει η Βάσω τα προικιά της». «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του µ’ όλα τα φτερά και µια νύχτα µε φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει βρε τον φουκαρά! Τον τσολιά µας τον λεβέντη βρίσκει στα βουνά και ταράζει τον αφέντη τον µακαρονά Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο, µε τους τσολιάδες ποιος µου είπε να τα βάνω;».
Και η Ελλάδα γέλαγε µε τις µεγαλόστοµες απειλές του Ντούτσε, καθώς φανταζόταν ένα κοντόχοντρο, γελοίο ανθρωπάκι να τριγυρνά µαδηµένο και να ξεφουσκώνει σαν αποκριάτικο µπαλόνι. Αυτή η γελοιοποίηση του Μουσολίνι αποδυνάµωνε τον τρόµο του πολέµου, γιγάντωνε το ηθικό του Στρατού, γινόταν βάλσαµο κι έδινε κουράγιο. Οταν η Βέµπο τραγουδούσε το «Στον πόλεµο βγαίνει ο Ιταλός», παρωδία του Γ. Θίσβιου πάνω στη µεγάλη επιτυχία «Στη Λάρ’σα βγαίν’ ο Αυγερινός», χάλαγε ο κόσµος. «-Πού ’σαι, ορέ Μπενίτο; - Κρυµµένος στη σπηλιά! - Κατέβα παρακάτω. - Φοβάµαι τον τσολιά!». Και είχε ακόµα την τόλµη και το σθένος να τραγουδάει στίχους όπως: «Ντούτσε κορόιδο, τα έκανες ρόιδο αφότου φοράς το χακί και νόµιζες τη Μεσόγειο για λίµνη φασιστική Γκάφα σου πρώτη που πίστεψες ότι η Ελλάς σκλάβα ζει, παλαβέ, και σου απάντησαν οι Ελληνες µε το ‘‘Μολών λαβέ’’...». Υστερα απ’ όλα αυτά τα αντιµουσολινικά τραγούδια, έπειτα απ’ όσα άκουσε από το στόµα της το ιταλικό Ιµπέρο, η θέση της έγινε δυσχερής. Οι Ιταλοί µε συστάσεις και απειλές προσπαθούσαν να την τροµοκρατήσουν και µια νύχτα, καθώς γυρνούσε στο σπίτι της µετά την παράσταση, ένας Ιταλός φασίστας τη γρονθοκόπησε άγρια µε σιδερένια γροθιά και την εγκατέλειψε αιµόφυρτη στον δρόµο, µε παραµορφωµένο πρόσωπο.
*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
Από τη σκηνή του «Μοντιάλ» αναγγέλθηκε η κατάληψη της Κορυτσάς, των Αγίων Σαράντα, του Αργυροκάστρου. Κονφερανσιέ της επιθεώρησης ήταν ο Μίµης Τραϊφόρος. Η Σοφία είχε ακούσει ότι ο Τραϊφόρος έγραφε ωραίους στίχους και του ζήτησε να της γράψει ένα πολεµικό τραγούδι πάνω στη µελωδία της «Ζεχρά» (του Σουγιούλ), που ήταν µία από τις µεγαλύτερες επιτυχίες της.
Την επόµενη µέρα, κατά τη διάρκεια της απογευµατινής παράστασης, ο Τραϊφόρος της πήγε τους στίχους του τραγουδιού «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Τους διάβασε, εκείνη εντυπωσιάστηκε, αλλά το φινάλε δεν της πολυάρεσε. Οι δύο τελευταίοι στίχοι «Αν δεν ’ρθείτε νικηταί, να µην έρθετε ποτέ» της φάνηκαν σκληροί. Της θύµιζαν το «Ή ταν ή επί τας» (δηλαδή «Ή να τη φέρεις νικητής ή να σε φέρουν πάνω της»), που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους, όταν τους έδιναν την ασπίδα για να πάνε στον πόλεµο.
Του ζήτησε λοιπόν v’ αλλάξει τους στίχους και µέσα σε λίγα λεπτά είχε στα χέρια της το «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσµένουµε παιδιά». Ενθουσιάστηκε, άρπαξε το χειρόγραφο και το ίδιο κιόλας βράδυ βγήκε στη σκηνή και µέσα από το χαρτί τούς τραγούδησε συγκλονιστικά και µια και δυο και τρεις φορές, µπροστά σε ένα κοινό που παραληρούσε από ενθουσιασµό και συγκίνηση και έκλαιγε µαζί της.
«Η Σοφία έµοιαζε µε ιέρεια του πολέµου. Μεγαλοπρεπής, αλλά και ράκος από τη συγκίνηση, βουρκωµένη και υπερήφανη...», ήταν τα λόγια του Τραϊφόρου, που παρακολουθούσε από τις κουίντες αποσβολωµένος. Σε κάθε στροφή του τραγουδιού πλατεία και γαλαρία δονούνταν από πανζουρλισµό χειροκροτηµάτων. Ενας έξαλλος ενθουσιασµός ξέσπασε στο θέατρο. Το τραγούδι αυτό, δοσµένο µε το πάθος, την ερµηνεία και την επική φωνή της Σοφίας, συγκλόνιζε. Καµιά άλλη φωνή δεν θα µπορούσε να µετατρέψει τους απλούς αυτούς στίχους σε διθυραµβικό παιάνα. «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεµάτε πάνω στα βουνά παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά προσευχόµαστε όλες, να ’ρθετε ξανά... Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσµένουµε, παιδιά...». Το τραγούδι αυτό πέταξε στην Αλβανία, στα βουνά της Ηπείρου και αργότερα στο Ελ Αλαµέιν, εµψυχώνοντας τα ελληνικά στρατεύµατα.
Ηταν το πρώτο τραγούδι της δόξας του ’40, το τραγούδι που έφερε την έκρηξη στην καριέρα της Βέµπο. Το θέατρο «Μοντιάλ», γεµάτο σε όλες τις παραστάσεις του, παραχωρούσε τις µισές από τις καθηµερινές εισπράξεις για την ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού. Το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» υπήρξε η αφετηρία του µεγάλου έρωτα της Σοφίας και του Μίµη, ενός έρωτα που καθόρισε τη ζωή τους. «Ενός έρωτα που έπεσε σαν οδοστρωτήρας στη ζωή µου και δεν άφησε όρθιες ούτε τις αναµνήσεις µου», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Τραϊφόρος. «Ηµουν γεµάτος δέος απέναντι σ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί το µόνο που σου επέτρεπε ήταν να τη σέβεσαι. ∆εν τολµούσα να σηκώσω τα µάτια µου να την κοιτάξω».
Ο µεγάλος έρωτας της Σοφίας Βέμπο
Έτσι, µε την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέµου άρχισε ο µεγάλος τους έρωτας.Συναντιούνταν καθηµερινά, κρυφά, στο Ζάππειο. Κρυφά γιατί η Σοφία, παρ’ όλο που ήταν φτασµένη τραγουδίστρια και συντηρούσε την οικογένειά της, ζούσε κάτω από αυστηρές οικογενειακές αρχές και δεν ήθελε να δίνει δικαιώµατα. Ως µεγαλύτερη, ήθελε να είναι παράδειγµα για τα αδέλφια της. Και είναι γεγονός ότι τόσο ο Τζώρτζης όσο και η Αλίκη, αλλά και ο Ανδρέας δεν τόλµησαν ποτέ να της παρουσιάσουν κάποιο τους φλερτ.
Ενα εύστοχο σχόλιο για τις αρχές της έκανε ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, µουσικοσυνθέτης και δηµιουργός της ελληνικής οπερέτας: «Η είσοδος της δεσποινίδος Βέµπο εις το θέατρον είναι ένα από τα αξιοσηµείωτα γεγονότα, διότι εισήλθεν εις το θέατρον το σπίτι, η οικογένεια, το κορίτσι».
Την ίδια εποχή, ο Γιώργος Οικονοµίδης και ο Πωλ Μενεστρέλ, που υπηρετούσαν µαζί τη θητεία τους, έβαλαν ελληνικούς στίχους στη µελωδία του ιταλικού τραγουδιού «Reginella Campagnola». Ετσι προέκυψε το θρυλικό «Κορόιδο Μουσολίνι» ή «Με το χαµόγελο στα χείλη». Αυτό το τραγούδι-σταθµός του ’40, που το ερµήνευσε η Βέµπο αλλά και ο Νίκος Γούναρης, έγινε αµέσως πατριωτικός ύµνος. «Κορόιδο Μουσολίνι κανείς σας δεν θα µείνει εσύ κι η Ιταλία η πατρίδα σου η γελοία τρέµετ’ όλοι το χακί ∆εν έχεις διόλου µπέσα κι όταν θα µπούµε µέσα ακόµη και στη Ρώµη γαλανόλευκη θα υψώσουµε σηµαία ελληνική...» Οι πολεµικοί θούριοι του ’40 ήταν δύο: το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» και το «Κορόιδο Μουσολίνι». «Με το χαµόγελο στα χείλη» προχωρούσαν οι φαντάροι µας, ενώ η φωνή της Βέµπο τους συντρόφευε και τους µπόλιαζε µε τον οίστρο της νίκης. Εκείνη τραγουδούσε και οι φαντάροι έπαιρναν κουράγιο κι ορµούσαν αψηφώντας αντίξοες καιρικές συνθήκες, λάσπες, ανεπαρκή εξοπλισµό, αριθµητική υπεροχή των αντιπάλων, και το Γενικό Επιτελείο Στρατού έστελνε τους δίσκους της σε όλες τις µονάδες στο µέτωπο.
Σύµβολο και µούσα
Η Βέµπο δεν ήταν µια τραγουδίστρια που έτυχε να πει και µερικά πατριωτικά τραγούδια. Η Βέµπο ήταν εκείνη που, όταν τα ιερά και τα όσια της πατρίδας της κινδύνεψαν, άρπαξε τον παλµό της γενιάς της και τον έκανε λάβαρο του ξεσηκωµού. Το 1940 ήταν η δεκαετία όπου η Σοφία πήρε ενεργά µέρος στις πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας και έγινε σύµβολο, σφραγίζοντας µε τη φωνή της την αντίσταση ενάντια στον κατακτητή. Εγινε µούσα των στρατιωτών, τραγουδίστρια όλων των Ελλήνων, Τραγουδίστρια της Νίκης. Ο αέρας σκόρπιζε τη φωνή της στον Γράµµο και στο Βίτσι, σε φαράγγια, σε πόλεις, σε χωριά, σε νησιά, σε βουνοπλαγιές και τα τραγούδια της σαν χείµαρρος ταξίδευαν, θέριευαν κι απλώνονταν σε κάµπους και βουνά, αγκάλιαζαν πόλεις και χωριά, σύνορα και µετόπισθεν, έµπαιναν σε στρατώνες και νοσοκοµεία και γέµιζαν µε δύναµη έναν ολόκληρο λαό.«Να σφίξουµε τα δόντια και µε λύσσα στον πόλεµο αυτόν τον ιερό στον ύπουλο εχθρό παλικαρίσια ας δώσουµε ένα χτύπηµα γερό...». Μέσα στην καταιγίδα του πολέµου κυριαρχούσε η φωνή της, ο σαρκασµός στην ερµηνεία της, το κέφι µε το οποίο γελοιοποιούσε τον Μουσολίνι. Το τι γλέντι γινόταν στο θέατρο µε κάθε ηρωική νίκη, δεν λέγεται. Κάθε θριαµβευτική προέλαση των Ελλήνων στρατιωτών στην Αλβανία ανακοινωνόταν σ’ ένα κοινό όπου αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν ενθουσιασµένοι και κάθε καινούργια νίκη γινόταν τραγούδι. Τότε ήταν που η Σοφία ερµήνευσε και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» (1941), παρωδία του Γ. Θίσβιου πάνω στη µεγάλη προπολεµική επιτυχία του Θ. Σακελλαρίδη «Πλέκει η Βάσω τα προικιά της». «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του µ’ όλα τα φτερά και µια νύχτα µε φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει βρε τον φουκαρά! Τον τσολιά µας τον λεβέντη βρίσκει στα βουνά και ταράζει τον αφέντη τον µακαρονά Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ, Τσιάνο, µε τους τσολιάδες ποιος µου είπε να τα βάνω;».
Χάλαγε ο κόσµος
Και η Ελλάδα γέλαγε µε τις µεγαλόστοµες απειλές του Ντούτσε, καθώς φανταζόταν ένα κοντόχοντρο, γελοίο ανθρωπάκι να τριγυρνά µαδηµένο και να ξεφουσκώνει σαν αποκριάτικο µπαλόνι. Αυτή η γελοιοποίηση του Μουσολίνι αποδυνάµωνε τον τρόµο του πολέµου, γιγάντωνε το ηθικό του Στρατού, γινόταν βάλσαµο κι έδινε κουράγιο. Οταν η Βέµπο τραγουδούσε το «Στον πόλεµο βγαίνει ο Ιταλός», παρωδία του Γ. Θίσβιου πάνω στη µεγάλη επιτυχία «Στη Λάρ’σα βγαίν’ ο Αυγερινός», χάλαγε ο κόσµος. «-Πού ’σαι, ορέ Μπενίτο; - Κρυµµένος στη σπηλιά! - Κατέβα παρακάτω. - Φοβάµαι τον τσολιά!». Και είχε ακόµα την τόλµη και το σθένος να τραγουδάει στίχους όπως: «Ντούτσε κορόιδο, τα έκανες ρόιδο αφότου φοράς το χακί και νόµιζες τη Μεσόγειο για λίµνη φασιστική Γκάφα σου πρώτη που πίστεψες ότι η Ελλάς σκλάβα ζει, παλαβέ, και σου απάντησαν οι Ελληνες µε το ‘‘Μολών λαβέ’’...». Υστερα απ’ όλα αυτά τα αντιµουσολινικά τραγούδια, έπειτα απ’ όσα άκουσε από το στόµα της το ιταλικό Ιµπέρο, η θέση της έγινε δυσχερής. Οι Ιταλοί µε συστάσεις και απειλές προσπαθούσαν να την τροµοκρατήσουν και µια νύχτα, καθώς γυρνούσε στο σπίτι της µετά την παράσταση, ένας Ιταλός φασίστας τη γρονθοκόπησε άγρια µε σιδερένια γροθιά και την εγκατέλειψε αιµόφυρτη στον δρόµο, µε παραµορφωµένο πρόσωπο.*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής