Ο τυφώνας είναι μια μηχανή ασύλληπτης δύναμης. Άν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι οι άνεμοι που τον συνοδεύουν μπορεί να ξεπερνούν τα 300 χιλιόμετρα την ώρα, εύκολα κατανοεί το μέγεθος των δυνάμεων που ασκεί.

Είναι τύπος τροπικού κυκλώνα (χαμηλό βαρομετρικό), ειδικού δηλαδή καιρικού συστήματος με έντονες καταιγίδες και καλά καθορισμένη επιφανειακή κυκλοφορία, με φορά σύμφωνη με την κίνηση των δεικτών του ρολογιού για το νότιο ημισφαίριο, πού γεννιέται συνήθως στις τροπικές περιοχές.

Οι τυφώνες ταξινομούνται σε 5 κατηγορίες, ανάλογα με τις ταχύτητες των συνοδευόντων ανέμων, με την κατηγορία 1 να έχει τους ασθενέστερους ανέμους (74-95 μίλια την ώρα) και την κατηγορία 5 τους ισχυρότερους (πάνω από 155 μίλια την ώρα).

Όταν η ταχύτητα των ανέμων ξεπερνά τά 39 μίλια την ώρα, στον κυκλώνα αποδίδουν ένα όνομα που περιλαμβάνεται σε 6 καταλόγους ονομάτων τους οποίους συντάσσει διεθνές συνέδριο μετεωρολόγων.

Οι 6 κατάλογοι εναλλάσσουν θηλυκά και αρσενικά ονόματα. Παλαιότερα για την απόδοση ονόματος χρησιμοποιούσαν την ημέρα που συνέβαινε. Π.χ. ο τυφώνας που χτύπησε το Πουέρτο Ρίκο στις 13 Σεπτεμβρίου 1876 πήρε το όνομα Σαν Φελίπε. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθιερώθηκαν μόνο γυναικεία ονόματα. Από το 1978 όμως καθιερώθηκαν οι προμνημονευθέντες κατάλογοι που περιλαμβάνουν αρσενικά και θηλυκά ονόματα.



Συνήθως οι τυφώνες γεννιούνται καλοκαίρι - φθινόπωρο για τις τροπικές περιοχές του Ατλαντικού Ωκεανού, με κορύφωση τα μέσα Αυγούστου έως τέλη Οκτωβρίου. Προηγούνται πάντα ατμοσφαιρικές διαταραχές πάνω από θερμά νερά, που οφείλονται σε τροπικά κύματα τα οποία έρχονται από τις ακτές της Αφρικής και στη σύγκρουση ανέμων που πνέουν από αντίθετες κατευθύνσεις και προσδίδουν περιστροφική και ανοδική κίνηση στον αέρα. Αλλά και ψυχρά μέτωπα υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να προκαλέσουν τυφώνα.

Τα θερμά επιφανειακά νερά του ωκεανού (τουλάχιστον 26 βαθμοί Κελσίου μέχρι βάθους 50 μέτρων) τροφοδοτούν με θερμότητα και υγρασία τον αέρα της ασταθούς και χαμηλών πιέσεων περιοχής, ο οποίος και αρχίζει να ανεβαίνει. Καθώς μάλιστα η υγρασία συμπυκνώνεται σε σταγόνες, πρόσθετη ενέργεια εκλύεται, η οποία ενισχύει την ανάπτυξη κατακορύφου αναπτύξεως νεφών. Οι κορυφές των καταιγιδοφόρων αυτών νεφών ανυψούνται έτι περαιτέρω στην ατμόσφαιρα με αυξανόμενη ταχύτητα. Η ανοδική αυτή κίνηση του αέρα μοιάζει με καμινάδα που «ρουφά» τον αέρα στο εσωτερικό της και τον σπρώχνει προς τα πάνω. Οι ασθενείς άνεμοι, μάλιστα, που επικρατούν ψηλά δεν διαλύουν τις καταιγίδες αλλά διευκολύνουν την ενίσχυσή τους. Οι άνεμοι κοντά στην επιφάνεια, συνεπικουρούμενοι από την περιστροφή της Γης, παίρνουν μορφή έλικας και, όπως στις τουρμπίνες η στροβίλωση του αέρα επιταχύνει την κίνησή του, έτσι και στο εσωτερικό της «καμινάδας» επιταχύνεται η ανοδική κίνηση. Έτσι, περισσότεροι υδρατμοί προσροφούνται και ωθούνται προς τα πάνω με νέα έκλυση θερμικής ενέργειας και περαιτέρω ενίσχυση της βιαιότητας των ανέμων. Δηλαδή καθώς εξελίσσεται το φαινόμενο, η δύναμή του αυξάνει ραγδαία, καθώς τροφοδοτείται συνεχώς με υδρατμούς ενώ η εξασθένησή του αρχίζει όταν πάψει αυτή η τροφοδοσία, και αυτό συμβαίνει καθώς ο τυφώνας μετακινείται σε ψυχρά νερά ή εγκαταλείπει τη θάλασσα και διέρχεται από ηπειρωτικές περιοχές. Η ξηρά, εκτός από τη στέρηση του τυφώνα από τά καύσιμά του, δηλαδή τους υδρατμούς, επιπλέον περιορίζει την επιφανειακή κυκλοφορία του διά της τριβής.



Η θύελλα γίνεται τυφώνας όταν οι συνοδοί άνεμοι ξεπεράσουν τα 74 μίλια την ώρα. Σ' αυτήν τη φάση σχηματίζεται και το περίφημο «μάτι του κυκλώνα», επειδή στο κέντρο του συστήματος ο αέρας βυθίζεται γρήγορα, στεγνώνει από τους συμπυκνωμένους υδρατμούς, ξηραίνεται και θερμαίνει την περιοχή. Έτσι, όλως παραδόξως, ενώ η ευρύτερη περιοχή μαίνεται κυριολεκτικά από λυσσώδεις ανέμους που μπορούν να ξεπερνούν τά 360 χιλιόμετρα την ώρα, ξεσηκώνοντας γιγαντιαία κύματα, και φοβερή βροχόπτωση ραπίζει την αγριεμένη θάλασσα με φρενήρεις ρυθμούς, στο κέντρο αυτής της «κόλασης» μια μικρή ζώνη απολαμβάνει την ηρεμία της χωρίς συννεφάκια και υπό το φύσημα μιας μικρής αύρας. Είναι το «μάτι του κυκλώνα», διαμέτρου 35–75 χιλιόμετρα.

Ως προς την ταχύτητα και τη διαδρομή πού ακολουθεί ο τυφώνας, εξαρτάται από τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις του ωκεανού με την ατμόσφαιρα καθώς και τις αλληλεπιδράσεις με άλλα καιρικά συστήματα που υπάρχουν στην περιοχή. Αυτή η περιπλοκότητα καθιστά δύσκολη την πρόβλεψη των δύο αυτών παραμέτρων. Η ταχύτητα μετακινησής του πάντως είναι της τάξεως των πολλών δεκάδων χιλιομέτρων την ώρα. Αξίζει να αναφερθεί ότι η δεξιά πλευρά του τυφώνα καθώς αυτός κινείται είναι η πλέον επικίνδυνη, λόγω της ενίσχυσης των ανέμων από την ατμοσφαιρική κυκλοφορία.


Οι τυφώνες παρακολουθούνται με διάφορα μέσα, όπως με γεωστατικούς δορυφόρους, πλοία, αεροπλάνα, ραδιοβολίδες, ραντάρ και με επίγειους σταθμούς παρατήρησης. Όλες οι πληροφορίες που συλλέγονται με αυτά τα μέσα οδηγούνται σε μεγάλους υπολογιστές και κατασκευάζονται μαθηματικά μοντέλα εξομοίωσης του τυφώνα, για περαιτέρω μελέτη αυτών με σκοπό όχι μόνο την αύξηση των επιστημονικών γνώσεων, αλλά και για πρακτικότερους σκοπούς, όπως η πρόβλεψη της γέννησης και της πορείας αυτών. Με τις μελέτες αυτές δεν έχει διαπιστωθεί τυχόν περιοδικότητα των τυφώνων, ούτε έχουν επινοηθεί τρόποι μακροχρόνιας πρόβλεψης για το πού και πότε θα χτυπήσει ένας τυφώνας.

Επομένως, οι περιοχές που πλήττονται από τυφώνες θα εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες της δράσης αυτών, που εκδηλώνεται με θύελλες, ισχυρούς ανέμους, χειμαρρώδεις βροχοπτώσεις με πλημμύρες και ανεμοστρόβιλους. Τα αποτελέσματα βέβαια είναι εκτεταμένες καταστροφές σε περιουσιακά στοιχεία αλλά και ανθρώπινες απώλειες, ανάλογα με την κατηγορία του τυφώνα αλλά και με την περιοχή που τον υφίσταται, αφού ελευθερώνεται ενέργεια ισοδύναμη με την έκρηξη πολλών ατομικών βομβών. Οι περισσότερες ανθρώπινες απώλειες οφείλονται στην τεράστια ποσότητα υδάτων που επιπίπτουν στις παράκτιες περιοχές, ωθούμενα από τους ανέμους.

Ο φονικότερος τυφώνας ήταν αυτός του 1970 στο δέλτα του Γάγγη στο Μπαγκλαντές, όπου 1.000.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Η ίδια περιοχή επλήγη ξανά το 1991 με 138.000 νεκρούς.