Εννέα χρόνια από την τραγωδία με τους νεκρούς της Marfin
Κουκουλοφόροι πετούν βόμβες Μολότοφ σε υποκατάστημα της τράπεζας στην Σταδίου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους από ασφυξία τρεις υπάλληλοι, εκ των οποίων μία έγκυος γυναίκα.
Μνήμες από την τραγωδία που εκτυλίχθηκε το 2010 στο υποκατάστημα της Marfin όπου έχασαν τη ζωή του η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος 4 μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών ξυπνούν σήμερα, καθώς συμπληρώνονται εννέα χρόνια από εκείνη την ημέρα.
Ήταν 5 Μαΐου του 2010.
Χιλιάδες διαδηλωτές βρίσκονται στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης. Κάποια στιγμή, αρχίζουν επεισόδια από κουκουλοφόρους που είχαν παρεισφρήσει στην πορεία. Οι κουκουλοφόροι ρίχνουν «βροχή» από μολότοφ στο βιβλιοπωλείο Ιανός και στο κατάστημα της τράπεζας Marfin επί της οδού Σταδίου. Οι εργαζόμενοι της τράπεζας που ήταν εγκλωβισμένοι στο υποκατάστημα μάταια φώναζαν για βοήθεια.
Η τράπεζα μέσα σε λίγα λεπτά τυλίγεται στις φλόγες ενώ οι αναθυμιάσεις και οι καπνοί ανάγκασαν τους εργαζόμενους της τράπεζας να βγουν στα μικρά μπαλκόνια, χωρίς όμως να μπορούν να διαφύγουν από το κλειδωμένο κτίριο.
Ακολούθησαν στιγμές πανικού. Λίγα λεπτά αργότερα, οχήματα της πυροσβεστικής κατάφεραν να προσεγγίσουν το σημείο. Η φωτιά μετά από λίγη ώρα έσβησε, αλλά ήταν ήδη αργά για τους τρεις εργαζόμενους, που ανασύρθηκαν νεκροί από ασφυξία.
Η τραγωδία της Marfin χαράχτηκε στη μνήμη όλων των Ελλήνων και μετά την κατακραυγή που υπήρχε για τη δράση των κουκουλοφόρων οι οποίοι με τις μολότοφ που έριξαν οδήγησαν στο θάνατο τρεις νέους ανθρώπους, ξεκίνησε το δικαστικό κομμάτι σε μία προσπάθεια αναζήτησης των ενόχων.
Η δικαστική διαδικασία κινήθηκε δύο ημέρες πριν από την πρώτη επέτειο του εμπρησμού της Marfin, όταν έφτασε στα χέρια της αστυνομίας μία… ανώνυμη επιστολή που κατονόμαζε τρεις ανθρώπου για τα γεγονότα της οδού Σταδίου. Στην ίδια επιστολή αναφερόντουσαν τα ονόματά τους, τα στοιχεία των ταυτοτήτων τους, τα κινητά τους τηλέφωνα και οι αριθμοί κυκλοφορίας των οχημάτων τους.
Η αστυνομική έρευνα έχει κενά, αφού δεν έγινε καμία διαδικασία ελέγχου της επιστολής αναζητώντας τον αποστολέα μέσω δαχτυλικών αποτυπωμάτων κλπ. Ωστόσο, οι έρευνες κινήθηκαν για τον εντοπισμό των φερόμενων ως δραστών.
Μετά από αυτή την επιστολή, οδηγήθηκαν σε δίκες δύο άντρες. Ο Θεόδωρος Σίψας, 34 ετών, κατηγορήθηκε για «ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως τελεσθείσας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία και κατά συρροή τετελεσμένης και εν αποπείρα, της εκρήξεως εκ της οποίας επήλθε θάνατος και κίνδυνος για ανθρώπους και ξένα πράγματα, της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικής βόμβας και της απρόκλητης φθοράς ξένης περιουσίας διά εκρήξεως από πρόσωπο που είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του».
Στο δικαστήριο δήλωσε πως «πήγα να βοηθήσω και τώρα με κατηγορούν για ένα έγκλημα που δεν έχω κάνει και μάλιστα τόσο βαρύ».
Ο δεύτερος, ο Παύλος Αντρέεβ, δήλωσε στο δικαστήριο ότι εύχεται πραγματικά να βρεθούν οι ένοχοι για τον εμπρησμό.
Οι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν ομόφωνα από την έδρα στην δίκη που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2016.
Ωστόσο, καταδικαστικές αποφάσεις υπήρξαν και αφορούσαν στον διευθύνοντα σύμβουλος της Marfin, τον υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και τη διευθύντρια του καταστήματος για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, τις σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. Καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, οι δύο πρώτοι 22 ετών και η διευθύντρια του καταστήματος πέντε ετών και ενός μήνα.
Όπως έγινε εκ των υστέρων γνωστό, οι υπάλληλοι βρίσκονταν στο κτίριο την ημέρα της απεργίας υπό τον φόβο της απόλυσής τους.
Οι συγγενείς των θυμάτων κινήθηκαν νομικά κατά της τράπεζας και πέτυχαν αποζημιώσεις ύψους 1,1 εκατ. ευρώ στους συγγενείς του ενός θύματος και και 720.000 ευρώ στους υπαλλήλους που εγκλωβίστηκαν στο κτίριο.