ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Η επιστήμη μίλησε: Αυξημένος ο κίνδυνος αλτσχάιμερ για τους απαισιόδοξους και αυτούς που κάνουν συχνά αρνητικές σκέψεις
Οι άνθρωποι που συστηματικά ρέπουν στον αρνητικό τρόπο σκέψης αντιμετωπίζουν Αυξημένο κίνδυνο Αλτσχάιμερ αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που σκέφονται αρνητικά και με απαισιοδοξία, σύμφωνα με μία νέα διεθνή επιστημονική μελέτη.
Συγκεκριμένα, ερευνητές από τη Βρετανία (Πανεπιστημιακό Κολλέγιο Λονδίνου-UCL), τη Γαλλία (Ιατρικό Ινστιτούτο INSERM) και τον Καναδά (Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ), με επικεφαλής τη δρα Νάταλι Μάρτσαντ του Τμήματος Ψυχιατρικής του UCL, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα Αλτσχάιμερ και άνοιας «Alzheimer's & Dementia», μελέτησαν 360 ανθρώπους άνω των 55 ετών.
Για μία περίοδο δύο ετών, οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν μέσω ερωτηματολογίων σχετικά με τον τρόπο σκέψης τους (βαθμός αρνητικών σκέψεων, όπως γκρίνια για το παρελθόν και ανησυχία για το μέλλον), καθώς επίσης για συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους. Παράλληλα, αξιολογήθηκε η γνωστική-νοητική λειτουργία τους (μνήμη, προσοχή, γλωσσική ικανότητα κ.ά.), ενώ υποβλήθηκαν και σε εγκεφαλικές εξετάσεις ΡΕΤ (τομογραφίες εκπομπής ποζιτρονίων), οι οποίες μετρούν τις εναποθέσεις των πρωτεϊνών Ταυ και αμυλοειδούς που συνδέονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ όταν συσσωρεύονται στον εγκέφαλο και καταστρέφουν τα κύτταρα.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι εμφάνιζαν περισσότερη τάση αρνητικών σκέψεων είχαν και μεγαλύτερη έκπτωση των γνωστικών και μνημονικών λειτουργιών τους σε βάθος τετραετίας, ενώ ήταν, επίσης, πιθανότερο να έχουν πλάκες αμυλοειδούς και Ταυ στον εγκέφαλο τους.
«Η κατάθλιψη και το άγχος στη μέση και την τρίτη ηλικία ήταν ήδη γνωστό ότι αποτελούν παράγοντες κινδύνου για άνοια. Η νέα μελέτη μας βρήκε ότι ορισμένα αρνητικά μοτίβα σκέψης που σχετίζονται με την κατάθλιψη και το άγχος μπορεί να συνιστούν την υποκείμενη αιτία γιατί οι άνθρωποι με αυτές τις ψυχικές διαταραχές είναι, επίσης, πιο πιθανό να εμφανίσουν άνοια. Σε συνδυασμό με άλλες μελέτες που συνδέουν την κατάθλιψη και το άγχος με τον κίνδυνο άνοιας, θεωρούμε ότι οι χρόνιες αρνητικές σκέψεις επί μεγάλο χρονικό διάστημα μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο άνοιας. Γι' αυτό, πρέπει να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να μειώσουν αυτήν την τάση», δήλωσε η δρ Μάρτσαντ.
Η μελέτη βρήκε ότι η κατάθλιψη και το άγχος από μόνα τους σχετίζονται με τη συνακόλουθη γνωστική-νοητική έκπτωση, όχι όμως με τη συσσώρευση αμυλοειδούς και πρωτεΐνης Ταυ. Αυτό δείχνει, κατά τους ερευνητές, ότι τελικά ο διαχρονικός αρνητικός τρόπος σκέψης είναι ο βασικός λόγος που η κατάθλιψη και το άγχος συμβάλλουν στον κίνδυνο Αλτσχάιμερ.
«Πιστεύουμε ότι ο επαναλαμβανόμενος αρνητικός τρόπος σκέψης αποτελεί έναν νέο παράγοντα κινδύνου για άνοια», ανέφερε η Βρετανίδα ψυχίατρος. Ο επίμονος αρνητικός τρόπος σκέψης αυξάνει τους δείκτες του στρες (π.χ. υπέρταση), κάτι που με τη σειρά του αυξάνει την πιθανότητα συσσώρευσης των τοξικών πρωτεϊνών στον εγκέφαλο, άρα και της άνοιας (της οποίας η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί τη συχνότερη μορφή).
«Οι σκέψεις μας μπορούν να έχουν βιολογικό αντίκτυπο στη σωματική υγεία μας, είτε θετικό είτε αρνητικό. Διάφορες πρακτικές, όπως ο διαλογισμός, μπορούν να βοηθήσουν να σκέφτεται κανείς θετικά και να μειώσει τις αρνητικές σκέψεις», σημείωσε ο δρ Γκαέλ Σετελά του INSERM και του Πανεπιστημίου της Καέν-Νορμανδίας.
Συγκεκριμένα, ερευνητές από τη Βρετανία (Πανεπιστημιακό Κολλέγιο Λονδίνου-UCL), τη Γαλλία (Ιατρικό Ινστιτούτο INSERM) και τον Καναδά (Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ), με επικεφαλής τη δρα Νάταλι Μάρτσαντ του Τμήματος Ψυχιατρικής του UCL, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα Αλτσχάιμερ και άνοιας «Alzheimer's & Dementia», μελέτησαν 360 ανθρώπους άνω των 55 ετών.
Για μία περίοδο δύο ετών, οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν μέσω ερωτηματολογίων σχετικά με τον τρόπο σκέψης τους (βαθμός αρνητικών σκέψεων, όπως γκρίνια για το παρελθόν και ανησυχία για το μέλλον), καθώς επίσης για συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους. Παράλληλα, αξιολογήθηκε η γνωστική-νοητική λειτουργία τους (μνήμη, προσοχή, γλωσσική ικανότητα κ.ά.), ενώ υποβλήθηκαν και σε εγκεφαλικές εξετάσεις ΡΕΤ (τομογραφίες εκπομπής ποζιτρονίων), οι οποίες μετρούν τις εναποθέσεις των πρωτεϊνών Ταυ και αμυλοειδούς που συνδέονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ όταν συσσωρεύονται στον εγκέφαλο και καταστρέφουν τα κύτταρα.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι εμφάνιζαν περισσότερη τάση αρνητικών σκέψεων είχαν και μεγαλύτερη έκπτωση των γνωστικών και μνημονικών λειτουργιών τους σε βάθος τετραετίας, ενώ ήταν, επίσης, πιθανότερο να έχουν πλάκες αμυλοειδούς και Ταυ στον εγκέφαλο τους.
«Η κατάθλιψη και το άγχος στη μέση και την τρίτη ηλικία ήταν ήδη γνωστό ότι αποτελούν παράγοντες κινδύνου για άνοια. Η νέα μελέτη μας βρήκε ότι ορισμένα αρνητικά μοτίβα σκέψης που σχετίζονται με την κατάθλιψη και το άγχος μπορεί να συνιστούν την υποκείμενη αιτία γιατί οι άνθρωποι με αυτές τις ψυχικές διαταραχές είναι, επίσης, πιο πιθανό να εμφανίσουν άνοια. Σε συνδυασμό με άλλες μελέτες που συνδέουν την κατάθλιψη και το άγχος με τον κίνδυνο άνοιας, θεωρούμε ότι οι χρόνιες αρνητικές σκέψεις επί μεγάλο χρονικό διάστημα μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο άνοιας. Γι' αυτό, πρέπει να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να μειώσουν αυτήν την τάση», δήλωσε η δρ Μάρτσαντ.
Η μελέτη βρήκε ότι η κατάθλιψη και το άγχος από μόνα τους σχετίζονται με τη συνακόλουθη γνωστική-νοητική έκπτωση, όχι όμως με τη συσσώρευση αμυλοειδούς και πρωτεΐνης Ταυ. Αυτό δείχνει, κατά τους ερευνητές, ότι τελικά ο διαχρονικός αρνητικός τρόπος σκέψης είναι ο βασικός λόγος που η κατάθλιψη και το άγχος συμβάλλουν στον κίνδυνο Αλτσχάιμερ.
«Πιστεύουμε ότι ο επαναλαμβανόμενος αρνητικός τρόπος σκέψης αποτελεί έναν νέο παράγοντα κινδύνου για άνοια», ανέφερε η Βρετανίδα ψυχίατρος. Ο επίμονος αρνητικός τρόπος σκέψης αυξάνει τους δείκτες του στρες (π.χ. υπέρταση), κάτι που με τη σειρά του αυξάνει την πιθανότητα συσσώρευσης των τοξικών πρωτεϊνών στον εγκέφαλο, άρα και της άνοιας (της οποίας η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί τη συχνότερη μορφή).
«Οι σκέψεις μας μπορούν να έχουν βιολογικό αντίκτυπο στη σωματική υγεία μας, είτε θετικό είτε αρνητικό. Διάφορες πρακτικές, όπως ο διαλογισμός, μπορούν να βοηθήσουν να σκέφτεται κανείς θετικά και να μειώσει τις αρνητικές σκέψεις», σημείωσε ο δρ Γκαέλ Σετελά του INSERM και του Πανεπιστημίου της Καέν-Νορμανδίας.