Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Δευτέρας σε ηλικία 99 ετών. Ένα χρόνο πριν, στα 98 του, μίλησε για πρώτη φορά στην Χανιώτισσα Σταυρούλα Παναγιωτάκη για την Athens Voice, για τη ζωή του πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, έτσι όπως την έζησε εκείνος και όχι έτσι όπως την αντιληφθήκαμε εμείς.

«Είπα στο ταξί να με αφήσει λίγο πριν την ανηφόρα του Monte Vardia και κατέβηκα. Μεγάλη Παρασκευή πρωί στο Ακρωτήρι Χανίων. Στο βάθος τα Λευκά Όρη, κάτω η ήσυχη θάλασσα της Σούδας με τα καράβια για τους αναχωρούντες, πίσω το Ακρωτήρι με το αεροδρόμιο για τους πιο βιαστικούς. Πήγαινα να συναντήσω έναν πρώην πρωθυπουργό, έναν άνθρωπο που στα 98 του χρόνια συμπυκνώνει τη συλλογική μας μνήμη και την ιστορία της χώρας τα τελευταία 70 χρόνια. Είτε μας άρεσε είτε όχι, είτε τον ψηφίσαμε είτε όχι, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι πια καταφύγιο και σοφία της φυλής. Αξίζει να τον ακούμε όταν μιλάει και να τον προσέχουμε όπως προσέχει κάποιος τον ηλικιωμένο του παππού.

Τον Μάιο του 1989, 27 χρόνια πριν, σε μια συνέντευξή του στους Γ. και Η. Σγουράκη έλεγε: «Ονειρεύομαι για την Ελλάδα τη θέση που της αξίζει στον καινούργιο κόσμο που προετοιμάζεται. Ονειρεύομαι μια Ελλάδα που να πρωτοπορεί, να ανταγωνίζεται αποτελεσματικά τις υπόλοιπες χώρες, όχι μια Ελλάδα που να στηρίζεται στις παλιές δόξες που έχει ή που να επαιτεί εν ονόματι της ιστορίας της. Και στις καινούργιες γενιές διδάσκω ένα πράγμα: οι λαοί χρειάζονται επιλογή των καλυτέρων».

Φέτος έκλεισε τα 98. Περίμενα ότι σ’ αυτή την ηλικία, με τις γνώσεις και τις εμπειρίες που διαθέτει, όλο και λιγότερα πράγματα θα του έκαναν εντύπωση. Κι όμως! Ακούει, αναλύει, συνδυάζει μνήμες, εξηγεί τα φαινομενικώς ανεξήγητα, παραμένει ζωντανός και δραστήριος και με μια σιδερένια υγεία που οι παγίδες των αντιξοοτήτων δεν κατάφεραν να νικήσουν στην πορεία της πολύχρονης ζωής του. Μια ζωή όμως που φάνταζε υπερβολικά μεγάλη για να μπορέσω να τη διαχειριστώ. Στη διάρκεια της κουβέντας μας προσπάθησα, τραβώντας τυχαία κουρτινάκια στις μυστικές γωνιές της ψυχής του, να συνθέσω μια μεγάλη τοιχογραφία από αναμνήσεις, ανθρώπινες συμπεριφορές, εσωτερικές εκτινάξεις, αισθήματα περισσότερο, παρά διασταυρωμένα πολιτικά γεγονότα και παγιωμένες ιδέες.

Είχα ζητήσει να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη με θέμα τη ζωή του, την ιδιωτική όχι τη δημόσια, και προς μεγάλη μου έκπληξη δέχτηκε. Μου έκανε εντύπωση γιατί, εκείνες τις μακρινές εποχές, τα προφίλ των πολιτικών της γενιάς του ήταν εκκωφαντικά σιωπηλά και ασκητικά. Σαν να μην υπήρχε λες ζωή άλλη πέρα από τη Βουλή και τα προεκλογικά μπαλκόνια. Έχτιζαν μια δημόσια εικόνα που θύμιζε μάλλον κουβάρι από καθήκοντα, παρά εικόνα ανθρώπων που πρόδιδαν καμιά φορά την ατέρμονη θητεία στο χρέος για να ζήσουν μερικές στιγμές αληθινής ξεγνοιασιάς.

Με τη σύζυγό του Μαρίκα και τα εγγόνια τους. Διακρίνονται 8. Σήμερα τα εγγόνια είναι 13 και άλλα τόσα τα δισέγγονα.

Ωστόσο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποτέλεσε την εξαίρεση. Όχι ότι γνωρίζουμε πολλά για την αυστηρά προσωπική ζωή του, αλλά έχοντας δίπλα του πρώτα απ’ όλα μια τρομερά εξωστρεφή και ακομπλεξάριστη γυναίκα και ύστερα μια μαξιμαλιστική οικογένεια (που σήμερα μετράει 4 παιδιά, 13 εγγόνια και 13 δισέγγονα), λογικό ήταν να μην μπόρεσε να κρατήσει όσο κλειστά ήθελε τα παράθυρα της καθημερινότητάς του.


Επιστροφή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στα Χανιά μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου (διακρίνεται η μητέρα του Σταυρούλα τη στιγμή που ασπάζεται τον γιο της), 1973

Αλλά τώρα; Τώρα, γιατί δέχτηκε να κατεβάσει τις ανεβασμένες γέφυρες της ιδιωτικής του ζωής; Αρχικά το θεώρησα προσωπική νίκη. Λίγο η γενέθλια γη (είμαι Χανιώτισσα), λίγο το όνομά μου (ίδιο με της μητέρας του), πίστεψα πως δέχτηκε για το χατίρι μου. Όσο όμως η ώρα και η κουβέντα μας προχωρούσε, αντιλήφθηκα πως είχε πάρει την απόφαση ο ίδιος και από καιρό.


Μαρίκα Μητσοτάκη, δεκαετία 50

Ο θάνατος της συζύγου του πριν από 4 χρόνια, της γυναίκας που τον είχε συντροφέψει για 60 τόσα χρόνια με μια αφοσίωση και μια τρυφερότητα που έμοιαζαν υπερβολικά με έρωτα, στην αρχή είχε φανεί ότι τον νίκησε, αλλά άντεξε. Μου έλεγε ένα πρωί στα Χανιά ο Στέλιος Νικηφοράκης, πρώην βουλευτής Χανίων και στενός φίλος της οικογένειας, πως «όταν η Μαρίκα πέθανε για ένα διάστημα ήταν έτοιμος να γυρίσει το διακόπτη στο off, αλλά εκεί πέσανε παιδιά και εγγόνια επάνω του. Και καθώς όλη του η ζωή χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό κι έχει την αυτοπειθαρχία στο dna του, αποφάσισε να αφήσει το κουμπί στο on. Είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει μέρα που να μην τη σκέφτεται. Κάθε φορά που κατεβαίνει στα Χανιά πάει κατ’ ευθείαν στο τάφο της και αφήνει λουλούδια. Και πάλι όταν φεύγει κάνει την ίδια στάση».


Γλέντι για την ονομαστική εορτή του Κ.Μ., στη Γλυφάδα το 1966

Μπήκα στο σπίτι στις 10.30 ακριβώς. Δεν χρειάστηκε να περιμένω πάνω από τρία λεπτά και τον βλέπω να κατεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στο γραφείο του. Έρχεται φρεσκοξυρισμένος, καλοχτενισμένος, μοσχομυριστός, φορώντας ένα ατσαλάκωτο ριγέ πουκάμισο και μια μπλε πλεκτή ζακέτα που τον προστατεύει από την πρωινή ανοιξιάτικη δροσούλα. Κατεβαίνει τα σκαλιά ενώ δυο άντρες τον βοηθούν στη κίνηση με ένα πρωτόγνωρα φιλικό και οικείο τρόπο. Και ο ίδιος όμως δεν δείχνει τη παραμικρή ενόχληση ή ντροπή που είναι αναγκασμένος να έχει δίπλα του παρέα. Έχει παραδώσει την ακεραιότητά του στα χέρια τους με μια απόλυτη χαλαρότητα.

Θυμήθηκα τα λόγια του Γιάννη Πευκιανάκη, στενού συνεργάτη του προέδρου από την εποχή των Φιλελευθέρων: «Οι Μητσοτάκηδες δένονται στενά και κρατούνε τους ανθρώπους τους για πάντα. Τους προσέχει και τον προσέχουνε. Θυμάμαι όταν γιόρτασαν τα 55 χρόνια γάμου με τη Μαρίκα, τους κάλεσε όλους και κατά προτεραιότητα. Την ασφάλειά του, το προσωπικό, τον ηλεκτρολόγο, τον κηπουρό, τους κλητήρες του, ήταν όλοι εκεί και στο τέλος πήραν τα δώρα τους. Ο ηλεκτρολόγος του μπορεί να ξεπερνάει τα 80 και όμως αυτόν καλεί όταν χρειάζονται εργασίες στο σπίτι».

Υπάρχει αρκετό προσωπικό σ’ αυτό το πέτρινο σπίτι με τη γλυκιά αύρα των σέβεντις, τα ανισόπεδα επίπεδα, το γκαζόν, τα μονοπάτια, τα ανθισμένα παρτέρια και τη θηριώδη βλάστηση περιμετρικά του οικοπέδου. Νιώθεις φροντισμένα, καθαρά και τακτοποιημένα όλα γύρω σου και ξαφνικά… η ανατροπή! Κουβαδάκια, ποδηλατάκια, καρεκλάκια, φούσκες σκορπισμένες εδώ κι εκεί κι ένα τσούρμο παιδάκια που τσιρίζουν. Η δροσερή συνέχεια της οικογένειας είναι εδώ και είναι έτοιμη για την πρώτη πρωινή σύρραξη. Το σπίτι φτιάχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά τη μεταπολίτευση, με την αποκλειστική φροντίδα και αισθητική του ζεύγους Μητσοτάκη. Βασικός του προορισμός, να κρατήσει την οικογένεια ενωμένη. Κάθε καλοκαίρι και Πάσχα εδώ καταλήγουν απ’ όποιο σημείο του πλανήτη κι αν έχει χρειαστεί να ταξιδέψουν.

Επιστρέφω στο συνομιλητή μου. Τακτοποιήθηκε στην πολυθρόνα του, σταύρωσε όπως συνηθίζει τα δάχτυλά του πάνω στο δερμάτινο κάλυμμα του γραφείου του. Ευγενής όπως πάντα, συζητάμε για τα Χανιά αλλά μου φαίνεται λίγο απόμακρος και κάπως μελαγχολικός. Ακολουθεί μια μικρή σιωπή. Προσέχω πως η ματιά του δεν ξεθαρρεύει, σταματάει σ’ ένα βουναλάκι από χαρτιά. Η σιωπή του δεν έχει να κάνει με τη θλίψη. Είναι μάλλον αποτέλεσμα ήρεμης αυτοσυγκέντρωσης. Περιμένει να του ανοίξω δρόμο ανάμεσα στο μαίανδρο μιας γεμάτης ζωής. Ευτυχώς το μισοσκόταδο του γραφείου βοηθάει να διατηρείται η εύθραυστη ισορροπία που υπήρχε αρχικά ανάμεσά μας. Αφήνω μερικά λεπτά να κυλήσουν μαλακά και στο μεσοδιάστημα ψάχνω το μονοπάτι όπου θα συναντούσα τη μικρότερη αντίσταση: τα εγγόνια!


Ο Κ. Μητσοτάκης με τα εγγόνια του στη Νίσυρο, Αύγουστος 1989

Ήξερα ότι τους έχει μεγάλη αδυναμία. Δεν έπεσα έξω. Μεμιάς το πρόσωπό του φωτίζεται, αρχίζει να μιλάει, να θυμάται, να γελάει, να γυρίζει πίσω την κουβέντα, να την επαναφέρει ακριβώς εκεί όπου την άφησε, να τη σοβαρεύει όταν πρέπει, να την ελαφραίνει όταν βαραίνει, έχει απάντηση σε όλα… Σαν να ξεκόλλησαν, λες, ξαφνικά 40 χρόνια από τα χρόνια του κι έπεσαν κάτω σαν τα λέπια. Η αφήγησή του είναι συναρπαστική. Έχει τέμπο, σπιρτάδα, σταθερότητα, είναι εύγλωττη και ζωντανή και –το πιο εντυπωσιακό– θυμάται τα πάντα!
Έμεινα μαζί του σχεδόν δύο ώρες. Ήθελα να τα μάθω όλα, έμαθα πολλά. Δεν υπήρξε καμιά ερώτηση χωρίς απάντηση. Καμιά στιγμή αμηχανίας.

Ακόμα και αδιακρισίες που πίστευα πως δύσκολα θα μπορούσε να χειριστεί, τις κάρφωνε ψύχραιμα σαν μπασκετμπολίστας. Ήταν απόλαυση να τον ακούς. Δεν ήθελα να φύγω. Έφυγα μόνο όταν άκουσα εκείνο το περίφημο «λοιπόν…», χαρακτηριστικός επίλογος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η εγγονή του η Αλεξία με είχε προειδοποιήσει: «Ο παππούς μου συνήθιζε να κοιμάται νωρίς το βράδυ, δώδεκα και τέταρτο το πολύ πήγαινε για ύπνο, σε αντίθεση με τη γιαγιά που της άρεσε λίγο ξενύχτι παραπάνω. Όταν είχαν λοιπόν κόσμο στο σπίτι και ήθελε να φύγει έλεγε το εξωφρενικό “Ωραία λοιπόν, να μη σας κρατάμε άλλο…”, το οποίο βεβαίως έκανε τη γιαγιά μου τρελή γιατί το έλεγε μπροστά στον κόσμο τον οποίο είχανε καλέσει οι ίδιοι (!), μην το ξεχνάμε αυτό».


Ο Κ. Μητσοτάκης έφεδρος αξιωματικός, Νοέμβριος 1941

Τα Χανιά εξακολουθούν να είναι ένας καλός τόπος για να ζεις όπου γνωρίζεις τους πάντες. Γνώριζα την Μπουμπού, την κολλητή φίλη της Ντόρας, και της ζήτησα να θυμηθεί την εποχή που ο πατέρας της, Μιχάλης Μποτονάκης, συνεργάτης του «Κήρυκα», συνδέθηκε φιλικά μαζί του: «Η ιστορική εφημερίδα αποτέλεσε την αφετηρία της ιδεολογικής ζύμωσης της φιλελεύθερης ιδεολογίας, του Ελευθερίου Βενιζέλου (ιδρυτή του “Κήρυκα”) στα μετακατοχικά Χανιά. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πρωτανηψιός του Ελ. Βενιζέλου, είχε αποκτήσει την ιδιοκτησία του “Κ”. Βασικός αρθρογράφος υπήρξε ο πατέρας μου.

Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν το περίφημο “τεστ”, αψευδέστερο μάρτυρα της ταύτισης απόψεων αλλά και γραφής των δύο ανδρών. Ξεκινούσαν να γράψουν οι δυο τους ένα άρθρο σε ξεχωριστά γραφεία χωρίς να έχουν συνεννοηθεί για το θέμα. Τόση ήταν η σύμπτωση ιδεών, σκέψης αλλά και τρόπου γραφής, που δύσκολα ξεχώριζε κανείς ποιος απ’ τους δυο το είχε γράψει. Έκτοτε άρχιζε ο πρόεδρος το άρθρο ή το σχόλιο και το συνέχιζε ο “δάσκαλος”, έτσι έλεγαν τον πατέρα μου στην εφημερίδα. Η φιλία τους συνεχίστηκε αταλάντευτα στενή και δυνατή μέχρι το θάνατό του το 1969».

Οι ιστορίες που αφορούν τη ζωή του είναι ατέλειωτες και δεν χωράνε φυσικά όλες σε αυτό το κομμάτι. Θα ξεχωρίσω και θα τελειώσω με μία πρόσφατη και αστεία, και υπόσχομαι να επανέλθω με καλύτερες σε άλλο χρόνο. Εξάλλου, αποχαιρετώντας με, μου είπε: «Εις το επανιδείν!»…
Γραφεία ΝΔ στη λεωφόρο Συγγρού. Είναι πρωθυπουργός ο Αντώνης Σαμαράς, άλλη μια μέρα κρίσιμων αποφάσεων για τη χώρα και στην εξώπορτα του κτιρίου δεκάδες δημοσιογράφοι με κάμερες και μικρόφωνα επί ποδός. Αναμένουν δηλώσεις. Αίφνης, ένα αυτοκίνητο φρενάρει και κοκαλώνει έξω από τη σκάλα της εισόδου. Διακρίνεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο τιμόνι και στη θέση του συνοδηγού… ο επίτιμος πρόεδρος!

Παίρνει φωτιά τ’ Αϊβαλί. Αλλάζουν γωνία λήψης οι κάμερες, μπαίνουν στο on τα μικρόφωνα και όλοι κατευθύνονται μπουλούκι προς την πλευρά των δύο ανδρών. Κάνει επίσκεψη ο επίτιμος στον πρωθυπουργό; Ε, αυτό είναι κρίσιμο, είναι το σκουπ της χρονιάς, διακόψτε τη ροή του προγράμματος, θα έχουμε έκτακτο δελτίο. Βγαίνουν οι δύο άνδρες από το αυτοκίνητο αργά και σταθερά, αλλά καθώς προχωρούν αντί να πάνε προς την αναμενόμενη κατεύθυνση, στρίβουν ελαφρά δεξιά και μπαίνουν στο… Media Markt! Ο κύριος πρόεδρος είχε πάει παρέα με το γιο του για να αγοράσει μια καινούργια τηλεόραση…

Λένε για τους ανθρώπους που βρίσκονται συνεχώς μπροστά από τα φώτα της δημοσιότητας πως όταν αποτραβηχτούν δεν ξέρουν πώς να ζήσουν. Ισχύει αυτό για εσάς;
Όχι, καθόλου. Το αντίθετο, εμένα αυτά τα φώτα ποτέ δεν με τράβηξαν. Ζούσα πάντοτε τη δική μου ζωή, την οποία συνεχίζω και τώρα που έχω φύγει από τη δημοσιότητα.

Πώς ζείτε λοιπόν, σήμερα, κύριε πρόεδρε;

Κοίταξε, έχω ορισμένα προβλήματα υγείας, απόρροια των πολλών ετών μου, διότι μην ξεχνάς ότι διανύω το 98ο έτος. Έχω πρόβλημα με τα μάτια μου και πρόβλημα κινητικό. Το κινητικό το αντιμετωπίζω και υπάρχει περίπτωση και να βελτιωθεί, αλλά η όρασή μου δεν μπορεί. Βέβαια, το αναπληρώνω εν μέρει ηχητικά, παίρνοντας πλακέτες.

Πλακέτες; Τι εννοείτε;

Τα βιβλία τα οποία έχουν αποδοθεί ηχητικά, τα διαβάζουν ηθοποιοί, συνήθως καλοί. «Ακούω» βιβλία γαλλικά, γερμανικά, ελληνικά. Βεβαίως παρακολουθώ τις ειδήσεις, ακούω ευτυχώς καλά.

Τι διαβάζατε συνήθως πρώτο σε μια εφημερίδα;

Τις πολιτικές ειδήσεις, τα πολιτικά άρθρα, διάβαζα με πολλή ευχαρίστηση τα χρονογραφήματα, όταν υπήρχαν. Σήμερα παρακολουθώ τον Κασιμάτη, στην «Καθημερινή», το κομμάτι του στη δεύτερη σελίδα. Αλλά διάβαζα και τα επιστημονικά, ό,τι είχε ενδιαφέρον για την πρόοδο με απασχολούσε.

Σήμερα τι είδους βιβλία επιλέγετε για να «ακούσετε»;

Ό,τι θέλεις. Πρόσφατα μου έφερε ο εγγονός μου, που είναι γιατρός στο Μόναχο, μια πλακέτα με τα απομνημονεύματα του Helmut Schmidt στα γερμανικά, αλλά ακούω και τον Παπαδιαμάντη, τον Τσέχοφ ή άλλον Ρώσο, ό,τι έχει η φιλολογία.

Σας άρεσε πάντα η λογοτεχνία;

Πάντα. Λογοτεχνία και ποίηση. Τα ποιήματα τα ενθυμούμαι αρκετά καλά. Ξέρω πολλά απ’ έξω, αλλά ξεχνώ καμιά φορά καμιά λέξη και βασανίζω το μυαλό μου να τη θυμηθεί.

Η υπόλοιπη ημέρα πώς περνάει;

Εν μέρει ακούγοντας πολύ. Στα Χανιά πέρυσι τιμήθηκα από το Πολυτεχνείο για τις υπηρεσίες που είχα προσφέρει και μίλησα για τελευταία φορά από στήθους στο Παλιό Λιμάνι. Είκοσι λεπτά μίλησα, αποφεύγω πλέον να μιλώ και να κάνω δηλώσεις, σιγά-σιγά, ξέρεις, αποτραβιέται ο άνθρωπος από τα καθημερινά.Έχω χάσει τη γυναίκα μου, το οποίο ήταν μεγάλο πλήγμα, δεν το ξεπέρασα, αλλά έχω πολλά παιδιά, εγγόνια, μία πολύ μεγάλη οικογένεια και αυτό είναι μια πολύ μεγάλη απασχόληση. Παρακολουθώ και τα πολιτικά, τα γενικά πολιτικά, όχι τόσο τα τοπικά χανιώτικα ή τα ατομικά προβλήματα. Πηγαίνω στο γραφείο μου σχεδόν καθημερινά, για μερικές ώρες, όχι πολλές.

Και τι κάνετε εκεί; Βλέπετε κόσμο;

Βεβαίως. Πολλές φορές και πολύ κόσμο. Πάντα δεχόμουν ανθρώπους, πολλάκις δε τηλεφωνούσα κι εγώ ο ίδιος. Ακόμα και πρωθυπουργός, ήμουν προσιτός στο τηλέφωνο. Και μου συνέβη πολλές φορές να με πάρει κάποιος στο τηλέφωνο και να μου πει: «Παίρνω εσένα, γιατί δεν μπορώ να πιάσω τον υπουργό σου».

Βλέπετε ακόμα παλιούς φίλους;

Κάποιους, ναι. Τώρα βέβαια εκείνο το οποίο βαραίνει τον άνθρωπο μεγάλης ηλικίας είναι η μοναξιά, διότι όλοι οι σύγχρονοί μου έχουν φύγει. Η παρέα μου του πανεπιστημίου, του πολέμου, της αντιστάσεως. Αλλά και πολλοί πολιτικοί της γενιάς μου στον ευρωπαϊκό χώρο, ο ένας μετά τον άλλο, αναχωρούν. Οι τελευταίοι που έφυγαν ήταν ο Helmut Schmidt, καγκελάριος της Γερμανίας, πολύ αξιόλογος. Ιδιαιτέρως όμως εγώ συνδεόμουν με τον Genscher, ο οποίος πέθανε πρόσφατα και αυτός, προ ολίγων ημερών.

Έχετε μια συμπάθεια προς τη γερμανική κουλτούρα. Εσείς ο ίδιος γνωρίζετε πολύ καλά τη γλώσσα αλλά και στα παιδιά σας φροντίσατε να δώσατε γερμανική παιδεία. Για ποιο λόγο;

Τυχαία. Δεν είχαμε κανένα λόγο. Οι γονείς μου, η πατρική μου οικογένεια, απεφάσισε να πάρει Γερμανίδα δασκάλα, γιατί δεν εύρισκε εύκολα Αγγλίδα ή Γαλλίδα. Έτσι εμείς ανατραφήκαμε, τα πρώτα χρόνια όμως, γιατί μετά ήρθαν καιροί δύσκολοι, δεν είχαμε πλέον γκουβερνάντα, και μάθαμε γερμανικά από παιδιά. Όχι όλοι, οι μεγαλύτεροι, η Καίτη η αδελφή μου κι εγώ, ο Χαράλαμπος και ο Λευτέρης λιγότερο. Έκτοτε έγινε κανόνας. Πήραμε κι εμείς τη Νάνε για τα παιδιά μας. Είχαμε την τύχη να πάρουμε αυτή τη Γερμανίδα, ήταν 24 ετών όταν ήρθε, ήταν καθολική, είχε σκοτωθεί ο άνδρας τον οποίον αγαπούσε, έμεινε απάντρευτη και απετέλεσε κομμάτι του σπιτιού μας. Ανέθρεψε τα τέσσερα παιδιά μας, ανέθρεψε τα παιδιά της Ντόρας μετά, τον Κώστα και την Αλεξία, και την κληρονομήσαμε εμείς, τη γηροκομήσαμε εμείς και ετάφη από εμάς σε πολύ μεγάλη ηλικία. Έτσι τα παιδιά έμαθαν όλα γερμανικά, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη γενιά. Η Αλεξάνδρα, η κόρη μου, παντρεύτηκε Γάλλο, απέκτησε τέσσερα παιδιά. Τα παιδιά της, Γαλλάκια, έμαθαν πρώτη γλώσσα τα γερμανικά, δεύτερη γλώσσα τα ελληνικά και τρίτη τα γαλλικά.


Οι κόρες τους, Ντόρα, Αλεξάνδρα, Κατερίνα

Αναρωτιέμαι πώς επικοινωνείτε με τα «Γαλλάκια» σας; Γνωρίζετε τι είναι το e-mail, το i-phone, το Facebook; Με την τεχνολογία τα πάτε καλά;

Όχι, είμαι τελείως ανίδεος. Έχω ένα κινητό τηλέφωνο το οποίο δεν λειτουργεί ποτέ, διότι το έχω μυστικό, έχει απόκρυψη. Όταν πάρω τον Κυριάκο, ας πούμε, δεν το σηκώνει ποτέ διότι δεν βλέπει ποιος τηλεφωνεί και έτσι το τηλέφωνό μου υπάρχει κάπου στο σπίτι, λειτουργεί μία φορά την ημέρα ή μία φορά κάθε δύο ημέρες. Δεν έχω πάρει ούτε έχω στείλει ποτέ μηνύματα, είμαι τελείως άγευστος από τη σύγχρονη τεχνολογία. Τη θαυμάζω βέβαια ιδιαίτερα και πιστεύω και λέω ότι το ίντερνετ είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου μετά τον Γουτεμβέργιο. Άλλαξε τον τρόπο της επικοινωνίας, άλλαξε την πολιτική τελείως και εκ βάθρων. Γι’ αυτό συμφώνησα και υποστήριξα τη σελίδα μου στο Facebook.

Ενώ στην εποχή σας;

Α, ήταν τραγικό. Τις πρώτες δεκαετίες είχαμε μόνο την εφημερίδα και στο τέλος το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Σήμερα υπάρχει αφθονία, καμία φωνή δεν πνίγεται και υπάρχει απόλυτη ελευθερία στο διαδίκτυο να προβάλεις τις απόψεις σου. Το αποτέλεσμα είναι ότι δημιουργείται πλέον ένας δεύτερος παράγων δίπλα στα γνωστά και παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, ισότιμος, ίσως και πιο σημαντικός, που παίζει ρόλο στις εκλογές. Νομίζω ότι στην εκλογή του Κυριάκου ως αρχηγού της Ν.Δ. το διαδίκτυο υπήρξε αποφασιστικό.

Παλιά εμείς διψούσαμε για μία δημοσιότητα. Θυμάμαι ότι όταν κατέβηκα στις δεύτερες εκλογές μετά τη μεταπολίτευση, επικεφαλής ενός μικρού κόμματος διότι τότε είχα διαφωνήσει με τον Καραμανλή, αγωνίστηκα να πάρω πέντε λεπτά εκπομπής στο ραδιόφωνο. Δεν μου την έδωσαν. Εάν εγώ είχα στη διάθεσή μου τηλεόραση και διαδίκτυο, η «15η Ιουλίου» θα είχε πάρει τελείως αλλιώτικη μορφή, θα είχε βγει η αλήθεια εγκαίρως. Ενώ τώρα κινδυνεύουμε ακόμα να ζούμε με ψεύτικες εντυπώσεις γύρω απ’ αυτό το θέμα. Είναι μεγάλη πρόοδος το διαδίκτυο.

Ήρθαμε στα πολιτικά και δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω… Μπορεί άραγε να μας βγάλει από το τέλμα η κυβέρνηση Τσίπρα ή θα είναι μία ακόμα μνημονιακή κυβέρνηση όπως οι προηγούμενες;

Θα είναι η χειρότερη μνημονιακή κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος και δεν θα μας βγάλει από κανένα τέλμα. Διά τον απλούστατο λόγο ότι δεν πιστεύει στην πολιτική την οποίαν ασκεί υπό πίεση. Όταν ένα κόμμα, ένας πρωθυπουργός, ένας πολιτικός αρχηγός, βγαίνει και λέει στο λαό ότι αποφασίζω αυτό αλλά είναι λάθος και το κάνω μόνο και μόνο γιατί οι κακοί ξένοι με εκβιάζουν, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσει την πολιτική αυτή. Η πολιτική του μνημονίου ήταν σε μεγάλο της μέρος σωστή, είχε πολλά λάθη αλλά είχε και σωστά, όμως δεν εφαρμόστηκε τίποτα.

Την ώρα που ιδιωτικοποιούν το λιμάνι π.χ., υπογράφει ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός, οι αρμόδιοι υπουργοί διαφωνούν και το λένε δημόσια. Τραγέλαφος και αθλιότητα. Το αποτέλεσμα είναι πως ο κόσμος τρελαίνεται, δεν ξέρει τι να πιστέψει. Ενώ αν αντιθέτως από την αρχή έλεγαν οι ελληνικές κυβερνήσεις την αλήθεια, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Και η αλήθεια είναι πάρα πολύ απλή, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάς πρέπει να ζει με το εισόδημα που έχει. Δεν υπάρχει κανείς ο οποίος θα μας χαρίσει λεφτά, ούτε μπορούμε να δανειζόμαστε για να ζούμε καλύτερα. Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες πρέπει να γίνουν ανταγωνιστικοί στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, διότι αλλιώς, όταν δεν έχουμε εισόδημα, το βιοτικό επίπεδο θα πέφτει και κανείς δεν πρόκειται να μας βοηθήσει.

Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει πρώτα να πετύχουμε δημοσιονομική ισορροπία και δεύτερον να κάνουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα μας επιτρέψουν να ξεφύγουμε. Θα παραμερίσουμε διάφορες διαδικασίες, δημόσια διοίκηση, γραφειοκρατίες και προνόμια τα οποία παίρνουν διάφορες ειδικές ομάδες και θα μπορέσουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Αυτό βέβαια απαιτεί θυσίες. Ενώ θα έπρεπε να πούμε στον ελληνικό λαό ότι αυτές τις κάνουμε για το καλό μας, τώρα λέμε ότι τις θυσίες μάς τις επιβάλλουν οι κακοί ξένοι και δημιουργείται ένα αδιέξοδο.

Θα ήταν αλλιώτικα τα πράγματα, πιστεύετε, αν ο Σαμαράς δεν τασσόταν στην αρχή στο αντιμνημονιακό μέτωπο;
Η Ελλάς θα μπορούσε να ακολουθήσει την πορεία της Κύπρου. Τι είπαν οι Κύπριοι; Είπαν ότι εμείς το μνημόνιο το κάναμε δικό μας, το υιοθετήσαμε και το εφαρμόσαμε και φυσικά κάναμε και μικρές μεταβολές, ευκολότερα πλέον, διότι δημιουργείς εμπιστοσύνη. Σήμερα, εσωτερικά μεν δημιουργεί αδιέξοδο αυτή η κυβέρνηση με αυτά που λέει, εξωτερικά δε είναι παντελώς αναξιόπιστος. Η αξιοπιστία και στη ζωή και στην πολιτική και προπαντός στις διεθνείς σχέσεις είναι ο πιο σημαντικός παράγων.

Τι λάθη κάναμε ως χώρα και μπλοκάραμε μέσα στα μνημόνια;
Κανένα κόμμα δεν ετόλμησε να μιλήσει φανερά, μετά τη δική μου κυβέρνηση η οποία έπεσε, διότι ίσως πρόωρα εφήρμοσε τη σωστή πολιτική. Όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν έγιναν μνημονιακά, λέγοντας ότι το κάνουμε αυτό όχι γιατί είναι το σωστό, όχι διότι το θέλουμε, αλλά επειδή μας το επιβάλλουν.

Μπορούμε να βγούμε από αυτό το φαύλο κύκλο;
Ναι, μπορούμε, αν σχηματιστεί μία κυβέρνηση ευρωπαϊκή. Οι ευρωπαϊστές σήμερα έχουν πλειοψηφίες και στο λαό και στη Βουλή. Θα πρέπει λοιπόν να γίνει μία κυβέρνηση που να περιλαμβάνει τους ευρωπαϊστές, τους μεταρρυθμιστές, μία κυβέρνηση που να έχει το θάρρος να πει την αλήθεια –αυτό συμβαίνει με τον Κυριάκο τώρα– να πει στους Έλληνες ότι αυτά κύριοι είναι, αν δεν μεγαλώσει η πίτα δεν πρόκειται να πάρετε περισσότερο. Τι βάζετε κόκκινες γραμμές; Χωρίς λεφτά κόκκινες γραμμές δεν υπάρχουν. Να δει ο κόσμος, να μάθει, γιατί η αλήθεια είναι πως και ο λαός έχει εν μέρει τη δική του ευθύνη που είναι πολύ-πολύ μικρότερη.

Ε, δεν είναι και ο λαός άμοιρος ευθυνών…
Μα φταίει και ο λαός, ο οποίος αρνείται να αλλάξει, αρνείται να στερηθεί των πλεονεκτημάτων του. Δημιουργείται στην Ελλάδα το πελατειακό λεγόμενο κράτος το οποίον είναι ισχυρό, πολύ ισχυρό, ο καθένας θέλει τις μεταρρυθμίσεις για λογαριασμό των άλλων, αλλά για τον εαυτό του δεν θέλει μεταρρύθμιση. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Η Ελλάς θα σωθεί μόνο εάν γίνουν εκλογές και έρθει συγκυβέρνηση με τα ευρωπαϊκά κόμματα.

Μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους, πιστεύετε;
Μπορούν. Είδες ότι ο Κυριάκος πήρε την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ενώ ξεκίνησε outsider. Ο κόσμος διψά για το καινούργιο. Τα μικρά κόμματα, τα φιλοευρωπαϊκά, δηλαδή το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και οι Κεντρώοι, ο Λεβέντης, δεν ξέρω αν θα επιβιώσουν στις επόμενες εκλογές, αλλά και αν επιβιώσουν, η Νέα Δημοκρατία που θα έχει την πλειοψηφία θα πρέπει να συνεργαστεί μαζί τους, με όλα τα ευρωπαϊκά κόμματα, και να εφαρμόσει μία πολιτική κοινής αποδοχής.

Που μπορεί να μας βγάλει απ’ αυτό το μαγγανοπήγαδο;
Δύο τετραετίες χρειάζονται για να επανέλθει η Ελλάς στην ομαλότητα.

Την εκλογή του Κυριάκου πώς τη δεχθήκατε; Την αναμένατε; Τον βοηθήσατε;
Ενεθάρρυνα τον Κυριάκο να υποβάλει υποψηφιότητα. Νόμιζα εξαρχής ότι θα κάνει καλή παρουσία, είχα και ελπίδες ότι μπορεί να εκλεγεί, αλλά όχι μεγάλες. Στην πορεία επέδειξε πολλές ικανότητες, πήγε πολύ καλά.

Σας εξέπληξε δηλαδή το αποτέλεσμα;
Λιγάκι, ναι. Αλλά έκανε αυτό το οποίον έπρεπε να κάνει. Ο Κυριάκος παραμέρισε το παλιό αποφασιστικά, παραμέρισε τις προκαταλήψεις, είπε την αλήθεια και μέχρι τώρα, δόξα τω Θεώ, η πολιτική του πάει καλά.

Θα καταφέρει πιστεύετε ο Κυριάκος να αλλάξει ένα γερασμένο κόμμα;

Μα δεν θα είναι πια το ίδιο κόμμα, θα έρθει καινούργια γενιά. Ξέρεις, στην πορεία του χρόνου, εγώ έχω παρακολουθήσει πολλές γενιές ελληνικές. Η καινούργια γενιά των σημερινών τριαντάρηδων είναι από τις καλύτερες που γνώρισα. Εγώ θεωρώ πάντοτε πιο καλή τη γενιά του ’40, την άτυχη γενιά του πολέμου και του εμφυλίου, αλλά οι σημερινοί τριαντάρηδες, οι σημερινοί νέοι είναι πολύ πιο μορφωμένοι, γνωρίζουν πάρα πολύ τον έξω κόσμο, έχουν κυκλοφορήσει και είναι έτοιμοι να δεχθούν όλη την καινούργια τεχνολογία και να προσαρμόσουν την Ελλάδα προς τα διεθνή δεδομένα.

Κατά συνέπεια σήμερα αυτό που χρειάζεται είναι να χρησιμοποιηθούν πολλοί νέοι, φυσικά και ορισμένοι παλιοί οι οποίοι είναι απαραίτητοι, αλλά προπαντός να χρησιμοποιηθούν άνθρωποι οι οποίοι να πιστεύουν σε αυτό που κάνουν.

Προσωπικά, νιώσατε ικανοποίηση για την εκλογή του;
Ε, βέβαια, ένιωσα και νιώθω ικανοποίηση. Λυπούμαι μόνο που δεν πρόλαβε να τον δει και η Μαρίκα…


Το ζεύγος Μητσοτάκη την ημέρα του γάμου τους, Ιούνιος 1953

Αυτή η γυναίκα φαίνεται να υπήρξε το Α και το Ω του συναισθηματικού σας κόσμου. Πώς είναι, κύριε πρόεδρε, η ζωή χωρίς τον άνθρωπό σας;
Είναι πολύ δυσάρεστο, είναι πάρα πολύ δυσάρεστο και πάρα πολύ βαρύ. Είναι μεγάλη η απώλεια αυτή, όπως σου είπα και πρωτύτερα με συνοδεύει. Ο σύντροφος, η σύζυγος δηλαδή στην περίπτωσή μου, σου γεμίζει τη ζωή ολόκληρη, είναι δίπλα σου διαρκώς. Όταν είσαι μόνος, όπως είμαι εγώ τώρα, έχω φυσικά παιδιά, εγγόνια, φίλους, ό,τι θέλεις, αλλά ορισμένες ώρες νιώθεις και είσαι μόνος. Νιώθεις την απουσία ενός ανθρώπου που σε καταλαβαίνει, που σε αγαπά, που μοιράζεσαι μαζί του τις στενοχώριες σου και τις χαρές σου.

Λένε ότι ο έρωτας πλαταίνει όσο τίποτε άλλο. Σε εσάς πώς επέδρασε αυτή η σχέση;
Νομίζω ότι περάσαμε καλά. Ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, η Μαρίκα είχε πολλή ζωή, πληθωρική, περίσσευμα αγάπης προσέφερε. Πολλή εξυπνάδα και προπαντός απόλυτη ειλικρίνεια, δεν χάριζε σε κανέναν κάστανα.

Τι είχε η σύζυγός σας, που δεν είχατε εσείς;
Ένστικτο. Πολλάκις τo εμπιστεύτηκα και πολλές φορές που δεν το ακολούθησα, το μετανόησα.


Με τη σύζυγο του ντυμένοι και οι δύο με στολή στη γιορτή των αποκριών, Φεβρουάριος 1960

Τη γνωρίσατε όταν ήσαστε 33 χρόνων, σωστά;
Τη γνώρισα μεγάλος και παντρεύτηκα μεγάλος, αν δεν γνώριζα τη Μαρίκα ίσως δεν θα παντρευόμουν.

Σαν τιμωρία προς τον εαυτό σας ακούγεται αυτό. Δεν είναι ωραία η εργένικη ζωή;
Υπέρ της εργένικης ζωής δεν ήμουν ποτέ.

Υπήρξατε όμως κάποτε εργένης, δεν μπορεί…
Υπήρξα εργένης, αλλά οικογενειάρχης εργένης. Από την εποχή που πέθανε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, το 1943, ουσιαστικά ήμουν ο αρχηγός της οικογενείας. Ήμουν το πρώτο αγόρι και είχα ευθύνες, πολλές ευθύνες.

Δεν προλάβατε να ζήσετε ανέμελη νιότη;
Δύσκολη ζωή έζησα και ως φοιτητής και στη συνέχεια βέβαια ανακατεύτηκα πολύ με την Αντίσταση, με τα πολιτικά, μπήκα στην πολιτική κατά λάθος, χωρίς να το θέλω, με παρέσυρε το ρεύμα της εποχής εκείνης. Είχε πεθάνει η περασμένη γενιά της οικογενείας μου, οι γονείς μας, ο μακαρίτης ο θείος μου Αριστομένης Μητσοτάκης που είχε κάνει το κίνημα εναντίον του Μεταξά, πέθανε το 1948 στην Κύπρο εξόριστος και μετέφερα εγώ τα οστά του πολλά χρόνια μετά στο νεκροταφείο των Αθηνών. Δεν υπήρχε κανείς αρχηγός της οικογενείας. Εγώ είχα ήδη ένα όνομα από τη δική μου προσωπική δράση. Με πίεσε πάρα πολύ η οικογένεια ολόκληρη και τελικά κατέβηκα στις εκλογές, φορώντας τη στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού και καπέλο χωρίς στέμμα.


Την ημέρα του αρραβώνα της Ντόρας με τον Παύλο Μπακογιάννη, 1975

Εσείς πιέσατε καθόλου τα παιδιά σας να κατέβουν στον πολιτικό στίβο;
Ποτέ. Η Ντόρα ασχολήθηκε με την πολιτική όταν δολοφόνησαν τον άνδρα της και πέτυχε στην πολιτική, ήταν πολύ ουσιαστική η συμβολή της στην παράταξη. Ο Κυριάκος το ήθελε μέσα του και το απεφάσισε αφού προηγουμένως εργάστηκε δέκα χρόνια στον ιδιωτικό τομέα. Ούτε τον παρότρυνα, ούτε τον απέτρεψα.

Η Βουλή, που ξέρω ότι παρακολουθείτε ανελλιπώς, σας εκπλήσσει;
Όχι, με στενοχωρεί.

Είστε ευσυγκίνητος σαν χαρακτήρας;
Θα έλεγα ότι είμαι πολύ συγκρατημένος.

Σας έχουμε δει δημόσια δακρυσμένο δύο φορές: στη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη και στην κηδεία της συζύγου σας. Έχετε δακρύσει άλλη φορά;
Βέβαια. Εγώ ήμουν ευσυγκίνητος και είμαι, πολύ ευσυγκίνητος, αλλά το κρύβω, δεν δείχνω τα συναισθήματά μου, τα κρατώ μέσα μου. Πολλές φορές αισθάνθηκα συγκίνηση. Σε περιπτώσεις προσωπικές, ανθρώπινης δυστυχίας και πόνου, σε περίπτωση απώλειας ανθρώπων δικών μου και φίλων.

Στην πολιτική υπήρξε στιγμή που συγκινηθήκατε;
Στην πολιτική άντεχα πολύ. Αλλά ναι, βεβαίως έχω συγκινηθεί. Οι εκδηλώσεις του λαού τα τελευταία χρόνια της πολιτικής μου, τότε που κέρδισα τις εκλογές και έφτιαξα κυβέρνηση, ήταν τόσο θερμές που σε ζωντάνευαν, σε συγκινούσαν, σε παρέσυραν.

Όλοι ρωτούν τα παιδιά σας αν τους βαραίνει το όνομα Μητσοτάκη και κανείς δεν έχει ρωτήσει εσάς. Σας βάρυνε ποτέ;
Το όνομά μου το απέκτησα στην πορεία, τίποτα και κανείς δεν με βάρυνε ποτέ.

Για τα παιδιά σας τι γνώμη έχετε; Πιστεύετε π.χ. ότι η Ντόρα ίσως να έκανε άλλη πολιτική καριέρα αν δεν έφερε αυτό το όνομα;
Θα έκανε αλλιώτικη καριέρα, υποθέτω, σίγουρα, αλλά θα έκανε πάλι καριέρα ανάλογη. Το παιδί ενός γνωστού πολιτικού έχει πλεονεκτήματα στο ξεκίνημα, από εκεί και πέρα έχει μειονεκτήματα διότι το συγκρίνουν και απαιτούν από αυτό ίσως πολύ περισσότερα από όσα μπορεί να προσφέρει.

Να ξαναγυρίσουμε στη ζωή, που έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Είναι αλήθεια ότι γνωρίζετε όλο τον «Ερωτόκριτο» απ’ έξω;
Όχι, αλλά νέος μάθαινα πάρα πολύ εύκολα απ’ έξω ποιήματα. Θυμόμουν τον «Faust» του Goethe ολόκληρο, σχεδόν ολόκληρο, το πρώτο τμήμα. Και ελληνικά ποιήματα, Παλαμά διάβαζα πολύ. Ακόμα και σήμερα μου έρχονται ορισμένοι στίχοι. Πριν από 2-3 χρόνια κάναμε μία μεγάλη συγκέντρωση και εξεφώνησα ένα λόγο επ’ ευκαιρία της παρουσιάσεως του βιβλίου «Το έργο της κυβερνήσεώς μου» και όπως πολλές φορές μου συνέβαινε να τελειώνω ένα λόγο με κάποιο ποίημα, με στίχους, έτσι και τότε τελείωσα με ορισμένους στίχους του Παλαμά.

Τους θυμάστε να μου τους πείτε;
«Χρωστάμε εις όσους ήρθαν / πέρασαν, θα ρθούνε, θα περάσουν / κριτές θα μας δικάσουν / οι αγέννητοι, οι νεκροί».

Τραγουδάτε ποτέ;
Όχι. Τραγουδώ μόνο από κοντά, ψιθυριστά, χωρίς να ακούγεται η φωνή μου διότι είμαι φάλτσος.

Οι φάλτσοι συνήθως αφού δεν μπορούν να τραγουδήσουν, χορεύουν. Με το χορό ποια ήταν η σχέση σας;
Καλή πάντα. Τους κρητικούς χορούς δεν τους πολυχόρευα, αλλά χόρευα γενικά τους ευρωπαϊκούς, ήμουν καλός χορευτής στο βαλς.

Αν και το βαλς δεν συνάδει με τις κουμπαριές, δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω αν μπορείτε να μου πείτε με έναν αριθμό πόσες κουμπαριές έχετε κάνει στη ζωή σας.
Πάντως πρέπει να περνούν τη χιλιάδα.

Γιατί σας άρεσε να στεφανώνετε και να βαφτίζετε ανθρώπους;

Το έκανα για να αποκτήσουμε δεσμό. Η κουμπαριά στην Κρήτη εξακολουθεί να μετρά. Ακόμα και σήμερα. Όταν σου ζητά ο άλλος να του βαφτίσεις το παιδί ή να τον παντρέψεις, δύσκολα λες όχι. Στις εκλογές επάνω πολλές φορές σου ζητούσαν να βαφτίσεις παιδιά και βάφτιζα εγώ, βάφτιζε η Μαρίκα. Η Μαρίκα, λοιπόν, θυμάμαι ένα βράδυ βάφτισε πέντε(!) παιδιά.

Δεν σας έχουμε δει ποτέ να οδηγείτε, δεν σας άρεσαν τα αυτοκίνητα;

Πολύ. Οδηγούσα πολύ, αλλά έπαυσα να οδηγώ λόγω των ματιών μου. Στο Παρίσι, στην εξορία μας, οδηγούσα ένα μεταχειρισμένο Ρόβερ που η Μαρίκα έλεγε ότι έμοιαζε με τανκς.


Ο Κ. Μητσοτάκης σε δρόμο του Παρισιού τα πρώτα χρόνια της αυτοεξορίας, Σεπτέμβρης 1968

Έχω διαβάσει ότι φτάσατε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1968 μέσω Τουρκίας, ύστερα από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι.

Έφυγα παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, υπό δραματικές συνθήκες και επικίνδυνες, με πολύ μεγάλο κίνδυνο – δεν τον λογάριασα εκείνη την ώρα. Διέσχισα το Αιγαίο με ένα μικρό κρις κραφτ 10 μέτρων που είχε δύο βενζινομηχανές εκ των οποίων η μία χαλασμένη και με φοβερό μελτέμι. Μαζί μου είχα κι ένα φίλο Ιταλογιουγκοσλάβο υποτίθεται για καπετάνιο, αλλά στην πορεία αποδείχτηκε πως μέχρι κι εγώ, που ήμουνα παντελώς άσχετος, ήξερα περισσότερα για τη θάλασσα. Τέλος πάντων έφθασα κακήν κακώς στο Τσεσμέ. Από εκεί έστειλα ένα τηλεγράφημα στον αδελφό μου τον Χαράλαμπο, συνθηματικό, είχαμε συμφωνήσει τι θα του πω, τρεις λέξεις, να μάθουν ότι έφθασα, ότι επέζησα. Πήρα ένα ταξί και πήγα στη Σμύρνη.

Από τη Σμύρνη, τηλεφώνησα στον υπουργό των Εξωτερικών της Τουρκίας, φίλο μου, τον Τσαγλαγιανγκίλ, τον οποίον είχα προηγουμένως προϊδεάσει ότι θα κοιτάξω να φύγω μέσω Τουρκίας. Βρήκα το διευθυντή του γραφείου του, είπα ότι είμαι στην Τουρκία και ζητώ δικαίωμα διόδου και απόλυτη μυστικότητα. Οι Τούρκοι αμέσως το φρόντισαν. Δεν είχε περάσει μισή ώρα και ο αρχηγός της αστυνομίας της Σμύρνης παρουσιάστηκε και ετέθη στην υπηρεσία μου. Εντωμεταξύ όμως, δεν ξέρω πώς, ίσως και από λάθος δικό μου, κυκλοφόρησε η φήμη ότι βρίσκομαι εκεί και άρχισε η καταδίωξη των Τούρκων δημοσιογράφων, οι οποίοι είναι φοβεροί, πολύ χειρότεροι από τους Έλληνες, πέφτουν σαν τα μελίσσια.

Τέλος πάντων με διάφορα κόλπα κατάφερα να τους ξεφύγω και να μπω στο αεροπλάνο για να πάω στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί να ταξιδέψω για Παρίσι. Η οικογένειά μου ήρθε ένα χρόνο μετά. Είχε τεθεί υπό κατ’ οίκον κράτηση στη Γλυφάδα και δεν έδιναν διαβατήριο στη Μαρίκα. Επικοινωνούσαμε με το τηλέφωνο και με γράμματα και όταν τελικά πήρε το πολυπόθητο διαβατήριο δεν περίμενε ούτε μέρα, πήρε το πρώτο πλοίο που βρήκε μπροστά της, ένα εβραϊκό, και κατέφθασαν στη Βενετία όπου τους παρέλαβα εγώ.


Με τη σύζυγο του, Μαρίκα και την κόρη του Ντόρα σε πλοίο

Γιατί με πλοίο; Αφού της έδωσαν νόμιμο διαβατήριο.

Γιατί πήρε το αυτοκίνητό μας, ένα παλιό Mercedes που μας άφησε χρόνους στο Παρίσι, έβαλε μέσα τα 4 παιδιά μας, τη Γερμανίδα νταντά, και τις βαλίτσες. Ο Κυριάκος, που τον είχα αφήσει 5 μηνών, ήτανε 1,5 έτους. Τον είχανε δέσει μάλιστα με ένα λουρί, ενθυμούμαι, γιατί περπατούσε αλλά ήτανε ακόμα πολύ μικρός. Μπήκαμε όλοι μέσα στο αυτοκίνητο και φθάσαμε, μέσω Ελβετίας, στο Παρίσι οδικώς.


Ο Κ. Μητσοτάκης με τον νεογέννητο γιο του Κυριάκο, 1968

Σαν από ιταλική ταινία μοιάζει η σκηνή.

Κι όμως, χωρέσαμε και οι 7. Εγώ στο τιμόνι, δίπλα η Μαρίκα με ένα παιδί και πίσω η Νάνε με τα άλλα τρία. Είχα βάλει και από πάνω στη στέγη τις βαλίτσες και ξεκίνησα οδηγώντας προς Ελβετία.

Βρεθήκατε λοιπόν στο Παρίσι το 1968, τρεις μόλις μήνες μετά τον παρισινό Μάη. Σχεδόν δεν θα ’χαν προλάβει να ξαναβάλουν τα παβέ των βουλεβάρτων στη θέση τους, σωστά;

Ακριβώς. Ο De Gaulle είχε πλήρως επικρατήσει βεβαίως και υπήρχε ηρεμία, αλλά έβραζε λιγάκι το Παρίσι ακόμα, ήταν ανήσυχο. Εκείνο τον καιρό εγώ έφτασα μαζί με ένα φίλο που με συνόδευε και νοίκιασα ένα διαμέρισμα στον οδό Mirabeau 1.

Η Μirabeau, αν θυμάμαι καλά, είναι στο 16ο arrondissement, στην πιο αριστοκρατική συνοικία των Παρισίων. Τυχαία διαλέξατε να μείνετε στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα και όχι στην αριστερή;

Έχει γούστο αυτό που με ρωτάς αλλά εκείνη την εποχή όχι δεν το σκέφτηκα, νοίκιασα ό,τι βρήκα μπροστά μου. Ναι, στην αρχή έμενα σε καλό διαμέρισμα, μετά πήγα σε ένα πολύ μετριότερο, στη rue Leconte de Lisle, που είναι το όνομα του ποιητή και συγγραφέα της «Μασσαλιώτιδας».

Ζήσατε 4 και πλέον χρόνια στο Παρίσι. Σας έμαθε κάτι αυτή η πόλη;

Μου έκανε πολύ καλό η περίοδος της εξορίας, ξέρεις γιατί; Γιατί εγνώρισα την οικογένειά μου, για πρώτη φορά πλησίασα τα παιδιά και τους μίλησα. Μέχρι τότε ζούσα πραγματικά σε τρέλα, ήταν και δύσκολες οι εποχές του ανένδοτου αγώνα, η 15η Ιουλίου κ.λπ., και ξαφνικά εκεί ήταν ήρεμη η ατμόσφαιρα, η οικογενειακή ζωή ήταν αρμονική. Είναι όμως ταυτόχρονα γλυκόπικρη η ανάμνηση των Παρισίων. Ιδίως εκείνο το οποίο σε σκότωνε ήταν η αβεβαιότητα, δεν ήξερες αν και πότε θα γυρίσεις. Κατά τα λοιπά η ζωή όπως είχε οργανωθεί ήταν καλή, είχαμε σχέση με τους Έλληνες που ζούσαν στο Παρίσι και πολιτική επαφή και ενότητα, εγώ ήμουν δίπλα στον Καραμανλή και γενικός του επιτελάρχης. Πλησίασα τότε τον Καραμανλή, πιστεύω, για πολύ καιρό.

Η οικογένεια σε αναμνηστική φωτογραφία από την εποχή του Παρισιού, τέλος δεκαετίας 60.

Γνωρίσατε, φαντάζομαι, και την ανθρώπινη πλευρά του;

Και την ανθρώπινη και τα χούγια του. Σ’ ένα μάλιστα συμπίπταμε. Εγώ συνηθίζω πάντα να κόβω τη μέρα μου στη μέση και να κάνω μια σιέστα. Ε, οι μόνοι άνθρωποι στο Παρίσι που κοιμόντανε το μεσημέρι ήμουνα εγώ και ο Καραμανλής. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Τον Κυριάκο και την Ντόρα. Με τη Μαρίκα δεν τα πήγαινε καλά, γιατί η Μαρίκα είναι γλωσσού, δεν του χάριζε και ο Καραμανλής ήταν δύσκολος. Αλλά ερχόταν πολύ συχνά στο σπίτι μας να φάει. Του άρεσαν πολύ οι χορτόπιτες και το αγαπημένο του γλυκό ήταν ο μπαμπάς με το ρούμι. Έπινε μόνο κόκκινο κρασί, ακόμα και με το ψάρι, προς μεγάλη απελπισία των Γάλλων σομελιέ. Κάναμε και εκδρομές, πήγαμε μαζί στη Νορμανδία.

Ακόμα και στο Παρίσι διατηρήσατε τη συνήθεια να καλείτε κόσμο στο σπίτι για τραπέζι.

Καλούσε η Μαρίκα τα βράδια. Πολλές φορές και πολύ κόσμο, Έλληνες κυρίως, με τους Γάλλους δεν είχαμε πολλές σχέσεις. Έψηνε τεράστιες ποσότητες, μια φορά ενθυμούμαι είχε τηγανίσει σαράντα κομμάτια βακαλάο με σκορδαλιά.

Εσείς πώς περνούσατε τις μέρες σας;

Μου άρεσε να περπατώ στους δρόμους, απολάμβανα αυτή τη βόλτα. Σε όλη μου τη ζωή ήμουν δεινός περπατητής και εκείνη την εποχή περπατούσα συχνά. Τα παιδιά πήγαιναν στη γερμανική σχολή, στο Saint Cloud. Ασχολούμην μαζί τους, τα γνώρισα, κάναμε διάλογο, έμαθαν να σκέπτονται και να απαντούν, κάτι το οποίο στην Ελλάδα σπανίζει. Τα καλοκαίρια τα στέλναμε στην Κρήτη και εγώ με τη Μαρίκα πηγαίναμε κάπου, συνήθως Ισπανία. Στο Παρίσι όμως πρώτα απ’ όλα έγινα ψωνιστής εγώ ο ίδιος. Έμαθα να ψωνίζω κρέας, έμαθα τα κρασιά. Ψώνιζα μαζί με τη Μαρίκα, πηγαίναμε στη λαϊκή αγορά, παίρναμε το αυτοκίνητό μας και το γεμίζαμε.


Εκδρομή στην Τρομάρισσα, 45 χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας

Φαντάζομαι την έκπληξη του Γάλλου κρεοπώλη τη στιγμή που θα του λέγατε «βάλε μου 5 κιλά κιμά»…
Είχα βρει ένα συνεταιρισμό που πουλούσε κρέας και πήγαινα σε αυτόν. Εγώ επίσης ως Έλληνας άφηνα pourboire, το οποίο στη Γαλλία είναι απηγορευμένο είδος και με περιποιούνταν πάντοτε. Αγόραζα το κρέας μου και μία ημέρα μου λέει ο υπάλληλος, «θα έχετε εστιατόριο βέβαια». «Όχι» του λέω «δεν έχω εστιατόριο, έχω μεγάλη οικογένεια».

Κρατήσατε αυτή τη συνήθεια και όταν γυρίσατε στην Ελλάδα;
Όχι, αλλά όταν η εγγονή μου η Αλεξία σπούδαζε στο Παρίσι και τύχαινε να βρίσκομαι εκεί την έπαιρνα και πηγαίναμε να ψωνίσουμε κρέας από το δικό της χασάπη. Αγόραζα και τότε ποσότητες, είχα μανία να ψωνίζω κρέας, και όταν έφευγα ρωτούσαν την Αλεξία «ο κύριος παππούς σας πότε θα ξανάρθει;». Ένα γαλλικό φαγητό που έχω σε πολύ εκτίμηση είναι το βραστό το βοδινό το οποίο απαιτεί κομμάτια από ειδικό μέρος του ζώου: χρησιμοποιείς jarret de veau και plat de côtes. Αγόραζα λοιπόν κι εγώ από το Παρίσι και το έπαιρνα μαζί μου στα Χανιά, στην Αθήνα πολλές φορές, για να κάνουμε ένα ωραίο γαλλικό βραστό.

Είναι το αγαπημένο σας φαγητό αυτό;
Τρελαίνομαι, αλλά μ’ αρέσουν κι άλλα.

Τι άλλο σας αρέσει;
Λέγε μου να σου λέω…

Όσπρια;
Στην κορυφή της διατροφής μου.

Σταμναγκάθι;
Ναι, αλλά μόνο το άγριο.

Αγκινάρες;
Τρώγω αγκινάρες μανιωδώς. Ωμές πάντα με λεμόνι. Ωραίος μεζές για το κρασί και την τσικουδιά.

Πιλάφι;

Το τρώγω πάρα πολύ ευχαρίστως και το εισαγάγαμε, ξέρεις, το πιλάφι, στην Αθήνα τώρα είναι πολύς κόσμος που κάνει πιλάφι.

Εκείνη την εποχή, τέλος δεκαετίας του ’60 που βρεθήκατε στο κέντρο της Ευρώπης, ήταν και μια εποχή που εξέφρασε μία νέα κουλτούρα στο ντύσιμο, στη μουσική, στη μόδα, στο life style. Τα παρακολουθούσατε αυτά; Η εμφάνισή σας σάς απασχόλησε ποτέ;

Όχι πολύ. Αλλά μου άρεσε πάντοτε να είμαι καλά ντυμένος, είχα και πολλά κοστούμια.

Η σύζυγός σας είχε λόγο στην γκαρνταρόμπα σας;

Η Μαρίκα βέβαια είχε τη γνώμη της, αλλά εγώ διάλεγα. Με κορόιδευε και μου έλεγε ότι αγόραζα πολλά. Επειδή νέος δεν είχα κοστούμια να φορέσω, όταν μπόρεσα λοιπόν αγόρασα πολλά.


Με τη σύζυγο του, Μαρίκα

Πηγαίνατε στα μαγαζιά ή σας τα έφερναν να διαλέξετε;

Εγώ έχω πολύ κανονικό σώμα. Ήξερα τα μέτρα μου και πολλές φορές αγόραζα έτοιμο κοστούμι και χωρίς να το δοκιμάσω, συνήθως το πετύχενα.

Είναι αλήθεια αυτό που έχω ακούσει ότι δηλαδή σας συνέλαβαν με τις πιτζάμες εκείνο το βράδυ της 21ης Απριλίου 1967;

Αλήθεια είναι. Όταν ήρθε ο αστυνομικός να με συλλάβει στο σπίτι μας ήμουνα ξυπόλυτος με κάτι κόκκινες πιτζάμες και δεν με άφησε να ντυθώ. Αλλά επειδή είχα κάποια εμπειρία άρπαξα την τελευταία στιγμή ένα παντελόνι το οποίο είχε μέσα και μερικά χρήματα κι έτσι ήμουν προνομιούχος στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδί που μας πήγανε, είχα τουλάχιστον ένα παντελόνι να βάλω. Οι υπόλοιποι, και εννοώ όλη την πολιτική ηγεσία της εποχής, δεν πρόλαβαν. Ο Λεωνίδας ο Κύρκος παρουσιάστηκε με το βρακάκι του κι ένα μικρό κασκορσέ σαν παλαιστής. Μ’ άλλα λόγια εκείνη την ημέρα, πέραν του εθνικού μας δράματος, είδαμε και πώς κοιμόταν ο καθένας μας τα βράδια.

Ποιοι άλλοι ήταν εκεί;

Όλος ο καλός κόσμος. Αριστεροί, κεντρώοι, δεξιοί, όλοι ήμασταν παρέα. Εμένα με πήγαν από τη μεριά όπου είχαν πάει και τον Γεώργιο Παπανδρέου. Απέναντι ήταν ο Ράλλης, ο Παπαληγούρας, ο Ανδρέας ο Παπανδρέου. Εγώ δεν βρέθηκα στον ίδιο χώρο με τον Ανδρέα. Ήμουν παρέα όμως με τον Λεωνίδα τον Κύρκο, με τον Γλέζο και αρκετούς άλλους αριστερούς. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήρθε στο τέλος. Αλλά αυτόν τον έφεραν ντυμένο, ήταν και πυρέσσων, είχε μία μικρή γριπούλα και τον πρόσεξαν. Πήγαινε μπροστά με το παλτό και το καπέλο και από πίσω ένας λοχίας τού κρατούσε το βαλιτσάκι με τα φάρμακα. Πλησίασε, είχα να μιλήσω με τον Παπανδρέου δύο χρόνια, τον πλησίασα πρώτος, τον χαιρέτησα και του λέω, «κύριε Πρόεδρε, καλώς ορίσατε, αλλά όπως βλέπετε εμείς οι προδότες προηγήθημεν!» Γύρισε αλλού τα μούτρα του και προχώρησε. Τον έφεραν και τον έβαλαν λοξά απέναντί μου, είχαμε τα στρατιωτικά κρεβάτια με τα τρίποδα τότε και ξάπλωσε. Δίπλα του ήταν ο Παυσανίας Κατσώτας.


Επίσκεψη στο Καστρί το 1964. Διακρίνεται ο Γεώργιος Παπανδρέου με το ζεύγος Μητσοτάκη και τις κόρες τους Ντόρα και Αλεξάνδρα

Ποιος ήταν ο Κατσώτας;

Στρατηγός, βουλευτής, εθεωρείτο γενναίος και επικίνδυνος. Τον είχαν συλλάβει, του είχαν τραυματίσει τα χέρια οι χειροπέδες και είχε πάθει ένα σοκ και μούγκριζε. Ο Γέρος μόλις ξάπλωσε, όπως ήταν φλύαρος, γύρεψε παρέα για να μιλήσει. Γύρισε λοιπόν στον Παυσανία και του λέει, «κι εμείς, Παυσανία, που ανησυχούσαμε μήπως δεν μας κάνει καλό καιρό την Κυριακή στη Θεσσαλονίκη», επρόκειτο να κατέβει με άσπρο άλογο ο Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη την Κυριακή.

Ο Παυσανίας όμως μούγκριζε, δεν είχε κέφι για κουβέντα, και τότε γύρισε ο Γέρος σε εμένα και πιάσαμε την κουβέντα και σε δέκα λεπτά ήμασταν σαν να μην είχαμε χωρίσει ποτέ. Η ώρα περνούσε, είχα βολευτεί κάπως, είχα φορέσει και το παντελόνι μου και λένε οι υπόλοιποι «ας κοιμηθούμε λιγάκι, αν μπορούμε». Πού να κοιμηθείς όμως; Τότε εγώ πρότεινα «βρε παιδιά, δεν παίζουμε καμιά πρεφίτσα, ποιος παίζει πρέφα;». Βρέθηκε ο Παυσανίας μαζί με το γιο του και παίξαμε οι τρεις μας ως τις 6 το πρωί την πρώτη πρέφα στο Κέντρο Τεθωρακισμένων.

Τρομερή σκηνή μου περιγράφετε…

Θέλει καλοπέραση η φυλακή.

Με τους φίλους σας παίζατε χαρτιά;

Βέβαια, και πρέφα παίζαμε και πόκα και μπριτζ παίζαμε, όλα τα χαρτιά που παίζονται τα παίζαμε.

Παίζατε το χανιώτικο μπριτζ;

Πάντως εγώ το χανιώτικο έμαθα και το έμαθα από πολύ νέος. Ο Λευτέρης ο αδελφός μου έπαιζε μπριτζ και ήταν τόσο μικρός που στεκόταν όρθιος και έριχνε το χαρτί, δεν καθόταν.

Οι φίλοι σας είχαν σχέση με την πολιτική;

Καμία. Οι φίλοι μου προέρχονταν από όλες τις περιόδους της ζωής μου. Ήταν οι παιδικοί μου φίλοι πρώτα απ’ όλα από το σχολείο, το Δημοτικό, το Πρακτικό Λύκειο Χανίων, τον Ορειβατικό κ.λπ. Μετά ήταν η μεγάλη πανεπιστημιακή παρέα και η αντιστασιακή. Όταν βρισκόμασταν συζητούσαμε για τα πάντα εκτός από πολιτική. Τώρα δεν έχει μείνει πια κανείς. Είχα καλούς φίλους, αγαπούσα τους φίλους μου και με αγαπούσαν και πάντοτε δίδασκα στους νέους πολιτικούς ότι αν δεν αγαπάς τον κόσμο μην πολιτεύεσαι, πρέπει να ξεκινάς από την καλή διάθεση να βοηθήσεις. Ο Κυριάκος το έχει αυτό, είναι καλό παιδί, έχει αγάπη πολλή και νομίζω ότι τον βοηθά. Ο ανάποδος άνθρωπος και ο εκδικητικός δεν κάνει για την πολιτική και ούτε ωφελείται από αυτήν.

Κύριε Πρόεδρε, όλοι εδώ κρινόμαστε αλλά ειδικά εσείς οι πολιτικοί κρίνεστε κάποια στιγμή και από την ιστορία. Πιστεύετε ότι η ιστορία θα σας κρίνει δικαιότερα απ’ ό,τι σας κρίναμε εμείς;

Δεν το γνωρίζω. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι στην πολιτική έκανα πάντα αυτό που θεωρούσα ότι ήτανε σωστό. Ξεκίνησα φιλελεύθερος και τερματίζω φιλελεύθερος. Θα με ικανοποιούσε να με θυμούνται ως έναν άνθρωπο που είχε την ειλικρίνεια και το θάρρος να αγωνιστεί γι’ αυτά που επίστεψε, που είχε την τύχη να μην αλλάξει ποτέ του, που είπε την αλήθεια στο λαό και δεν κορόιδεψε κανένα. Αυτό θα ήταν ο μεγαλύτερος έπαινος που θα μπορούσε να μου αποδοθεί. Λοιπόν!… Καλά είμαστε….


Προεκλογική συγκέντρωση Ν.Δ.

Συμφωνώ, καλά είμαστε! Σας ευχαριστώ, κύριε πρόεδρε, για το χρόνο που μου διαθέσατε, λυπάμαι αν σας κούρασα αλλά η κουβέντα μαζί σας είναι πάντα προνομιακή.

Μια χαρά περάσαμε, συγνώμη που δεν μπορώ να σηκωθώ και να σε συνοδεύσω μέχρι την εξώπορτα. Πες στη Ρόζμαρι να σε βγάλει στο μπαλκόνι να δεις τη Σούδα από ψηλά. Αυτή είναι η προνομιακή στιγμή!