ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Τεστ αίματος θα βρίσκουν αν τα προβλήματα μνήμης οφείλονται στο Αλτσχάιμερ
Επιστήμονες στις ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι αναπτύσσουν ένα τεστ αίματος, το οποίο για πρώτη φορά μπορεί να διακρίνει αν τα προβλήματα μνήμης του ασθενούς οφείλονται στη νόσο Αλτσχάιμερ, σε μετωποκροταφική άνοια ή σε κάτι πιο ελαφρύ, όπως η ήπια γνωστική διαταραχή.
Το τεστ, που δοκιμάστηκε σε περισσότερα από 400 άτομα και βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάπτυξης και δοκιμών, ελπίζεται ότι -εφόσον εγκριθεί- θα είναι διαθέσιμο στους γιατρούς σε περίπου πέντε χρόνια, σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια - Σαν Φρανσίσκο που χρηματοδοτήθηκαν μέσω των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ και οι οποίοι, με επικεφαλής τον δρ Άνταμ Μπόξερ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Nature Medicine».
Μια δεύτερη σουηδική μελέτη σε 589 ανθρώπους, που δημοσιεύθηκε στο ίδιο περιοδικό, επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα της αμερικανικής έρευνας ότι η pTau181 αποτελεί ισχυρότερο βιοδείκτη πρόγνωσης του Αλτσχάιμερ σε σχέση με μια άλλη πρωτεΐνη, το αμυλοειδές.
Το τεστ μετρά στο πλάσμα του αίματος τα επίπεδα μιας πρωτεΐνης του εγκεφάλου, της φωσφορυλιωμένης Ταυ 181 (pTau181). Η εν λόγω πρωτεΐνη βρίσκεται σε επίπεδο 2,4 pg/ml στους υγιείς, 1,9 έως 2,8 pg/ml στους ασθενείς με μετωποκροταφική άνοια (η δεύτερη συχνότερη μορφή άνοιας μετά τη νόσο Αλτσχάιμερ), 3,7 pg/ml στα άτομα με ήπια γνωστική διαταραχή (πρόδρομη κατάσταση της άνοιας) και 8,4 pg/ml στους ανθρώπους με Αλτσχάιμερ.
Οι υπάρχουσες σήμερα μέθοδοι διάγνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ περιλαμβάνουν την μέτρηση του επιπέδου της πρωτεΐνης αμυλοειδούς και της πρωτεΐνης Ταυ μέσω εγκεφαλικής απεικονιστικής εξέτασης ΡΕΤ ή της λήψης εγκεφαλονωτιαίου υγρού μέσω παρακέντησης. Οι δύο αυτές τεχνικές είναι είτε δαπανηρές, είτε επεμβατικές και όχι εύκολο να διεξαχθούν σε μεγάλους πληθυσμούς. Το νέο τεστ αίματος, που βασίζεται στο νέο προγνωστικό και διαγνωστικό βιοδείκτη pTau181, εφόσον όντως υπάρξει, θα είναι λιγότερο επεμβατικό, πιο φθηνό και πιο εύκολο.
Παράλληλα, τουλάχιστον 132 φάρμακα για το Αλτσχάιμερ βρίσκονται σε φάση κλινικών δοκιμών, μεταξύ των οποίων 28 σε προχωρημένο στάδιο (φάση 3). Μεταξύ αυτών, είναι το aducanumab, το οποίο -σύμφωνα με ειδικούς- πιθανώς θα είναι το πρώτο φάρμακο που τελικά θα εγκριθεί για την επιβράδυνση (αλλά όχι τη θεραπεία) της εξέλιξης της μέχρι σήμερα ανίατης νόσου.
Το τεστ, που δοκιμάστηκε σε περισσότερα από 400 άτομα και βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάπτυξης και δοκιμών, ελπίζεται ότι -εφόσον εγκριθεί- θα είναι διαθέσιμο στους γιατρούς σε περίπου πέντε χρόνια, σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια - Σαν Φρανσίσκο που χρηματοδοτήθηκαν μέσω των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ και οι οποίοι, με επικεφαλής τον δρ Άνταμ Μπόξερ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Nature Medicine».
Μια δεύτερη σουηδική μελέτη σε 589 ανθρώπους, που δημοσιεύθηκε στο ίδιο περιοδικό, επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα της αμερικανικής έρευνας ότι η pTau181 αποτελεί ισχυρότερο βιοδείκτη πρόγνωσης του Αλτσχάιμερ σε σχέση με μια άλλη πρωτεΐνη, το αμυλοειδές.
Το τεστ μετρά στο πλάσμα του αίματος τα επίπεδα μιας πρωτεΐνης του εγκεφάλου, της φωσφορυλιωμένης Ταυ 181 (pTau181). Η εν λόγω πρωτεΐνη βρίσκεται σε επίπεδο 2,4 pg/ml στους υγιείς, 1,9 έως 2,8 pg/ml στους ασθενείς με μετωποκροταφική άνοια (η δεύτερη συχνότερη μορφή άνοιας μετά τη νόσο Αλτσχάιμερ), 3,7 pg/ml στα άτομα με ήπια γνωστική διαταραχή (πρόδρομη κατάσταση της άνοιας) και 8,4 pg/ml στους ανθρώπους με Αλτσχάιμερ.
Οι υπάρχουσες σήμερα μέθοδοι διάγνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ περιλαμβάνουν την μέτρηση του επιπέδου της πρωτεΐνης αμυλοειδούς και της πρωτεΐνης Ταυ μέσω εγκεφαλικής απεικονιστικής εξέτασης ΡΕΤ ή της λήψης εγκεφαλονωτιαίου υγρού μέσω παρακέντησης. Οι δύο αυτές τεχνικές είναι είτε δαπανηρές, είτε επεμβατικές και όχι εύκολο να διεξαχθούν σε μεγάλους πληθυσμούς. Το νέο τεστ αίματος, που βασίζεται στο νέο προγνωστικό και διαγνωστικό βιοδείκτη pTau181, εφόσον όντως υπάρξει, θα είναι λιγότερο επεμβατικό, πιο φθηνό και πιο εύκολο.
Παράλληλα, τουλάχιστον 132 φάρμακα για το Αλτσχάιμερ βρίσκονται σε φάση κλινικών δοκιμών, μεταξύ των οποίων 28 σε προχωρημένο στάδιο (φάση 3). Μεταξύ αυτών, είναι το aducanumab, το οποίο -σύμφωνα με ειδικούς- πιθανώς θα είναι το πρώτο φάρμακο που τελικά θα εγκριθεί για την επιβράδυνση (αλλά όχι τη θεραπεία) της εξέλιξης της μέχρι σήμερα ανίατης νόσου.