Ήπιες και μικρής διάρκειας παρενέργειες όπως πονοκέφαλο, κόπωση και υπερευαισθησία θα έχει περίπου το 25% όσων εμβολιαστούν με τα σκευάσματα της Pfizer ή της AstraZeneca για τον κορονοϊό, σύμφωνα με όσα ισχυρίζονται ερευνητές από το Kings’ College του Λονδίνου.

Στην πρώτη μεγάλης κλίμακας έρευνα για τα δύο σκευάσματα, που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα ευρήματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο Lancet Infectious Diseases, διαπιστώθηκε η έναρξη των ανεπιθύμητων παρενεργειών εντός των πρώτων 24 ωρών, διάρκεια 1-2 ημερών, καθώς επίσης και μείωση στα ποσοστά νέων κρουσμάτων. Στη μελέτη συμμετείχαν 627.383 χρήστες μέσω ειδικής εφαρμογής για κινητά.

Το 25,4% ανέφεραν μία ή περισσότερες συστημικές παρενέργειες -άσχετες δηλαδή με το σημείο ένεσης- και 66,2% τοπικές. Για το εμβόλιο της Pfizer τα ποσοστά ανήλθαν σε 13,5% και 22% μετά την πρώτη και δεύτερη δόση αντίστοιχα, ενώ για την πρώτη δόση της AstraZeneca 33,7%.

Οι συστημικές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλάμβαναν πονοκέφαλο, κόπωση, ρίγη, διάρροια, πυρετό, αρθραλγία, μυαλγία και ναυτία, ενώ στην περιοχή της ένεσης, πόνο, οίδημα, υπερευαισθησία, ερυθρότητα, κνησμό, αίσθημα καύσου και διόγκωση στους λεμφαδένες της μασχάλης.

Αναλυτικά τα ευρήματα:

 

Δύο παράγοντες που επηρέασαν τη συχνότητα συμπτωμάτων ήταν η ηλικία και η προηγούμενη νόσηση από COVID-19, με τους κάτω των 55 και τις γυναίκες να έχουν περισσότερες πιθανότητες συστημικών παρενεργειών και τριπλάσιες πιθανότητες από το εμβόλιο της Pfizer για όσους είχαν νοσήσει παλαιότερα και διπλάσιες από το AstraZeneca.

Παράλληλα, αξίζει να αναφερθεί για την αποτελεσματικότητα των δύο εμβολίων στη μείωση νέων μολύνσεων, σύμφωνα με τη μελέτη τα ποσοστά ανήλθαν στο 58% για το εμβόλιο της Pfizer, 12 έως 21 ημέρες μετά την 1η δόση και 69%, τουλάχιστον 21 ημέρες μετά και στο 39% και 69% αντίστοιχα για το σκεύασμα της AstraZeneca.