ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Σπύρος Φωκάς: Μια ζωή σαν ταινία του Χόλιγουντ - Οι εμφανίσεις δίπλα σε σταρ και οι μεγάλες του αγάπες
«Καλή αντάμωση, Σπύρο μου» έγραψε στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook η σύζυγός του Λίλιαν Φωκά, ανακοινώνοντας τον θάνατο του αγαπητού ηθοποιού Σπύρου Φωκά
«Καλή αντάμωση, Σπύρο μου
Λίλιαν Φωκά, ανακοινώνοντας τον θάνατο του αγαπητού ηθοποιού Σπύρου Φωκά, που άφησε το δικό του στίγμα στο χώρο της υποκριτικής και ο οποίος έφυγε από τη ζωή στα 86 του χρόνια.
Η Λίλιαν Φωκά συνόδευσε την ανάρτησή της με το τραγούδι του Γιώργου Ζαμπέτα «Τα δειλινά». «Δεν υπάρχει ζωή για μένα χωρίς τον Σπύρο. Για μένα ο Σπύρος είναι τα πάντα. Ποτέ δεν υπήρξε φτωχός. Είναι τόσο πλούσιος στην καρδιά και στο μυαλό, που στα μάτια μου φαντάζει αδαμαντωρυχείο. Μέσα του είναι ένα κομμάτι μάλαμα. Είναι το χρυσάφι μου!» δήλωνε πριν από λίγο καιρό η τέταρτη σύζυγός του.
*Διαβάστε εδώ: Κωνσταντίνα Φωκά: Όταν η θετή κόρη του Σπύρου Φωκά ποζάρε με τον πατέρα της στο κέντρο αποκατάστασης
Έχτισε μια σπουδαία καριέρα στον κινηματογράφο και αργότερα στην τηλεόραση. Τον έχουμε δει στο γυαλί και σε μεγαλύτερη ηλικία, αλλά οι παλιότεροι σίγουρα τον θυμούνται από τις επιτυχίες του τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου, δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα. Συνολικά ο Σπύρος Φωκάς έπαιξε σε 36 ταινίες, δύο εκ των οποίων της «Finos Film». Σε όλη την κινηματογραφική καριέρα του πήρε μέρος με επιτυχία σε πάνω από τριάντα ταινίες, οι περισσότερες εκ των οποίων γυρίστηκαν στην Ιταλία και στην Αμερική.
Η φήμη του επεκτάθηκε κι εκτός των συνόρων της χώρας, κι έτσι κάθε φορά που οι Έλληνες άκουγαν για μια παραγωγή όπου συμμετείχε στο εξωτερικό ένιωθαν περήφανοι για τα πρώτα του βήματα.
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 17 Αυγούστου του 1937 ως Σπύρος Ανδρουτσόπουλος (το Φωκάς είναι ψευδώνυμο, το οποίο απέκτησε με την πρώτη του εμφάνιση), όπου πέρασε τα πρώτα μαθητικά του χρόνια σε ιδιωτικό σχολείο. Ο πατέρας του ήταν ταξιδιωτικός πράκτορας και η μητέρα του, η οποία καταγόταν από την Κέρκυρα, νοικοκυρά. Ωστόσο, ο ίδιος μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου μετακόμισε η οικογένειά του όταν εκείνος ήταν εννέα χρόνων, και τελείωσε το σχολείο στην Καλλιθέα. Από μικρός ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως το να γίνει ηθοποιός ήταν η φυσική εξέλιξη της παιδικής του συνήθειας να βλέπει πέντε ή και περισσότερες ταινίες την ημέρα.
Ο πρώτος και πρωταγωνιστικός ρόλος στο σινεμά ήρθε με την αποφοίτησή του από τη Σχολή Κωστή Μιχαηλίδη, αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, στα είκοσι δύο του, στην κωμωδία του Βασίλη Γεωργιάδη «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», δίπλα στον Κώστα Χατζηχρήστο και τη Ρίκα Διαλυνά. Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο ταινίες που εξυμνούσαν την ελληνική λεβεντιά, το «Λύγκος ο λεβέντης» του Στέλιου Τατασόπουλου, όπου ερμήνευε έναν τσέλιγκα που βγαίνει στην παρανομία, και το «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα» του Ανδρέα Λαμπρινού, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959, φέρνοντάς τον σε επαφή με τις πρώτες διεθνείς γνωριμίες.
Αφοσιωμένος στην ελληνική του ταυτότητα, ο Σπύρος Φωκάς πάντα επέστρεφε στην πατρίδα του, όσες επιτυχίες κι αν είχε στο εξωτερικό, και δεν σταματούσε να δέχεται προτάσεις τόσο για την τηλεόραση όσο και για τον κινηματογράφο και για το θέατρο.
Σταθμός στην καριέρα του ήταν η συνεργασία με το στούντιο της «Τσινετσιτά» στη Ρώμη, το «ευρωπαϊκό εργοστάσιο των ονείρων». Εκεί, χάρη σε μια φίλη του που εργαζόταν σε πρακτορείο ηθοποιών, εξασφάλισε τον πρώτο του «ιταλικό» ρόλο συμμετέχοντας σε ένα ρωμαϊκό δράμα-χιτώνα με τίτλο «Μεσσαλίνα Αφροδίτη». Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να πάρει πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Θάνατο ενός φίλου» του Φράνκο Ρόσι. Χάρη σε μια υποτροφία που εξασφάλισε σε δραματική σχολή της Ρώμης και στον πρώτο του γάμο με τη Νία Λιβαδά, κόρη γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, ήρθε σε επαφή με τον διάσημο σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι, που τον πλησίασε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του». Ωστόσο, ο ρόλος κατέληξε στον Αλέν Ντελόν. Ο ωραίος Έλληνας, λοιπόν, περιορίστηκε στο ρόλο του αδελφού του Ρόκο, που δεν είχε πολλά λόγια, υποδυόμενος τον άντρα της Κλαούντια Καρντινάλε, με μάνα την Κατίνα Παξινού.
Ωστόσο, η Ιταλία τού πρόσφερε πολλούς ρόλους στη συνέχεια, για τους οποίους συνεργάστηκε με καλούς σκηνοθέτες και πάντα σημαντικούς ηθοποιούς, π.χ. στο «Psycosissimo» με τον Ούγκο Τονιάτσι, στο «Via Margutta» του Μάριο Καμερίνι, στο «Ένας άντρας στην πυρά» των αδελφών Ταβιάνι κ.ά.
Αλλά και στην Ελλάδα ο Φωκάς ήταν περιζήτητος, δεχόταν ατελείωτες προτάσεις και, ευτυχώς για εκείνον, έκανε μερικές από τις καλύτερες επιλογές στον ασπρόμαυρο εμπορικό κινηματογράφο αξιώσεων. Στον «Εγωισμό» του Γιάννη Δαλιανίδη είναι το μήλον της έριδος μεταξύ δύο αδελφών, της Ζωής Λάσκαρη και της Τζένης Ρουσσέα, στη «Στεφανία», πάλι του Δαλιανίδη, παίζει το γιατρό που σώζει την πρωταγωνίστρια Λάσκαρη από το κολαστήριο του αναμορφωτηρίου. Αποτέλεσε καλλιτεχνικό ζευγάρι με την επίσης καλλονή Έλενα Ναθαναήλ στο συγκλονιστικό «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, στη «Ντάμα σπαθί» του Γιώργου Σκαλενάκη και στο «Έρωτας στην καυτή άμμο» του Κώστα Ζωγραφάκη.
Είχε ένα δωρικό παίξιμο, που ταίριαζε απόλυτα στο εκπληκτικό του παρουσιαστικό. Ο Δαλιανίδης στην αυτοβιογραφία του λέει γι’ αυτόν: «Τον θυμάμαι στο πρώτο πλάνο στην ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού. Αν ήταν μέσα στο νερό, θα έλεγα ότι αναδυόταν, εδώ εμφανιζόταν σιγά σιγά πίσω από ένα λόφο. Θεός. Και καθώς πίσω του ήταν ο ήλιος, του δημιουργούσε ένα φωτοστέφανο που τον έκανε πραγματικά θεό. Η ομορφιά του, αρρενωπή, και ο λόγος του καθημερινός, καθόλου στόμφος». Ο ξένος Τύπος δεν αποθέωνε μόνο το ταλέντο, αλλά και την ομορφιά του Σπύρου Φωκά. Σε ξένο δημοσίευμα είχε γραφτεί πως ξεπερνούσε σε ομορφιά τον Αλέν Ντελόν!
Το 1969 έγινε Ζορό στην Ιταλία για χάρη του σκηνοθέτη Φράνκο Μοντεμούρο. Στην ελαφριά ερωτική κωμωδία «Basta guardarla» του Λουτσιάνο Σάλτσε έπαιξε δίπλα στη Μαριάντζελα Μελάτο και στη Μαρία Γκράτσια Μπουτζέλα.
Τη δεκαετία του ’70 αναλώθηκε σε ταινίες δράσης και ελαφριές κωμωδίες, ενώ ξεκίνησαν και οι συμμετοχές του στα πρώτα τηλεοπτικά σίριαλ τόσο της RAI στην Ιταλία όσο και της νεόκοπης τότε ελληνικής τηλεόρασης. Το 1977 ο Βινσέντε Μινέλι τού έδωσε, έπειτα από οντισιόν, ρόλο δίπλα στην κόρη του Λάιζα, στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν και στον Σαρλ Μπουαγιέ στο «Όταν θέλει η γυναίκα», ενώ λίγο μετά έπαιξε δίπλα στον Κερκ Ντάγκλας στο «Σπέρμα του Σατανά». Τότε ήταν που τον κάλεσε το Χόλιγουντ στο Μαρόκο για να παίξει στην κωμωδία δράσης «Το διαμάντι του Νείλου» του 1985, όπου υποδύθηκε έναν Άραβα μεγιστάνα δίπλα στον Μάικλ Ντάγκλας, την Καθλίν Τέρνερ και τον Ντάνι ντε Βίτο. Αυτό ήταν που του έδωσε και το διαβατήριο για μεγάλες αμερικανικές παραγωγές, όπως το «Ράμπο ΙΙΙ» με τον Σιλβέστερ Σταλόνε. Η Αμερική όμως δεν τον κέρδισε, η καρδιά του ανήκε στη Μεσόγειο.
Ήταν από τους πρώτους που κάλεσε η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, στα πρώτα της ανοίγματα, σε μια απόπειρα να παράγει σίριαλ διεθνών προδιαγραφών, όπως το «Γαλάζιο διαμάντι», η «Ανατομία ενός εγκλήματος», οι «Τολμηρές ιστορίες». Το 1992 πρωταγωνίστησε στη φιλόδοξη ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Το πεθαμένο λικέρ», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, ενώ μετά τις «Μπίζνες στα Βαλκάνια» του Βασίλη Μπουντούρη επανασυνδέθηκε με τον Νίκο Ζερβό για τα «Βίτσια γυναικών» το 2000 και «Στη σκιά του Λέμμυ Κώσιον» το 2002.
Εν τω μεταξύ, έδωσε το «παρών» και στις ταινίες «Αλέξανδρος και Αϊσέ» του φίλου του Δημήτρη Κολλάτου και «Ο χάρος βγήκε παγανιά» του Αλέξανδρου Κολλάτου. Το 2013 πραγματοποίησε και μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του στο ελληνικό θέατρο, ερμηνεύοντας το ρόλο ενός ηλικιωμένου ιερέα με παρελθόν παιδεραστή στο έργο «Τα παιδιά του πατρός» του Στέφανου Κακαβούλη. Ωστόσο, η νέα γενιά Ελλήνων τον γνώρισε μέσα από τηλεοπτικές σειρές, όπως «Δύο ξένοι», «Οι κληρονόμοι», «Φιλί ζωής» και «Της αγάπης μαχαιριά», όπου κρατούσε το ρόλο του Αντώνη Σταματάκη, πάτερ-φαμίλια της μίας από τις δύο οικογένειες που εμπλέκονταν σε κρητική βεντέτα. Δυστυχώς, διαγωνίστηκε στη «Φάρμα των διασήμων», ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο ενδεχομένως συμμετείχε επειδή δεν είχε άλλη επιλογή.
Παντρεύτηκε τέσσερις φορές, την πρώτη φορά όταν ήταν 21 χρόνων και την τελευταία όταν ήταν 76. Σύμφωνα με δηλώσεις του, δεν απέκτησε ποτέ παιδιά γιατί δεν του αρέσει ο κόσμος όπου ζει ο ίδιος και γι’ αυτό δεν θέλησε να υποχρεώσει κανένα παιδί να ζήσει σε αυτό τον κόσμο. Σε ηλικία μόλις 21 ετών παντρεύτηκε τη Νία Λιβαδά στην Αγία Φιλοθέη, με την οποία έζησε στην Ιταλία για δέκα χρόνια.
Στη συνέχεια γνώρισε και παντρεύτηκε μια αεροσυνοδό της «Ολυμπιακής» με την οποία πέρασε άλλα δέκα χρόνια της ζωής του, ενώ η τρίτη του σύζυγος, με την οποία επίσης έζησε για περίπου δέκα χρόνια, ήταν η Ελληνοαμερικανίδα Ρενέ Πάπας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ρενέ Πάπας είχε διατελέσει καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Ολυμπίας (είχε φέρει το σπουδαίο Μπαρίσνικοφ) για ένα διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Το 2007 ο έρωτας του «χτύπησε» και πάλι την πόρτα, όταν γνώρισε την ηθοποιό Λίλιαν Παναγιωτοπούλου. Το 2013 παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο δημαρχείο Αμαρουσίου. «Είχα τέσσερις γυναίκες στη ζωή μου και τις παντρεύτηκα όλες. Α, και μία γκόμενα. Πέντε σύνολο. Η τρίτη σύζυγος μου έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Μάλιστα, λέει ότι έφυγε ο Φωκάς και δεν μας έδωσε φράγκο. Τα είχε πάρει όλα. Μισό εκατομμύριο δολάρια. Για εμένα είναι πολλά, για τον Λάτση μπορεί να μην είναι τίποτα» είχε αποκαλύψει ο Σπύρος Φωκάς, προσθέτοντας ότι η τελευταία σύζυγός του ήταν ο απόλυτος έρωτας της ζωής του.
Ο διεθνής ηθοποιός, ο οποίος είχε ομολογήσει ότι οι εκπληκτικές αμοιβές των ξένων παραγωγών κατέληγαν στους λογαριασμούς των συζύγων του, έφτασε στο τέλος της ζωής του έχοντας μείνει χωρίς λεφτά και, όταν αρρώστησε, βρέθηκε στην ανάγκη των φίλων. Η τελευταία και τέταρτη σύζυγός του Λίλιαν Παναγιωτοπούλου ήταν εκείνη που τον στήριξε. Καθώς αδυνατούσαν να συντηρήσουν το σπίτι που νοίκιαζαν στο κέντρο της Αθήνας, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα σπιτάκι σε άθλια κατάσταση στο Καλαμάκι Κορινθίας, όπου προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα με μια τιμητική σύνταξη, που δεν κάλυπτε σχεδόν τίποτα.
Το άγχος όμως για τα χρέη επιβάρυνε την υγεία του ηθοποιού με αποτέλεσμα ο ίδιος να βρεθεί στο νοσοκομείο. Η σύζυγός του Λίλιαν είχε δηλώσει: «Περάσαμε μια τραγική κατάσταση όλο αυτό το διάστημα, τόσο με τη ΔΕΗ όσο και με την Εφορία. Ο Σπύρος για πρώτη φορά στη ζωή του έπειτα από επίμονες προσπάθειες πήρε πνευματικά δικαιώματα από τις τόσες ταινίες που έχει παίξει στον ιταλικό κινηματογράφο.
Ωστόσο, επειδή χρωστούσε στην Εφορία, όλα αυτά τα λεφτά παρακρατήθηκαν. Αποτέλεσμα, να μην έχουμε ούτε ένα ευρώ να ζήσουμε, αλλά και να πληρώσουμε το ρεύμα, οπότε η ΔΕΗ το έκοψε. Όλα αυτά δημιούργησαν στενοχώρια, δυσφορία και πόνους στην καρδιά στον Σπύρο μου, με αποτέλεσμα να εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο».
Ο Σπύρος Φωκάς τους τελευταίους μήνες βρισκόταν σε κέντρο αποκατάστασης στη Μαγούλα. Η Λίλιαν Φωκά είχε δημοσιεύσει μία φωτογραφία του ηθοποιού τον περασμένο Οκτώβριο, όπου φαίνεται ο ίδιος στο κρεβάτι του κέντρου αποκατάστασης.
*Με πληροφορίες από την Ontime
» έγραψε στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook η σύζυγός τουΗ Λίλιαν Φωκά συνόδευσε την ανάρτησή της με το τραγούδι του Γιώργου Ζαμπέτα «Τα δειλινά». «Δεν υπάρχει ζωή για μένα χωρίς τον Σπύρο. Για μένα ο Σπύρος είναι τα πάντα. Ποτέ δεν υπήρξε φτωχός. Είναι τόσο πλούσιος στην καρδιά και στο μυαλό, που στα μάτια μου φαντάζει αδαμαντωρυχείο. Μέσα του είναι ένα κομμάτι μάλαμα. Είναι το χρυσάφι μου!» δήλωνε πριν από λίγο καιρό η τέταρτη σύζυγός του.
*Διαβάστε εδώ: Κωνσταντίνα Φωκά: Όταν η θετή κόρη του Σπύρου Φωκά ποζάρε με τον πατέρα της στο κέντρο αποκατάστασης
Ζωή σαν παραμύθι
Έχτισε μια σπουδαία καριέρα στον κινηματογράφο και αργότερα στην τηλεόραση. Τον έχουμε δει στο γυαλί και σε μεγαλύτερη ηλικία, αλλά οι παλιότεροι σίγουρα τον θυμούνται από τις επιτυχίες του τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου, δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα. Συνολικά ο Σπύρος Φωκάς έπαιξε σε 36 ταινίες, δύο εκ των οποίων της «Finos Film». Σε όλη την κινηματογραφική καριέρα του πήρε μέρος με επιτυχία σε πάνω από τριάντα ταινίες, οι περισσότερες εκ των οποίων γυρίστηκαν στην Ιταλία και στην Αμερική.Η φήμη του επεκτάθηκε κι εκτός των συνόρων της χώρας, κι έτσι κάθε φορά που οι Έλληνες άκουγαν για μια παραγωγή όπου συμμετείχε στο εξωτερικό ένιωθαν περήφανοι για τα πρώτα του βήματα.
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 17 Αυγούστου του 1937 ως Σπύρος Ανδρουτσόπουλος (το Φωκάς είναι ψευδώνυμο, το οποίο απέκτησε με την πρώτη του εμφάνιση), όπου πέρασε τα πρώτα μαθητικά του χρόνια σε ιδιωτικό σχολείο. Ο πατέρας του ήταν ταξιδιωτικός πράκτορας και η μητέρα του, η οποία καταγόταν από την Κέρκυρα, νοικοκυρά. Ωστόσο, ο ίδιος μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου μετακόμισε η οικογένειά του όταν εκείνος ήταν εννέα χρόνων, και τελείωσε το σχολείο στην Καλλιθέα. Από μικρός ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως το να γίνει ηθοποιός ήταν η φυσική εξέλιξη της παιδικής του συνήθειας να βλέπει πέντε ή και περισσότερες ταινίες την ημέρα.
Ο πρώτος και πρωταγωνιστικός ρόλος στο σινεμά ήρθε με την αποφοίτησή του από τη Σχολή Κωστή Μιχαηλίδη, αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, στα είκοσι δύο του, στην κωμωδία του Βασίλη Γεωργιάδη «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», δίπλα στον Κώστα Χατζηχρήστο και τη Ρίκα Διαλυνά. Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο ταινίες που εξυμνούσαν την ελληνική λεβεντιά, το «Λύγκος ο λεβέντης» του Στέλιου Τατασόπουλου, όπου ερμήνευε έναν τσέλιγκα που βγαίνει στην παρανομία, και το «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα» του Ανδρέα Λαμπρινού, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959, φέρνοντάς τον σε επαφή με τις πρώτες διεθνείς γνωριμίες.
Αφοσιωμένος στην ελληνική του ταυτότητα, ο Σπύρος Φωκάς πάντα επέστρεφε στην πατρίδα του, όσες επιτυχίες κι αν είχε στο εξωτερικό, και δεν σταματούσε να δέχεται προτάσεις τόσο για την τηλεόραση όσο και για τον κινηματογράφο και για το θέατρο.
Η καριέρα στην Ιταλία
Σταθμός στην καριέρα του ήταν η συνεργασία με το στούντιο της «Τσινετσιτά» στη Ρώμη, το «ευρωπαϊκό εργοστάσιο των ονείρων». Εκεί, χάρη σε μια φίλη του που εργαζόταν σε πρακτορείο ηθοποιών, εξασφάλισε τον πρώτο του «ιταλικό» ρόλο συμμετέχοντας σε ένα ρωμαϊκό δράμα-χιτώνα με τίτλο «Μεσσαλίνα Αφροδίτη». Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να πάρει πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Θάνατο ενός φίλου» του Φράνκο Ρόσι. Χάρη σε μια υποτροφία που εξασφάλισε σε δραματική σχολή της Ρώμης και στον πρώτο του γάμο με τη Νία Λιβαδά, κόρη γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, ήρθε σε επαφή με τον διάσημο σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι, που τον πλησίασε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του». Ωστόσο, ο ρόλος κατέληξε στον Αλέν Ντελόν. Ο ωραίος Έλληνας, λοιπόν, περιορίστηκε στο ρόλο του αδελφού του Ρόκο, που δεν είχε πολλά λόγια, υποδυόμενος τον άντρα της Κλαούντια Καρντινάλε, με μάνα την Κατίνα Παξινού.Ωστόσο, η Ιταλία τού πρόσφερε πολλούς ρόλους στη συνέχεια, για τους οποίους συνεργάστηκε με καλούς σκηνοθέτες και πάντα σημαντικούς ηθοποιούς, π.χ. στο «Psycosissimo» με τον Ούγκο Τονιάτσι, στο «Via Margutta» του Μάριο Καμερίνι, στο «Ένας άντρας στην πυρά» των αδελφών Ταβιάνι κ.ά.
Αλλά και στην Ελλάδα ο Φωκάς ήταν περιζήτητος, δεχόταν ατελείωτες προτάσεις και, ευτυχώς για εκείνον, έκανε μερικές από τις καλύτερες επιλογές στον ασπρόμαυρο εμπορικό κινηματογράφο αξιώσεων. Στον «Εγωισμό» του Γιάννη Δαλιανίδη είναι το μήλον της έριδος μεταξύ δύο αδελφών, της Ζωής Λάσκαρη και της Τζένης Ρουσσέα, στη «Στεφανία», πάλι του Δαλιανίδη, παίζει το γιατρό που σώζει την πρωταγωνίστρια Λάσκαρη από το κολαστήριο του αναμορφωτηρίου. Αποτέλεσε καλλιτεχνικό ζευγάρι με την επίσης καλλονή Έλενα Ναθαναήλ στο συγκλονιστικό «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, στη «Ντάμα σπαθί» του Γιώργου Σκαλενάκη και στο «Έρωτας στην καυτή άμμο» του Κώστα Ζωγραφάκη.
Είχε ένα δωρικό παίξιμο, που ταίριαζε απόλυτα στο εκπληκτικό του παρουσιαστικό. Ο Δαλιανίδης στην αυτοβιογραφία του λέει γι’ αυτόν: «Τον θυμάμαι στο πρώτο πλάνο στην ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού. Αν ήταν μέσα στο νερό, θα έλεγα ότι αναδυόταν, εδώ εμφανιζόταν σιγά σιγά πίσω από ένα λόφο. Θεός. Και καθώς πίσω του ήταν ο ήλιος, του δημιουργούσε ένα φωτοστέφανο που τον έκανε πραγματικά θεό. Η ομορφιά του, αρρενωπή, και ο λόγος του καθημερινός, καθόλου στόμφος». Ο ξένος Τύπος δεν αποθέωνε μόνο το ταλέντο, αλλά και την ομορφιά του Σπύρου Φωκά. Σε ξένο δημοσίευμα είχε γραφτεί πως ξεπερνούσε σε ομορφιά τον Αλέν Ντελόν!
Το 1969 έγινε Ζορό στην Ιταλία για χάρη του σκηνοθέτη Φράνκο Μοντεμούρο. Στην ελαφριά ερωτική κωμωδία «Basta guardarla» του Λουτσιάνο Σάλτσε έπαιξε δίπλα στη Μαριάντζελα Μελάτο και στη Μαρία Γκράτσια Μπουτζέλα.
Δίπλα σε ιερά «τέρατα»
Τη δεκαετία του ’70 αναλώθηκε σε ταινίες δράσης και ελαφριές κωμωδίες, ενώ ξεκίνησαν και οι συμμετοχές του στα πρώτα τηλεοπτικά σίριαλ τόσο της RAI στην Ιταλία όσο και της νεόκοπης τότε ελληνικής τηλεόρασης. Το 1977 ο Βινσέντε Μινέλι τού έδωσε, έπειτα από οντισιόν, ρόλο δίπλα στην κόρη του Λάιζα, στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν και στον Σαρλ Μπουαγιέ στο «Όταν θέλει η γυναίκα», ενώ λίγο μετά έπαιξε δίπλα στον Κερκ Ντάγκλας στο «Σπέρμα του Σατανά». Τότε ήταν που τον κάλεσε το Χόλιγουντ στο Μαρόκο για να παίξει στην κωμωδία δράσης «Το διαμάντι του Νείλου» του 1985, όπου υποδύθηκε έναν Άραβα μεγιστάνα δίπλα στον Μάικλ Ντάγκλας, την Καθλίν Τέρνερ και τον Ντάνι ντε Βίτο. Αυτό ήταν που του έδωσε και το διαβατήριο για μεγάλες αμερικανικές παραγωγές, όπως το «Ράμπο ΙΙΙ» με τον Σιλβέστερ Σταλόνε. Η Αμερική όμως δεν τον κέρδισε, η καρδιά του ανήκε στη Μεσόγειο.Ήταν από τους πρώτους που κάλεσε η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, στα πρώτα της ανοίγματα, σε μια απόπειρα να παράγει σίριαλ διεθνών προδιαγραφών, όπως το «Γαλάζιο διαμάντι», η «Ανατομία ενός εγκλήματος», οι «Τολμηρές ιστορίες». Το 1992 πρωταγωνίστησε στη φιλόδοξη ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Το πεθαμένο λικέρ», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, ενώ μετά τις «Μπίζνες στα Βαλκάνια» του Βασίλη Μπουντούρη επανασυνδέθηκε με τον Νίκο Ζερβό για τα «Βίτσια γυναικών» το 2000 και «Στη σκιά του Λέμμυ Κώσιον» το 2002.
Εν τω μεταξύ, έδωσε το «παρών» και στις ταινίες «Αλέξανδρος και Αϊσέ» του φίλου του Δημήτρη Κολλάτου και «Ο χάρος βγήκε παγανιά» του Αλέξανδρου Κολλάτου. Το 2013 πραγματοποίησε και μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του στο ελληνικό θέατρο, ερμηνεύοντας το ρόλο ενός ηλικιωμένου ιερέα με παρελθόν παιδεραστή στο έργο «Τα παιδιά του πατρός» του Στέφανου Κακαβούλη. Ωστόσο, η νέα γενιά Ελλήνων τον γνώρισε μέσα από τηλεοπτικές σειρές, όπως «Δύο ξένοι», «Οι κληρονόμοι», «Φιλί ζωής» και «Της αγάπης μαχαιριά», όπου κρατούσε το ρόλο του Αντώνη Σταματάκη, πάτερ-φαμίλια της μίας από τις δύο οικογένειες που εμπλέκονταν σε κρητική βεντέτα. Δυστυχώς, διαγωνίστηκε στη «Φάρμα των διασήμων», ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο ενδεχομένως συμμετείχε επειδή δεν είχε άλλη επιλογή.
Οι τέσσερις γάμοι
Παντρεύτηκε τέσσερις φορές, την πρώτη φορά όταν ήταν 21 χρόνων και την τελευταία όταν ήταν 76. Σύμφωνα με δηλώσεις του, δεν απέκτησε ποτέ παιδιά γιατί δεν του αρέσει ο κόσμος όπου ζει ο ίδιος και γι’ αυτό δεν θέλησε να υποχρεώσει κανένα παιδί να ζήσει σε αυτό τον κόσμο. Σε ηλικία μόλις 21 ετών παντρεύτηκε τη Νία Λιβαδά στην Αγία Φιλοθέη, με την οποία έζησε στην Ιταλία για δέκα χρόνια.Στη συνέχεια γνώρισε και παντρεύτηκε μια αεροσυνοδό της «Ολυμπιακής» με την οποία πέρασε άλλα δέκα χρόνια της ζωής του, ενώ η τρίτη του σύζυγος, με την οποία επίσης έζησε για περίπου δέκα χρόνια, ήταν η Ελληνοαμερικανίδα Ρενέ Πάπας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ρενέ Πάπας είχε διατελέσει καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Ολυμπίας (είχε φέρει το σπουδαίο Μπαρίσνικοφ) για ένα διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Το 2007 ο έρωτας του «χτύπησε» και πάλι την πόρτα, όταν γνώρισε την ηθοποιό Λίλιαν Παναγιωτοπούλου. Το 2013 παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο δημαρχείο Αμαρουσίου. «Είχα τέσσερις γυναίκες στη ζωή μου και τις παντρεύτηκα όλες. Α, και μία γκόμενα. Πέντε σύνολο. Η τρίτη σύζυγος μου έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Μάλιστα, λέει ότι έφυγε ο Φωκάς και δεν μας έδωσε φράγκο. Τα είχε πάρει όλα. Μισό εκατομμύριο δολάρια. Για εμένα είναι πολλά, για τον Λάτση μπορεί να μην είναι τίποτα» είχε αποκαλύψει ο Σπύρος Φωκάς, προσθέτοντας ότι η τελευταία σύζυγός του ήταν ο απόλυτος έρωτας της ζωής του.
Η μάχη για τη ζωή του
Ο διεθνής ηθοποιός, ο οποίος είχε ομολογήσει ότι οι εκπληκτικές αμοιβές των ξένων παραγωγών κατέληγαν στους λογαριασμούς των συζύγων του, έφτασε στο τέλος της ζωής του έχοντας μείνει χωρίς λεφτά και, όταν αρρώστησε, βρέθηκε στην ανάγκη των φίλων. Η τελευταία και τέταρτη σύζυγός του Λίλιαν Παναγιωτοπούλου ήταν εκείνη που τον στήριξε. Καθώς αδυνατούσαν να συντηρήσουν το σπίτι που νοίκιαζαν στο κέντρο της Αθήνας, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα σπιτάκι σε άθλια κατάσταση στο Καλαμάκι Κορινθίας, όπου προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα με μια τιμητική σύνταξη, που δεν κάλυπτε σχεδόν τίποτα.Το άγχος όμως για τα χρέη επιβάρυνε την υγεία του ηθοποιού με αποτέλεσμα ο ίδιος να βρεθεί στο νοσοκομείο. Η σύζυγός του Λίλιαν είχε δηλώσει: «Περάσαμε μια τραγική κατάσταση όλο αυτό το διάστημα, τόσο με τη ΔΕΗ όσο και με την Εφορία. Ο Σπύρος για πρώτη φορά στη ζωή του έπειτα από επίμονες προσπάθειες πήρε πνευματικά δικαιώματα από τις τόσες ταινίες που έχει παίξει στον ιταλικό κινηματογράφο.
Ωστόσο, επειδή χρωστούσε στην Εφορία, όλα αυτά τα λεφτά παρακρατήθηκαν. Αποτέλεσμα, να μην έχουμε ούτε ένα ευρώ να ζήσουμε, αλλά και να πληρώσουμε το ρεύμα, οπότε η ΔΕΗ το έκοψε. Όλα αυτά δημιούργησαν στενοχώρια, δυσφορία και πόνους στην καρδιά στον Σπύρο μου, με αποτέλεσμα να εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο».
Ο Σπύρος Φωκάς τους τελευταίους μήνες βρισκόταν σε κέντρο αποκατάστασης στη Μαγούλα. Η Λίλιαν Φωκά είχε δημοσιεύσει μία φωτογραφία του ηθοποιού τον περασμένο Οκτώβριο, όπου φαίνεται ο ίδιος στο κρεβάτι του κέντρου αποκατάστασης.
*Με πληροφορίες από την Ontime