Την 1η Απριλίου 2022 ο Εθνικός Οργανισμός Δημοσίας Υγείας (ΕΟΔΥ) ανακοίνωσε ότι «καμία περιοχή της χώρας μας δεν χαρακτηρίζεται πλέον ως "επηρεαζόμενη" από ελονοσία» , ενώ ο αναπληρωτής καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης, εξηγεί στο parapolitika.gr ότι «υπάρχει η πιθανότητα να επανεμφανιστεί η ελονοσία στην Ελλάδα, αλλά δεν παρατηρούμε στο τρέχον χρονικό διάστημα κάτι το οποίο να μας ανησυχεί σχετικά».

Κλιματική κρίση

Όμως, η κλιματική κρίση, η οποία σοβεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, θα οδηγήσει μολυσματικές ασθένειες, όπως η ελονοσία, να εξαπλωθούν σε περισσότερα μέρη του κόσμου, διαπίστωναν τον περασμένο Μάρτιο του 2023 κορυφαίοι ειδικοί επιστήμονες, σε διεθνές συνέδριο στο Άμπου Ντάμπι.

Μιλώντας στο συνέδριο Forecasting Healthy Futures, οι επιστήμονες αποκάλυψαν, τότε, τον ευρύτερο αντίκτυπο στην υγεία από την αύξηση της θερμοκρασίας, με περισσότερους ανθρώπους να εκτίθενται σε μολυσματικές ασθένειες, όπως η ελονοσία, η χολέρα, ο δάγγειος πυρετός και η φυματίωση.

Την ίδια στιγμή, κατά 50% αναμένεται να αυξηθεί ως το 2050, στην Ελλάδα, ο πληθυσμός της χώρας που θα βρεθεί υπό τον κίνδυνο της ελονοσίας, σύμφωνα με πρόσφατη επίσης έρευνα του Τομέα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).

Αύξηση θερμοκρασίας

Σύμφωνα με το μετριοπαθές σενάριο της έρευνας, η θερμοκρασία στην Ελλάδα θα σημειώσει άνοδο κατά 1,5 βαθμό Κελσίου την περίοδο 2041 - 2060 και κατά 2,2 βαθμούς την περίοδο 2061 - 2080 (σε σχέση πάντα με την τρέχουσα περίοδο). Το ακραίο, άλλωστε, σενάριο προβλέπει αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,6 βαθμούς την περίοδο 2041- 2060, και κατά 4 βαθμούς την περίοδο 2061 - 2080.

Ως προς τον πληθυσμό υπό τον κίνδυνο της ελονοσίας, εκτιμάται ότι κατά την περίοδο 2041- 2060 θα αυξηθεί κατά 50%, σύμφωνα με το μετριοπαθές σενάριο και κατά 60% σύμφωνα με το ακραίο.

Επιδημολογία

Έως το 1960 η Ελλάδα ανήκε στις ενδημικές για την ελονοσία χώρες, ενώ στο χρονικό διάστημα 1946 - 1960 εφαρμόστηκε εντατικό, εθνικό πρόγραμμα για την εκρίζωση της ελονοσίας κι έτσι το 1974 η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως «χώρα ελεύθερη ελονοσίας».

Από το 1975 μέχρι το 2005 δηλώνονταν 30 - 50 περιστατικά ελονοσίας ετησίως, τα οποία ήταν κυρίως εισαγόμενα από ενδημικές χώρες.

Περιπτώσεις εγχώριας μετάδοσης αναφέρθηκαν σποραδικά τα έτη 1991, 1999, 2000, 2009 και 2010, ενώ από το 2005 έως το 2009 συνολικά 171 περιστατικά δηλώθηκαν στη χώρα μας. Το 98% αυτών είχαν νοσήσει σε ενδημικές χώρες και είχαν έρθει έπειτα στην Ελλάδα ενώ το 78% ήταν μετανάστες από αυτές τις χώρες.

Από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβρη του 2009 αναφέρθηκαν 8 κρούσματα ( 1 μετανάστης εργάτης από το Πακιστάν, 1 μετανάστης εργάτης από το Αφγανιστάν, 4 Ρομά και 2 Έλληνες) στην περιοχή της Λακωνίας. Οι 6 τελευταίοι δεν ανέφεραν ιστορικό ταξιδιού σε ενδημική χώρα. Επίσης, κατεγράφη ένα μεμονωμένο κρούσμα σε 17χρονη μαθήτρια, κάτοικο της Νέας Μάκρης Αττικής, χωρίς ιστορικό ταξιδιού σε ενδημική χώρα.

Το καλοκαίρι του 2010 δηλώθηκαν συνολικά 44 κρούσματα ελονοσίας. Τα 40 από αυτά αφορούσαν μετανάστες, ενώ τα τέσσερα αφορούσαν άτομα χωρίς ιστορικό ταξιδιού σε ενδημικές για την ελονοσία χώρες: 1 σε Ρομά του Δήμου Ευρώτα, 2 σε Ρομά παιδιά στη Θήβα και 1 στο Μαραθώνα Αττικής.

Το έτος 2011 σημειώθηκαν συνολικά 96 κρούσματα ελονοσίας, εκ των οποίων τα 42 ήταν αυτόχθονα και τα 54 εισαγόμενα. Από τα 96 αυτά κρούσματα, τα 59 είχαν ως τόπο έκθεσης το Δήμο Ευρώτα Λακωνίας. Τα 23 ήταν μετανάστες από ενδημικές για την ελονοσία χώρα, ενώ τα υπόλοιπα 36 (από τα 59) περιστατικά υποδεικνύουν εγχώρια μετάδοση της νόσου, καθώς δεν υπάρχει ιστορικό ταξιδιού σε ενδημική χώρα. Εκτός αυτών, υπήρξαν και άλλα έξι αυτόχθονα κρούσματα ανά την επικράτεια [2 στην Εύβοια (Χαλκίδα), 1 στην Αγιά Λάρισας, 2 στην Ανατολική Αττική και 1 στη Βοιωτία]. Τα αυτόχθονα περιστατικά οφείλονταν σε πλασμώδιο P. vivax και έλαβαν αγωγή με χλωροκίνη και πριμακίνη. Ένα άτομο χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) κι ένα άλλο απεβίωσε, στο πλαίσιο γενικότερα της επιβαρυμένης κατάστασής του, λόγω υποκείμενων νοσημάτων.

Το έτος 2012 δηλώθηκαν συνολικά 93 κρούσματα ελονοσίας, εκ των οποίων τα 20 ήταν αυτόχθονα. Από αυτά τα 20, τα 10 έλαβαν χώρα στο Δήμο Ευρώτα Λακωνίας, τα 2 στο Δήμο Μαραθώνα Αττικής, τα 2 στο Δήμο Μαρκόπουλου Μεσογαίας Αττικής, τα 2 στο Δήμο Αβδήρων Ξάνθης, το 1 στο Δήμο Τανάγρας και 1 στο Δήμο Θηβαίων Βοιωτίας και τα 2 στο Δήμο Σοφάδων Καρδίτσης.

Από τις 2/10/2011 μέχρι σήμερα πραγματοποιείται ενεργητική αναζήτηση κρουσμάτων στο Δήμο Ευρώτα με έλεγχο για εμπύρετα, εργαστηριακές εξετάσεις και προσωπικές συνεντεύξεις με τους χιλιάδες μετανάστες που ζουν και εργάζονται εκεί.

Η νόσος

Η ελονοσία είναι λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από πρωτόζωα (ένα είδος μονοκύτταρων μικροοργανισμών) του γένους Πλασμώδιο (Plasmodium), που παρασιτούν στα ερυθροκύτταρα των οργανισμών. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις έλος και νόσος, καθώς είχε παρατηρηθεί ότι η νόσος ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη γύρω από ελώδεις περιοχές. Διεθνώς αποκαλείται μαλάρια [malaria (από τις ιταλικές λέξεις: mal + aria = κακός αέρας)] από την πεποίθηση που επικρατούσε κάποτε ότι η ασθένεια προκαλούνταν από τον "κακό (δύσοσμο) αέρα" κοντά στα έλη.

Η ελονοσία προκαλεί συμπτώματα που, συνήθως, περιλαμβάνουν πυρετό, κούραση, εμετούς και πονοκεφάλους. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει ίκτερο, επιληπτικές κρίσεις, κώμα ή θάνατο. Τα συμπτώματα αυτά ξεκινούν δέκα με δεκαπέντε μέρες μετά το τσίμπημα κουνουπιού. Σε αυτούς που δεν έχουν θεραπευτεί κατάλληλα, η ασθένεια μπορεί να επανεμφανισθεί μήνες αργότερα. Σε αυτούς που μόλις ξεπέρασαν μια μόλυνση, η επαναμόλυνση συνήθως προκαλεί ηπιότερα συμπτώματα. Αυτή η μερική ανοσία εξαφανίζεται για μήνες έως χρόνια, αν δεν υπάρχει τρέχουσα έκθεση στην ελονοσία.

Κατά κύριο λόγο, η ασθένεια μεταδίδεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα ενός θηλυκού κουνουπιού του γένους Ανωφελές (Anopheles). Το τσίμπημα εισάγει τα παράσιτα από το σάλιο του κουνουπιού μέσα στο ανθρώπινο αίμα. Τα παράσιτα έπειτα ταξιδεύουν μέχρι το ήπαρ, όπου ωριμάζουν και αναπαράγονται.